Νέα κίνητρα για την ανέγερση κατοικιών θα επιδιώξει να δώσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας προκειμένου να αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα στέγασης στη χώρα.
Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, μιλώντας χθες, Κυριακή, σε προεκλογική εκδήλωση στη Νυρεμβέργη, κάλεσε τους δήμους να διαθέσουν περισσότερα οικόπεδα, τονίζοντας ωστόσο ταυτόχρονα ότι «θα πρέπει να διασφαλισθεί και ότι μπορούμε να χτίσουμε πιο φθηνά», σε μια έμμεση αναφορά στην εκτόξευση των τιμών των οικοδομικών υλικών, αλλά και στα υψηλά επιτόκια δανεισμού.
Σύμφωνα με το πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, η κυβέρνηση ετοιμάζει πρόγραμμα χρηματοδότησης για οικογένειες οι οποίες θέλουν να χτίσουν σπίτι σύμφωνα με τα σύγχρονα ενεργειακά πρότυπα ή να αγοράσουν αντίστοιχο διαμέρισμα. Τα φθηνά δάνεια θα δοθούν από την κρατική αναπτυξιακή τράπεζα KfW, ενώ μελλοντικά ο αριθμός των δικαιούχων θα αυξηθεί, με τη σχεδιαζόμενη από την κυβέρνηση αύξηση του ορίου ετήσιου εισοδήματος, από 60.000 ευρώ για τριμελή οικογένεια σε 90.000. Το δάνειο θα φθάνει έως και τις 170.000 ευρώ, κατά 30.000 ευρώ περισσότερο από ό,τι ίσχυε μέχρι τώρα, με το ετήσιο επιτόκιο στο 0,5%.
Η κυβέρνηση, ήδη από την αρχή της θητείας της, είχε θέσει τη δημιουργία νέων κατοικιών ως βασική προτεραιότητά της, κάνοντας λόγο για «προσιτά ενοίκια, δημοκρατική συμμετοχή και ισόβιο δικαίωμα διαμονής». Χαρακτηριστικό πάντως της κατάστασης που επικρατεί στον κλάδο είναι ότι από την έναρξη του προηγούμενου προγράμματος, τον Ιούνιο, μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί μόλις 245 αιτήσεις, καθώς για οικογένειες με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα η κατασκευή κατοικίας με βάση το ενεργειακό πρότυπο ΕΗ40 δεν θεωρείται οικονομικά προσιτή. «Βελτιώνουμε λοιπόν τώρα τους όρους χρηματοδότησης και κάνουμε το υπάρχον πρόγραμμα πιο ελκυστικό», δήλωσε στη ραδιοτηλεόραση Νοτιοδυτικής Γερμανία SWR η υπουργός Δόμησης και Κατοικίας Κλάρα Γκέιβιτς, σχολιάζοντας ότι «σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού είναι καλό να δίνουμε σε περισσότερους πολίτες τη δυνατότητα να χτίσουν».
Κρατικές επιδοτήσεις 50 δισ. ευρώ
Από την πλευρά των κατασκευαστών, το σωματείο Κατασκευών-Γεωργίας-Περιβάλλοντος ζητά κρατικές επιδοτήσεις ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ανέγερση νέων κατοικιών. «Χωρίς τέτοιες προσφορές με χαμηλά επιτόκια, οι μεγάλοι επενδυτές δεν θα ξεκινούσαν νέα έργα», δήλωσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας (ZIA) Αντρέας Μάτνερ και επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πολλών οικονομικών ινστιτούτων, σύντομα στη Γερμανία θα υπάρξει έλλειψη 700.000 διαμερισμάτων, ενώ οι ανάγκες θα αυξάνονται συνεχώς, καθώς φθάνουν στη χώρα όλο και περισσότεροι πρόσφυγες. «Όλο αυτό εξελίσσεται σε ένα τεράστιο χάος», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Μάτνερ, ο οποίος θα λάβει σήμερα μέρος στη σύνοδο που πραγματοποιείται στην Καγκελαρία.
Αντιθέτως, συνάδελφοί του από την κορυφαία ένωση του στεγαστικού κλάδου GDW και της Ένωσης Ιδιοκτητών Haus&Grund, οι οποίες, σύμφωνα με τους δικούς τους υπολογισμούς, εκπροσωπούν το 95% των ακινήτων στη Γερμανία, μποϋκοτάρουν τη συνάντηση, θεωρώντας ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν κάνει όσα πρέπει για να προωθήσει τις κατασκευές και αγνοεί συνειδητά τα προειδοποιητικά μηνύματα των ειδικών. «Η κυβέρνηση απλώς αυξάνει τις απαιτήσεις κατασκευής, ειδικά σχετικά με την προστασία του κλίματος», τονίζει ο επικεφαλής της GDW ‘Αξελ Γκετασένκο και δηλώνει «πολύ ενοχλημένος» για τους νέους κανονισμούς και τους όρους στα συστήματα θέρμανσης. Διευκρινίζει πάντως ότι δεν επιθυμεί να αποχωρήσει από τη συζήτηση, αλλά μόνο να στείλει ένα σαφές μήνυμα προς την κυβέρνηση.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός είχε αρχικά εκπονήσει ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο για την αντιμετώπιση του προβλήματος στέγης, σύμφωνα με το οποίο έως το τέλος τρέχοντος έτους θα έπρεπε να κατασκευαστούν 400.000 νέες κατοικίες. Ο στόχος όμως καθίσταται σταδιακά όλο και λιγότερο ρεαλιστικός, λόγω του αυξημένου κόστους κατασκευής. Η Ένωση Ενοικιαστών από την πλευρά της ζητά να κατασκευαστούν κατά προτεραιότητα οι προβλεπόμενες 100.000 κοινωνικές κατοικίες, με τους ιδιοκτήτες να απαντούν ότι τα χαμηλά ενοίκια δεν μπορούν να καλύψουν το κόστος της κατασκευής και της συντήρησης, το οποίο εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια κατά 22%.