Ανάλυση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ΝΑΤΟ και σύμφωνα με Δυτικούς αξιωματούχους η υποχρηματοδότηση και η έλλειψη σε όπλα αποτελούν τεράστια εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν άμεσα, δημοσιεύει το CNN.
Συγκεκριμένα, το αμερικανικό μέσο ανέφερε στην ιστοσελίδα του cnn.com πως «αναμφισβήτητα, υπεύθυνος για την εισβολή της Ρωσίας είναι ο ίδιος ο Πούτιν. Αλλά όσοι εμπλέκονται άμεσα στην πολιτική ασφάλειας της Δύσης λένε ότι οι προειδοποιήσεις πως υπάρχει ανάγκη βελτίωσης της άμυνας παραβλέφθηκαν με σκοπό την εξισορρόπηση των βιβλίων της συμμαχίας την εποχή της οικονομικής κρίσης το 2008».
Ο Rasa Juknevičienė, υπουργός Άμυνας της Λιθουανίας από το 2008-2012, θυμάται μια συνάντηση με Αμερικανούς αξιωματούχους στο Πεντάγωνο το 2012, όπου άτομα «από όλες τις πλευρές, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, αναγνώρισαν ότι η Ρωσία θα ήταν σε θέση να δοκιμάσει το ΝΑΤΟ μέχρι το 2019».
Ο Juknevičienė, μέλος σήμερα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δήλωσε: «Το ΝΑΤΟ κοιμόταν τη δεκαετία του 2010, επικεντρώθηκε στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και όχι στις περιφερειακές απειλές. Οι αμυντικές δαπάνες παρέμειναν χαμηλές σε όλη τη Δύση όχι μόνο λόγω των πιέσεων στον προϋπολογισμό, αλλά και επειδή όλοι – συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ – φοβήθηκαν να προκαλέσουν τη Ρωσία. Κατά τη γνώμη μου, αυτό σήμαινε ότι η Ρωσία μπορούσε να δει ότι το ΝΑΤΟ δεν έπαιρνε στα σοβαρά την άμυνά του, κάτι που έκανε την εισβολή στην Ουκρανία πολύ λιγότερο εκφοβιστική».
«Η υποχρηματοδότηση των αμυντικών προϋπολογισμών για μεγάλο χρονικό διάστημα έχει πολλαπλές συνέπειες – από χαμηλό αριθμό στρατευμάτων έως κακοσυντηρημένο εξοπλισμό. Όμως, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα περιορισμένα και ταχέως συρρικνούμενα αποθέματα πυρομαχικών που έπρεπε να δώσει η Δύση στο Κίεβο ήταν ίσως τα πιο επιζήμια» σχολιάζει το CNN στην ανάλυση.
«Ένα πράγμα είναι απολύτως βέβαιο, αν οι σύμμαχοι στην Ευρώπη είχαν πετύχει τον στόχο του 2% -ειδικά η Γερμανία- θα υπήρχαν πολύ περισσότερα όπλα για να δώσουν στην Ουκρανία χωρίς να αποδυναμώσουν την άμυνα των χωρών τους αντίστοιχα. Ίσως αν υπήρχαν περισσότερα όπλα, θα ήταν περισσότερο αποτρεπτικό για τον Πούτιν».
Το πρόβλημα στις δυτικές βιομηχανίες όπλων
Σύμφωνα με τον αναλυτή του CNN, Luke McGee «αν και δεν ήταν δουλειά του ΝΑΤΟ να προστατεύσει την Ουκρανία από εισβολή, αφού η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ωστόσο, η φύση της υποστήριξης των συμμάχων του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία έχει αποκαλύψει την ευπάθεια που προκάλεσε στη συμμαχία η χρόνια υποχρηματοδότηση».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δεν έχουν βιομηχανίες όπλων που παράγουν αρκετό εξοπλισμό για έναν πόλεμο μεγάλων δυνάμεων», είπε ο Herbst.
«Αυτό έχει γίνει πλέον κατανοητό από τα μέλη του ΝΑΤΟ γι αυτό και περισσότεροι σύμμαχοι από ποτέ πληρούν τώρα τη δέσμευση ελάχιστης δαπάνης του 2% του ΑΕΠ, και αυτή πρόκειται να αυξηθεί ενόψει της συνόδου κορυφής στην Ουάσιγκτον τον Μάιο – σε μια εκδήλωση για τον εορτασμό της 75ης επετείου από τη δημιουργία του ΝΑΤΟ» σχολιάζει το CNN και τονίζει ότι έχουν δεσμευτεί δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς και σχέδια από τα κράτη για την αγορά και την ενίσχυση της παραγωγής πυρομαχικών και όπλων. Αλλά τα περισσότερα από τα σχέδια αυτά που καταρτίζονται από αξιωματούχους είναι στην πραγματικότητα μακροπρόθεσμα – χρειάζεται χρόνος για την κατασκευή εργοστασίων και την εκπαίδευση του προσωπικού.
Ο αναλυτής του CNΝ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από τη μία πλευρά μπορεί κανείς να πει πως τα πράγματα στο ΝΑΤΟ είναι πιο ρόδινα από ό,τι ήταν εδώ και πολύ καιρό. Οι χώρες είναι σχετικά ενωμένες ως προς το τι πρέπει να γίνει μακροπρόθεσμα και είναι σε γενικές γραμμές πρόθυμες να πληρώσουν για αυτό. Νέες πρωτοβουλίες σε θέματα όπως οι δυνάμεις ταχείας αντίδρασης, οι εκπαιδευτικές ασκήσεις και η ανάπτυξη στρατευμάτων συντονίζονται κεντρικά.
Η συμμαχία μάλιστα διευρύνθηκε, με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Ωστόσο, οι παλιές παθογένειες παραμένουν. Υπάρχουν σύμμαχοι που δείχνουν δυσπιστία απέναντι σε άλλους συμμάχους για το πόσο γενναιόδωρα θα φερθούν εάν ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας τελειώσει. Και όσες χώρες έχουν εκπληρώσει ιστορικά τις δεσμεύσεις τους απέναντι στο ΝΑΤΟ εξακολουθούν να βλέπουν τους ομολόγους τους ως ένα «βάρος» αφού μπορεί να μην πάρουν ποτέ το μάθημά τους από τον πόλεμο.