Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε χθες, Τετάρτη, να εξετάσει το ζήτημα της ποινικής ασυλίας, που επικαλείται ο ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, αναβάλλοντας περαιτέρω τη διεξαγωγή της ομοσπονδιακής δίκης του, που διεξάγεται με την εναντίον του κατηγορία ότι προσπάθησε να ανατρέψει παράνομα το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020.
Αντιμέτωπος με τέσσερις διώξεις ποινικής φύσης, ο μεγιστάνας, το μεγάλο φαβορί στην εσωκομματική διαδικασία των ρεπουμπλικάνων για την ανάδειξη του υποψηφίου τους στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, επιδιώκει, καταθέτοντας διάφορες προσφυγές, να δικαστεί όσο αργότερα γίνεται και σε κάθε περίπωση μετά την εκλογική αναμέτρηση.
Η δίκη του ρεπουμπλικάνου πρώην προέδρου για τις φερόμενες ως παράνομες προσπάθειές του να ανατρέψει τη νίκη του δημοκρατικού αντιπάλου του, Τζο Μπάιντεν, το 2020, κανονικά θα άρχιζε την 4η Μαρτίου.
Η διαδικασία, όμως, ανεστάλη για όσο θα εξετάζεται από τον κορυφαίο θεσμό της αμερικανικής δικαιοσύνης το ζήτημα της ασυλίας, που επικαλείται ο Ντόναλντ Τραμπ.
Ομοσπονδιακό εφετείο απέρριψε την 6η Φεβρουαρίου την επιχειρηματολογία περί ποινικής ασυλίας. Ο Ντόναλντ Τραμπ στράφηκε έτσι στο Ανώτατο Δικαστήριο, για να εξασφαλίσει αναστολή της ισχύος της απόφασης αυτής.
Ο ειδικός εισαγγελέας, Τζακ Σμιθ, ο οποίος χειρίστηκε τον φάκελο, κάλεσε από την πλευρά του το Ανώτατο Δικαστήριο να απορρίψει το συγκεκριμένο αίτημα.
Εισηγήθηκε, επίσης, ο κορυφαίος θεσμός της αμερικανικής δικαιοσύνης να μην ασχοληθεί με το θέμα, αλλά, εάν το κάνει, να επισπεύσει το χρονοδιάγραμμα, ώστε, σε περίπτωση που απορριφθεί οριστικά η ασυλία που λέει πως έχει ο Ντόναλντ Τραμπ, η δίκη του να μπορέσει να διεξαχθεί με όσο το δυνατόν λιγότερη καθυστέρηση.
Με τη χθεσινή απόφασή του, το Ανώτατο Δικαστήριο ικανοποίησε εν μέρει την πλευρά Τραμπ, αφού δεν επέτρεψε η ετυμηγορία του εφετείου να τεθεί σε ισχύ, παρά αφού αποφανθεί το ίδιο.
Προγραμματίζοντας συνεδριάσεις «την εβδομάδα της (σ.σ. Δευτέρας) 22ης Απριλίου», πάντως, το Ανώτατο Δικαστήριο ικανοποίησε το αίτημα του ειδικού εισαγγελέα να επισπευθεί το χρονοδιάγραμμα.
Ωστόσο, οι περισσότεροι νομικοί και πολιτικοί σχολιαστές έκριναν χθες βράδυ πως επρόκειτο για επιτυχία της στρατηγικής των αναβολών, που εφαρμόζει ο Ντόναλντ Τραμπ, μιας και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μειώνει ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες η δίκη του να μπορέσει να γίνει πριν από τις προεδρικές εκλογές, ακόμα κι αν τα εννέα μέλη του απορρίψουν την «απόλυτη ασυλία», για την οποία μιλούν ο ίδιος και οι συνήγοροί του.
Αν εκλεγόταν ξανά στην προεδρία, ο Τραμπ θα ήταν σε θέση, αφού αναλάμβανε καθήκοντα τον Ιανουάριο του 2025, να διατάξει να τερματιστούν οι ομοσπονδιακές ποινικές διώξεις σε βάρος του.
Ο ενδιαφερόμενος εξήρε την απόφαση μέσω του ιστότοπου κοινωνικής δικτύωσης «Truth Social», τονίζοντας πως «χωρίς προεδρική ασυλία, ο πρόεδρος δεν μπορεί να ασκήσει την εξουσία σωστά ή να λάβει αποφάσεις προς το συμφέρον των ΗΠΑ».
Από την άλλη, ο ειδικός εισαγγελέας Σμιθ τόνισε στα γραπτά επιχειρήματά του πόσο μεγάλη «εθνική σημασία» έχει αυτή η ποινική υπόθεση, καθώς ο πρώην πρόεδρος διώκεται, διότι «προσπάθησε να διατηρηθεί στην εξουσία, εμποδίζοντας τον νικητή να αναλάβει τα καθήκοντά του».