Μία δημοσιογράφος αποφασίζει να κάνει μία έρευνα για τα απομακρυσμένα χωριά της Ελλάδας.
Μία μέρα λοιπόν και ενώ βρίσκεται σε ένα ορεινό δρόμο μένει το αυτοκίνητο της. Κοιτάει γύρω της και βλέπει έναν βοσκό, του εξηγεί την κατάσταση και του ζητάει να την σπρώξει, εκείνος την σπρώχνει και το αυτοκίνητο παίρνει μπροστά, αυτή κατεβαίνει αμέσως και δεν ξέρει πως να τον ευχαριστήσει.
– Κάτι μπορείς να κάνεις, λέει ο βοσκός όλο νόημα και της κλείνει το μάτι.
– Μα τι λες; λέει αυτή δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Ο βοσκός επιμένει, αυτή συνεχίζει να αρνείται ώσπου κάποια στιγμή το σκέφτεται πιο ψύχραιμα. «Μόνοι μας είμαστε», λέει από μέσα της, «ο βοσκός είναι παιδαράς, άσε που θα είναι και πιο εμπεριστατωμένη η έρευνά μου».
Οπότε πάνε πίσω από έναν θάμνο, κάνουν τι κάνουν και κάποια στιγμή σηκώνονται.
– Πω πω, λέει η κυρία όλο έκσταση. Πώς το κάνεις έτσι;
– Έλα τώρα, λέει ο βοσκός τινάζοντας τα χώματα από πάνω του, δεν ήταν τίποτα!
– Μα τι λες, λέει η κυρία δεν μου το έχουν κάνει ποτέ έτσι, έλα να σε πάρω μαζί μου στην Αθήνα.
– Δεν έρχομαι, λέει ο βοσκός, δεν μου αρέσει η Αθήνα, εγώ την έχω καταβρεί εδώ στη φύση με τα προβατάκια μου.
– Μα τι λες, λέει η κυρία, τώρα που σε βρήκα δεν σε αφήνω.
– Κοίτα να δεις, λέει ο βοσκός, αν θέλεις πάρε το αδελφό μου. Αυτουνού του αρέσει η Αθήνα.
– Τον αδελφό σου; Και δεν μου λες, ο αδελφός σου το κάνει όπως και εσύ;
– Δεν ξέρω αν το κάνει όπως και εγώ, λέει ο βοσκός, πάντως πέρυσι πήδηξε μία αρκούδα και ακόμη μας φέρνει μέλι!