Κρατά ζωντανό το στοιχείο του ρομαντισμού στο χώρο της μόδας και της διακόσμησης για έξι δεκαετίες.

Ρούχα, υφάσματα, έπιπλα και αντικείμενα αποτέλεσαν σύμβολα ενός στιλ, που ο οίκος έχει ταυτιστεί μαζί του.

Ο οίκος Laura Ashley κλείνει φέτος 60 χρόνια και αποτελεί ζωντανό παράδειγμα μιας εποχής που το ξεκίνημα που έκαναν οι δημιουργοί μέσα σε ένα μικρό κουζινάκι οδήγησε στη δημιουργία ενός ισχυρού brand name και ενός οίκου που έχει κερδίσει εκατομμυρια καταναλωτών ανά τον κόσμο.

Ήταν το 1953, όταν η Laura και ο Bernard Ashley είχαν την έμπνευση να ξεκινήσουν να τυπώνουν υφάσματα στο τραπέζι της κουζίνας τους.Αφού συμμετείχαν στην έκθεση του Ινστιτούτου Γυναικών στο μουσείο Victoria and Albert για την παραδοσιακή χειροτεχνία, η Laura ήθελε να φτιάξει τα δικά της παπλώματα σε στιλ patchwork αλλά δεν μπορούσε να βρει τα υφάσματα που ήθελε στα καταστήματα. Το νέο ζευγάρι αποφάσισε να προσπαθήσει να δημιουργήσει τα δικά του.

Με επένδυση μόνο 10 λιρών για τα βασικά υλικά και πολλά ταξίδια σε βιβλιοθήκες προκειμένου να μάθουν τα πάντα σχετικά με την εκτύπωση υφασμάτων, έκαναν τις πρώτες προσπάθειές τους.

Η εταιρεία τους καταχωρήθηκε στο μητρώο το 1954 με την επωνυμία Ashley Mountney Ltd, συνδυάζοντας το πατρικό όνομα της Laura και του συζύγου της, αλλά σύντομα αποφασίστηκε ότι η εταιρεία θα έπρεπε να μετονομαστεί σε Laura Ashley.

Οι Ashley παρήγαγαν πρώτα μικρά τετράγωνα υφάσματα με γεωμετρικά σχήματα, τα οποία φανέρωναν τον περιορισμένο χώρο στο μικροσκοπικό διαμέρισμά τους στο Λονδίνο.

Την εποχή εκείνη είχε βγει η ταινία Roman Holiday με την Audrey Hepburn. Οι μαντίλες που φορούσε στο κεφάλι η ηθοποιός δημιούργησαν μόδα για τα κορίτσια στην Ιταλία, κάτι που το ζευγάρι διαπίστωσε και αποτύπωσε όταν πήγε για διακοπές στην Ιταλία το 1952. Συνειδητοποίησαν ότι είχαν τα μέσα και τις δυνατότητες να παράγουν μικρά μαντίλια από μόνοι τους και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, πουλούσαν σημαντικές ποσότητες σε μεγάλα καταστήματα κεντρικών εμπορικών δρόμων.

Το 1955, οι Ashley μετακόμισαν από το Λονδίνο στο Κεντ, προκειμένου να έχουν περισσότερο χώρο για να εκτυπώνουν και να αναπτύξουν την εταιρεία. Το 1958 άνοιξαν ένα εκθεσιακό χώρο στο Λονδίνο, παρουσιάζοντας τις πλούσιες πλέον συλλογές τους, που περιλάμβαναν από μικρά αντικείμενα για το σπίτι μέχρι μεγάλα υφάσματα, τα οποία χρησιμοποίησαν εταιρείες όπως η P&O.

To 1960 ήταν χρονιά ορόσημο για την εταιρεία, όταν η οικογένεια μετακόμισε ξανά στην Ουαλία, όπου η Laura γεννήθηκε και εκεί είχε πολλές χαρούμενες παιδικές αναμνήσεις. Άνοιξαν ένα κατάστημα στο Macchynlleth, πάνω από το οποίο ήταν το σπίτι τους και πουλούσαν μέλι τοπικής παραγωγής, μπαστούνια και τα προϊόντα τους. Στο σημείο αυτό, η Laura συνεργάστηκε με μία μοδίστρα, κάνοντας την είσοδό τους στη μόδα, παράγοντας μπλούζες, πουκάμισα και μπλούζες κηπουρικής.

Το 1967, όλες οι παραγωγικές εγκαταστάσεις μεταφέρθηκαν στον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό του Carno, όπου η εταιρεία έμεινε επί μακρόν και αναπτύχθηκε με την εγκατάσταση μίας μεγάλης μηχανής η οποία μπορούσε να παράγει 5.000 μέτρα υφάσματος την εβδομάδα.

Το 1968 άνοιξε το πρώτο κατάστημα Laura Ashley στο Λονδίνο, στην οδό Pelham του νότιου Κένσινγκτον.

Αρχικά οι πωλήσεις ήταν χαμηλές, αλλά όταν ο Bernard εγκατέστησε 100 διαφημίσεις στο μετρό, ο τζίρος αυξήθηκε κατά 300% μέσα σε 3 ημέρες και κατά 3.000% μέσα στους επόμενους δύο μήνες. Μέχρι το 1970, ο πωλήσεις είχαν φθάσει τις 300 χιλιάδες στερλίνες και άνοιγαν νέα καταστήματα, με αυτό της Fulham Road να πουλά 4.000 φορέματα μόνο μέσα σε μία εβδομάδα.

Αναπτύχθηκαν δραστηριότητες franchising με το άνοιγμα πολυκαταστημάτων στην Αυστραλία, τον Καναδά και την Ιαπωνία το 1971, ενώ νέα καταστήματα άνοιξαν στο Παρίσι και το Σαν Φραντζίσκο το 1974, ενώ παράλληλα συνεχίστηκε το άνοιγμα νέων καταστημάτων στη Βρετανία.

Έως το 1976, η εταιρεία είχε αναπτυχθεί ταχύτερα από ό,τι είχε προβλέψει οποιοσδήποτε. Πάνω από 40 καταστήματα είχαν ανοίξει και ο τζίρος είχε αυξηθεί στα 5 εκατ. στερλίνες ετησίως. Η εταιρεία πλέον απασχολούσε 1.000 εργαζόμενους παγκοσμίως.

Η Laura και ο Bernard μετακόμισαν στη συνέχεια από την Ουαλία στη βόρεια Γαλλία, η οποιά θα ήταν ακόμη μία τεράστια επιρροή για τη Laura και το στιλ των νέων προϊόντων θύμιζε περισσότερο σπίτι στην εξοχή.

Εμπνευσμένη από το νέο της περιβάλλον, η Laura άρχισε να στρέφει την προσοχή της από τη μόδα στα έπιπλα σπιτιού, με τον πρώτο κατάλογο με είδη σπιτιού να κυκλοφορεί το 1981.

Ο ενθουσιασμός που υπήρχε για την εταιρεία απογειώθηκε όταν η δημόσια εγγραφή της Laura Ashley Holdings υπερκαλύφθηκε 34 φορές. O Bernard Ashley έλαβε τον τίτλο του ιππότη στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Σήμερα, ο οίκος έχει πάνω από 200 καταστήματα στη Βρετανία και την Ιρλανδία και μία διαρκώς αναπτυσσόμενη δραστηριότητα franchising σε όλο τον κόσμο, με πάνω από 250 καταστήματα.