Ο πατέρας από το Ιράκ, που έχασε την επτάχρονη κόρη του την περασμένη εβδομάδα, κατά την προσπάθεια της οικογένειας να διαπλεύσει τη Μάγχη, είπε ότι «δεν θα μπορέσει ποτέ να συγχωρήσει τον εαυτό του».
Ο Αχμέντ Αλχασίμι επιβιβάστηκε στο φουσκωτό μαζί με τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά από το Βιμερέ, νότια του Καλαί, στις 23 Απριλίου, προκειμένου να περάσει παράνομα στη Βρετανία.
Λίγο πριν η βάρκα να ξεκινήσει το αβέβαιο ταξίδι της, μια ομάδα μεταναστών όρμηξε για να επιβιβαστεί στο ήδη υπεράριθμο φουσκωτό, με αποτέλεσμα να ποδοπατηθεί μέχρι θανάτου η 7χρονη Σάρα και ακόμα τέσσερα άτομα.
«Του ζητούσα να μετακινηθεί, για να μπορέσω να τραβήξω το μωρό μου», λέει, μιλώντας στο BBC, ο 41χρονος για έναν νεαρό άνδρα από το Σουδάν, που ήταν μεταξύ των μεταναστών που επιβιβάστηκαν την τελευταία στιγμή στη βάρκα, προκαλώντας την τραγωδία.
Ωστόσο, αυτός αρχικά τον αγνόησε και στη συνέχεια, μάλιστα, τον απείλησε.
«Είδαμε ανθρώπους να πεθαίνουν. Είδα πώς συμπεριφέρονταν αυτοί οι άνθρωποι. Δεν τους ένοιαζε ποιον θα ποδοπατούσαν, αν ήταν παιδί, νέος ή γέρος. Ο κόσμος άρχισε να ασφυκτιά», συμπλήρωσε ο Αχμέντ.
Αν και ο Αχμέντ είναι Ιρακινός, η κόρη του δεν γνώρισε ποτέ το Ιράκ, καθώς γεννήθηκε στο Βέλγιο και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής της στη Σουηδία.
Παράλληλα, περιέγραψε τις προσπάθειές του, για να σώσει την κόρη του, το σώμα της οποίας είχε παγιδευτεί στην ασφυκτικά γεμάτη βάρκα.
Η σύζυγός του και τα άλλα δύο παιδιά τους, η 13χρονη Ραχάφ και ο 8χρονος Χουσάμ, επίσης εγκλωβίστηκαν, αλλά ευτυχώς μπορούσαν να αναπνεύσουν.
«Δουλεύω σε οικοδομές και είμαι δυνατός. Ακόμα κι εγώ, όμως, δεν μπορούσα να ελευθερώσω το πόδι μου» αναφέρει χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι η κορούλα του βρισκόταν κάτω από τα πόδια των επιβατών.
Σύμφωνα με το βρετανικό δίκτυο, η οικογένεια του Αχμέντ είχε φτάσει στο Καλαί πριν από δύο μήνες και αυτή ήταν η 4η απόπειρά τους να περάσουν τη Μάγχη. Τις προηγούμενες φορές είχε παρέμβει η τοπική αστυνομία και τους είχε εμποδίσει.
Οι διακινητές, που χρεώνουν 1.500 ευρώ για κάθε ενήλικο επιβάτη στις βάρκες τους και τα μισά περίπου, για κάθε παιδί, τους είχαν υποσχεθεί ότι το σκάφος θα μετέφερε μόνο 40 άτομα, κυρίως Ιρακινούς.
Οι Σουδανοί λίγο πριν από την πλεύση αιφνιδίασαν τους επιβάτες.
Όταν ο Αλχασίμι κατέβασε από τους ώμους του την αδικοχαμένη κόρη του, για να βοηθήσει την αδελφή της να επιβιβαστεί, τότε η Σάρα παρασύρθηκε μακριά από την υπόλοιπη οικογένειά της και εγκλωβίστηκε ανάμεσα στο πλήθος.
Ο πατέρας κατάφερε να φτάσει στην κόρη του μόνο όταν κατέφθασαν οι γάλλοι διασώστες και άρχισαν να εκκενώνουν τη βάρκα με τους 100 μετανάστες.
«Είδα το κεφάλι της στη γωνία του σκάφους. Ήταν μελανιασμένη. Ήταν ήδη νεκρή, όταν την τραβήξαμε έξω. Δεν ανέπνεε», λέει κλαίγοντας ο Αχμέντ.
«Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, όμως η θάλασσα ήταν η μόνη μας επιλογή. Τίποτα απ’ όσα συνέβησαν δεν ήταν κάτι που ήθελα. Ξέμεινα από επιλογές. Άνθρωποι με κατηγορούν και ρωτούν πώς μπόρεσα να βάλω σε κίνδυνο τις κόρες μου, όμως πέρασα 14 χρόνια στην Ευρώπη και με απέρριψαν», αναφέρει ο 41χρονος.
Ο Ιρακινός υποστήριξε ότι το Βέλγιο αρνήθηκε να του χορηγήσει άσυλο, επειδή η Μπάσρα, η πόλη καταγωγής του στο Ιράκ, θεωρείται ασφαλής περιοχή.
Τα παιδιά του πέρασαν τα τελευταία 7 χρόνια μένοντας σε συγγενείς τους στη Σουηδία, αλλά πρόσφατα πληροφορήθηκε πως επρόκειτο να απελαθούν μαζί του στο Ιράκ.
«Αν ήξερα ότι υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα να μπορούσαν να παραμείνουν τα παιδιά στο Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Σουηδία ή τη Φινλανδία, θα τα κρατούσα εκεί. Το μόνο που ήθελα ήταν να πάνε τα παιδιά μου σχολείο. Δεν ήθελα οικονομική βοήθεια. Η γυναίκα μου κι εγώ μπορούμε να δουλέψουμε», λέει ο 41χρονος.
Τέλος, για όσους του επιρρίπτουν ευθύνες για το γεγονός ότι έβαλε σε κίνδυνο τα παιδιά του τονίζει ότι «δεν έχουν υποφέρει όπως εγώ. Αυτή ήταν η τελευταία μου διέξοδος».