Οι Συμφωνίες του Όσλο που είχαν σκοπό να καταλήξουν στην «ειρηνική συνύπαρξη» δύο κρατών, ενός ισραηλινού και ενός παλαιστινιακού, είναι «εντελώς» νεκρές, εκτιμά ένας από τους αρχιτέκτονές τους, ο Νορβηγός Γιαν Έγκελαντ, για τον οποίο η διέξοδος στην τρέχουσα σύγκρουση περνάει μέσα από μια διεθνή ηγεσία, που είναι σήμερα «εξαιρετικά αδύναμη».

Η εικόνα πέρασε στα βιβλία Ιστορίας: στις 13 Σεπτεμβρίου 1993, υπό το βλέμμα του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον, ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιασέρ Αραφάτ και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν σφίγγουν τα χέρια στεκόμενοι στο γκαζόν του Λευκού Οίκου. Είναι η κατάληξη 14 κύκλων μυστικών διαπραγματεύσεων στο Όσλο, στην οργάνωση των οποίων συμμετείχε και ο Έγκελαντ, τότε υφυπουργός στο νορβηγικό υπουργείο Εξωτερικών. Και η αρχή μιας εύθραυστης διαδικασίας: με τις συμφωνίες αυτές το Ισραήλ και η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης αναγνωρίζονται αμοιβαία και εγκαθιδρύουν μεταβατική παλαιστινιακή αυτονομία πέντε ετών, οπότε και θα οριστικοποιούνταν η διευθέτηση θεμάτων-κλειδιά (καθεστώς της Ιερουσαλήμ, εβραϊκοί οικισμοί, η τύχη των προσφύγων…).

Τριάντα χρόνια αργότερα, ενώ το Ισραήλ και το ισλαμιστικό κίνημα Χαμάς, που ελέγχει τη Λωρίδα της Γάζας, αντιπαρατίθενται σε μια νέα πολυαίμακτη σύγκρουση, ο Έγκελαντ απαντά καταφατικά στην ερώτηση αν οι Συμφωνίες του Όσλο είναι νεκρές. «Εντελώς», λέει σε μια συνέντευξη στο Γαλλικό Πρακτορείο (AFP). «Οι Συμφωνίες του Όσλο δεν υφίστανται πλέον ως τέτοιες. Τώρα, θα χρειαστεί μια άλλη συμφωνία, και θα πρέπει να ενορχηστρωθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις αραβικές χώρες».

Καθώς, για τον 66χρονο πρώην διπλωμάτη, επικεφαλής σήμερα της μη κυβερνητικής οργάνωσης Νορβηγικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, η μοναδική λύση που μπορεί να υπάρξει προέρχεται από το εξωτερικό. «Δεν είναι δυνατό για το Ισραήλ και τη Χαμάς να διαπραγματευθούν (μόνοι τους) το μέλλον αυτών των εδαφών. Δεν θα υπάρξει καμία εμπιστοσύνη: το Ισραήλ επιδιώκει να καταστρέψει τη Χαμάς, ενώ η Χαμάς είναι εκεί για να εξαλείψει το Ισραήλ», υπογραμμίζει, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

«Οι ηγέτες των δύο πλευρών δεν είναι καθόλου στο επίπεδο εκείνων της εποχής (των Συμφωνιών του Όσλο). Εκείνοι ήταν ηγέτες με όραμα, ισχυροί, πραγματικοί ηγέτες. Σήμερα, έχουμε λαϊκιστές στα δύο στρατόπεδα, πραγματικά». Στον τοίχο πίσω του, οι φωτογραφίες τον δείχνουν να σφίγγει το χέρι του Γιασέρ Αραφάτ και του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους πατρός.

«Ψευδαισθήσεις»

Η τρέχουσα σύγκρουση ξεκίνησε από τη χωρίς προηγούμενο επίθεση που διενήργησαν στις 7 Οκτωβρίου μαχητές της Χαμάς στο ισραηλινό έδαφος. Σύμφωνα με τους Ισραηλινούς αξιωματούχους, περίπου 1.200 άνθρωποι σκοτώθηκαν, κυρίως άμαχοι, και άλλοι 240 συνελήφθησαν όμηροι. Απαντώντας, το Ισραήλ ξεκίνησε στρατιωτική εκστρατεία προκειμένου να καταστρέψει τη Χαμάς, σκοτώνοντας σχεδόν 15.000 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους αμάχους επίσης εκεί, εκ των οποίων χιλιάδες ήταν παιδιά, σύμφωνα με την κυβέρνηση της Χαμάς.

«Έπειτα από αυτό, θα υπάρξει τόση πίκρα και μίσος από τις δύο πλευρές ώστε θα υπάρχει περισσότερη βία», εκτιμά ο Έγκελαντ. «Είναι μια ψευδαίσθηση για το Ισραήλ να πιστεύει πως μπορεί να εγκαθιδρύσει την ασφάλεια και την ειρήνη με τις βόμβες. Και είναι μια ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς πως σκοτώνοντας μαζικά Ισραηλινούς αμάχους όπως το έχει κάνει (η Χαμάς) και παίρνοντας αμάχους ως ομήρους, μπορεί κάποιος να επιλύσει το πρόβλημα της ύπαρξης του Ισραήλ».

Όμως ούτε η διεθνής κοινότητα στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, λέει ο Νορβηγός. Δείχνει μια «εξαιρετικά αδύναμη» ηγεσία, λέει. «Πού είναι η αμερικανική ηγεσία, (η ηγεσία) της ΕΕ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, για να βοηθήσει πραγματικά να υπάρξει ώθηση προς μια τελική διευθέτηση; Το ίδιο και στην αραβική πλευρά… Είναι σχεδόν πάντα το πρόβλημα: είστε διατεθειμένοι να επικρίνετε τον εχθρό του συμμάχου σας, αλλά δεν είσαστε έτοιμοι να ωθήσετε τον σύμμαχό σας να κάνει συμβιβασμούς».

Για τον Έγκελαντ, είναι σημαντικό να επαναληφθούν οι διαπραγματεύσεις, με τη μεγαλύτερη μυστικότητα. «Αυτοί οι διακριτικοί δίαυλοι επικοινωνίας, αυτές οι εμπιστευτικές διαπραγματεύσεις, παρουσιάζουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα: τα μέρη δεν μιλάνε για να μιλάνε», εκτίμησε. «Δεν έχουν να απαντήσουν σε προκλήσεις ή ενέργειες βίας που έγιναν χθες ή προχθές. Μπορούν πραγματικά να διαπραγματευθούν».