Για «ταπεινωτική ήττα» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κάνει λόγο σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle, το οποίο δημοσιεύτηκε μετά τα πρώτα αποτελέσματα των τουρκικών αυτοδιοικητικών εκλόγών. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι το κόμμα του πρόεδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέστη συντριπτική ήττα από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Σύμφωνα με αναλυτές που επικαλείται το δημοσίευμα, οι φετινές αυτοδιοικητικές εκλογές κατέδειξαν ότι μεγάλος αριθμός των ψηφοφόρων εγκατέλειψε το κυβερνών κόμμα του Ταγίπ Ερντογάν σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές του 2019.
Στις πρώτες δηλώσεις του σε δημοσιογράφους, στα κεντρικά γραφεία του CHP μετά την διαφαινόμενη νίκη του,ο Εκρέμ Ιμάμογλου δήλωσε στους οπαδούς του στην Κωνσταντινούπολη: «Με βάση τα δεδομένα που έχουμε συγκεντρώσει, μπορώ να πω ότι η πίστη των πολιτών μας σε εμάς ανταμείφθηκε. Η εικόνα που είδαμε τώρα μας ευχαριστεί πολύ, αλλά καμία εκλογή δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί».
Ηττήθηκε ο «αήττητος»
Με την εντυπωσιακή νίκη του το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα ανακτά την δυναμική του που είχε απωλέσει ύστερα από την συντριπτική ήττα στις βουλευτικές και προεδρικές εκλογές του 2023 υπό την ηγεσία του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Μετά την εκλογική ήττα του 2023 το μέτωπο των έξι κομμάτων κατά του Ερντογάν κατέρρευσε και το CHP έμεινε μόνο του επιλέγοντας έναν νέο αρχηγό, τον Οζγκιούρ Οζέλ.
Η νίκη του Ιμάμογλου και των άλλων τεσσάρων δημάρχων των ισχυρότερων και πλουσιότερων πόλεων της Τουρκίας θα τονώσει την αυτοπεποίθηση του κόμματος, αφού απέδειξε ότι μπόρεσε να νικήσει τον «αήττητο πρόεδρο» Ερντογάν. Βέβαια ο βασικός παράγοντας της ήττας του ΑΚΡ φαίνεται να ήταν η έντονη δυσφορία της κοινωνίας για την επιδεινούμενη κατάσταση της οικονομίας και η δυσπιστία απέναντι στις επαγγελίες του τούρκου προέδρου.
Βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι ο τούρκος πρόεδρος έχει ήδη αναδειχθεί νικητής στις εκλογές του 2023 και η θέση του δεν απειλείται ως το 2028. Γι αυτό θα πρέπει να δούμε ποια θα είναι τα επόμενα βήματά του και συγκεκριμένα εάν θα προωθήσει το σχέδιό του για μια τροποποίηση του Συντάγματος, κάτι που θα του έδινε τη δυνατότητα να επανεκλεγεί στη θέση του προέδρου.