Το 1981 ένας βρετανός εφευρέτης με οικολογικές ανησυχίες κατοχύρωσε το λεωφορείο που κινείται με άλογο. Θέλησε με αυτόν τον τρόπο να συνδυάσει τα πλεονεκτήματα ενός σύγχρονου οχήματος με τον ρομαντισμό και τη γοητεία μιας άμαξας.
Σύμφωνα με τον εφευρέτη το άλογο θα κινούνταν πάνω σε έναν ιμάντα όπως στους διαδρόμους των γυμναστηρίων και θα προσέδιδε έτσι κίνηση στους πίσω τροχούς. Ο οδηγός με τη χρήση του τιμονιού, αμπραγιάζ και κουβούκλιου ταχυτήτων, θα κατεύθυνε το όχημα, ενώ οι επιβάτες, καθήμενοι παράλληλα με το άλογο, θα απολάμβαναν μια αναπαυτική, αν και απελπιστικά αργή βόλτα.
Μέσα στον ίδιο χώρο είχε προστεθεί και μια σακούλα πίσω από το άλογο για τη συλλογή των περιττωμάτων του.
Μία βελτιωμένη εκδοχή του λεωφορείου είναι αυτή που συνδύαζε το γκάζι με τη σακούλα τροφής του αλόγου. Συγκεκριμένα, όταν ο οδηγός πατούσε γκάζι, η σακούλα κινείται προς τα εμπρός, μακριά από το κεφάλι του αλόγου, υποκινώντας έτσι να τρέξει πιο γρήγορα για να φτάσει την τροφή του.