«Ο γίγαντας με τα πήλινα πόδια» είναι ένα χαρακτηριστικό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που κληρονόμησε η Τουρκία στο στρατιωτικό τομέα και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το γνωρίζει πολύ καλά, οπότε εκβιάζει τη Δύση με την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ για να εξοπλίσει τη χώρα του.
Το τουρκικό κράτος με 80 εκατομμύρια πληθυσμό είναι λογικό να διαθέτει μεγάλο στρατό και να έχει εγχώρια στρατιωτική βιομηχανία, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει και η αντίστοιχη ποιότητα. Μετά το πραξικόπημα του 2016 και κυρίως μετά το πρώτο «όχι» των ΗΠΑ για πώληση F-16 το 2019, ο τουρκικός στρατός δεν έχει πρόσβαση σε βασικά οπλικά συστήματα που χρειάζεται για να εκσυγχρονιστεί.
Το πρακτορείο Reuters αναφέρει ότι πριν από χρόνια Σουηδία και Φινλανδία επέβαλαν εμπάργκο στην πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού στην Τουρκία, κυρίως σε ό,τι αφορά τον εξοπλισμό drones.
Στις συμφωνίες που έκανε η Άγκυρα για να άρει το βέτο στο ΝΑΤΟ στις αιτήσεις των Σκανδιναβικών κρατών, υπήρχε ο όρος να σταματήσει το εμπάργκο, ειδικά από τη στιγμή που τα εγχώρια Bayraktar κάνουν πάταγο στην Ουκρανία και υπάρχει αυξημένη ζήτηση, όχι όμως και αντίστοιχη παραγωγή.
Η Φινλανδία επιτρέπει δια της πλαγίας οδού κάποιες πωλήσεις, όμως η Σουηδία δεν έχει αλλάξει ακόμη τη στάση της και φέρεται να μην κάνει καμία κίνηση στο συγκεκριμένο τομέα, με αποτέλεσμα η Τουρκία να καθυστερεί ακόμη την επικύρωση της ένταξης στη βορειοατλαντική συμμαχία.
Η αντιπαλότητα με την Ελλάδα
Εντούτοις, η Τουρκία δεν έχει θέματα μόνο με την Σουηδία, αλλά και με ΗΠΑ και Γερμανία, επειδή δεν πωλούν μαχητικά που είναι απαραίτητα για να εκσυγχρονιστεί η τουρκική αεροπορία. Σύμφωνα με το Bloomberg σε αυτό το θέμα, διαδραματίζει ρόλο και η Ελλάδα μετά την απόκτηση των Rafale.
Ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θεωρείται απίθανος, όμως οι εικονικές αερομαχίες στο Αιγαίο είναι ένα χρήσιμο εργαλείο εκπαίδευσης των πιλότων σε πραγματικές συνθήκες. Η Ελλάδα μέσω των Rafale και των στρατιωτικών δυτικών προγραμμάτων που συμμετέχει, βρίσκεται αρκετά βήματα μπροστά στο τομέα της πολεμικής αεροπορίας, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για την Τουρκία, που διαθέτει παλαιότερα αεροπλάνα και περιορίζεται σε εκπαίδευση στο εσωτερικό της.
Μέχρι το 2019 ήλπιζε να αποκτήσει αμερικανικά F-16 και να ενταχθεί στο πρόγραμμα των F-35, που συμμετέχουν κι άλλες μουσουλμανικές χώρες σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως το Πακιστάν. Όμως, το γεγονός ότι διαθέτει ρωσικούς πυραύλους S-400 και οι στενές επιχειρηματικές σχέσεις με τη Ρωσία αναγκάζουν τις ΗΠΑ να αρνούνται την πώληση, από φόβο ότι η τεχνολογία τους θα καταλήξει σε ρωσικά χέρια.
Έτσι, ο Ερντογάν αναμένεται να πιέσει τον Σολτς στο Βερολίνο για να αποκτήσει τουλάχιστον 40 Eurofighter, ελπίζοντας με αυτό τον τρόπο να πείσει την Ουάσιγκτον ότι δεν αποτελεί απειλή. Εντούτοις, η Γερμανία φέρεται πως θα αρνηθεί κατηγορηματικά, γιατί η Άγκυρα υποστηρίζει τη Χαμάς και κατακρίνει συνέχεια το Ισραήλ, με το Βερολίνο να δεσμεύεται στην εβραϊκή πλευρά για ιστορικούς λόγους. Ταυτόχρονα, οι πρόσφατες αποκαλύψεις, ότι η τουρκική ΜΙΤ χρησιμοποιούσε την τουρκική μειονότητα στη Γερμανία για να επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις, αφήνουν λίγα περιθώρια στον Ερντογάν για παζάρια.
Πλέον, η ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ φέρεται να αποτελεί το τελευταίο διπλωματικό χαρτί του Τούρκου προέδρου για να ασκήσει σχετικές πιέσεις στη Δύση. Εξάλλου, η Τουρκία επίσημα εκπροσωπεί στρατιωτικά τη Δύση στην Ασία μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν -ανέλαβε τη φύλαξη του αεροδρομίου της Καμπούλ-, ενώ οι διπλωματικές σχέσεις με Αφρικανικές χώρες που προσεγγίζει η Ρωσία, κάνουν απαραίτητο τον εκσυγχρονισμό του στρατού της.
Ο Τούρκος πρόεδρος με τις κινήσεις του θεωρεί ότι ικανοποιεί τόσο τους συμμάχους του, όσο και το κράτος του, όμως η Δύση έχει διαφορετική άποψη και φέρεται να προσπαθεί να τον περιορίσει, παρά τις αρμοδιότητες που του έχει αναθέσει.