Στα 71 της χρόνια, η Σάρα Γκραντ έβαλε μαγιό και περπάτησε στην πασαρέλα στη διάρκεια της εβδομάδας μόδας της Αυστραλίας.
Φορούσε ένα μαύρο ολόσωμο μαγιό και ένα φλοράλ πουκάμισο, το οποίο ήταν ανοιχτό όταν περπάτησε πριν από λίγο καιρό στην πασαρέλα για το σόου Aqua Blu στο Σίδνεϊ.
«Είναι σπουδαίο για μεγαλύτερες γυναίκες να βλέπουν ένα πιο ώριμο πρόσωπο να φορά ένα ρούχο γιατί τότε μπορούν να ταυτιστούν με αυτό και είναι καλό για τη δουλειά γιατί οι baby boomers είναι μια από τις μεγαλύτερες δημογραφικές ομάδες όσον αφορά την αγορά ρούχων», δήλωνε η Γκραντ στη βρετανική Guardian τον περασμένο Ιούνιο.
«Το να φορέσω μαγιό δεν ήταν πρόβλημα για εμένα γιατί τα 70 είναι τα νέα 50. Είμαστε όλοι πιο υγιείς και ζούμε περισσότερο τώρα και έχεις μόνο ένα σώμα οπότε να είσαι περήφανος γι’ αυτό. Έχει να κάνει με την ενδυνάμωση του εαυτού σου, ανεξαρτήτως σχήματος, μεγέθους ή ηλικίας», τόνισε.
Το 71χρονο μοντέλο μπορεί να ήταν ένα νέο πρόσωπο για την εβδομάδα μόδας της Αυστραλίας, είναι όμως ένας βετεράνος στον χώρο του μόντελινγκ διεθνώς. Η πρώτη της εμφάνιση στην πασαρέλα ήταν για τον Pierre Cardin στη Νέα Ζηλανδία στην ηλικία των 16.
«Τρύπωσα για να δω μια πρόβα για ένα φόρεμα και αποφάσισε ότι με ήθελε στο σόου. Ήμουν πολύ πιο ψηλή από τα άλλα κορίτσια, έτσι έπρεπε να βγάλουν την εφημερίδα που είχαν βάλει μέσα στα παπούτσια», θυμάται.
Η πορεία της από εκείνη τη στιγμή ήταν ανοδική, με ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική, όπου εργάστηκε για σημαντικά ονόματα στον χώρο της μόδας, όπως η Vogue στο Παρίσι, την Ιταλία και το Λονδίνο.
Περπάτησε στις πασαρέλες σε Παρίσι, Μιλάνο και Λονδίνο για τους Valentino, Karl Lagerfeld και Zandra Rhodes προτού επιστρέψει στην Αυστραλία, όπου εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Playboy με μια ηλεκτρική κιθάρα τη δεκαετία του 1970.
«Φορούσα μαύρο παντελόνι και μαύρο δερμάτινο μπουφάν και μου είπαν: “μπορείς να βγάλεις το παντελόνι;”. Είπα “ναι, αλλά θα σας κοστίσει έξτρα το κάθε πόδι”. Και τα πλήρωσαν».
Η Γκραντ λέει ότι η βιομηχανία της μόδας έχει αλλάξει ριζικά από τότε που έκανε την πρώτη της δουλειά. «Δεν υπήρχαν makeup artists και κομμωτές όταν ξεκίνησα: Όλες έπρεπε να κουβαλάμε τεράστια τσάντες με τις περούκες, τα παπούτσια και το μακιγιάζ μας και να το κάνουμε μόνες μας».