Ο μικρός Κωστάκης βλέπει το αυτοκίνητο του μπαμπά του να περνάει απ’ το πάρκο της παιδικής χαράς και να πηγαίνει προς το δάσος. Περίεργο το σκασμένο, ακολουθεί το αμάξι και το συναντάει κάποια στιγμή παρκαρισμένο. Εκτός απ’ τ’ αμάξι όμως βλέπει και το μπαμπά ν’ αγκαλιάζει τη Θεία Καίτη και να τη φιλάει και να της βγάζει την φούστα, μπλούζα και…
Ξετρελαίνεται απ’ τον ενθουσιασμό και τρέχει, τρέχει, τρέχει, πάει στο σπίτι και λέει στη μαμά του:
-ΜΑΜΑ, ΜΑΜΑ, ΜΑΜΑ… ΗΜΟΥΝ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΚΑΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ…
Η μαμά του λέει να ηρεμήσει και να της πει την ιστορία.
– Ήμουν στο πάρκο και ο μπαμπάς και η θεία Καίτη πέρασαν με το αυτοκίνητο του μπαμπά. Τους ακολούθησα και τους είδα στο δάσος. Ο μπαμπάς έδινε στη Θεία Καίτη ένα μεγάλο φιλί και μετά την βοήθησε να βγάλει τη φούστα της. Μετά η Θεία Καίτη τον βοήθησε να βγάλει το παντελόνι του. Μετά η θεία Καίτη ξάπλωσε στη θέση του συνοδηγού και ο μπαμπάς…
– Α, Κωστάκη, είπε η μαμά, αυτή είναι μια πολύ ωραία ιστορία. Να μας την πεις το βράδυ που θα είμαστε όλοι μαζί στο τραπέζι. Θέλω να δω το ύφος του μπαμπά όταν την ακούσει…
Το βράδυ στο τραπέζι η μαμά ζητάει απ’ τον μικρό Κωστάκη να πει την ιστορία του. Ο μικρός αρχίζει να λέει. Περιγράφει το αυτοκίνητο στο δάσος, το ξεντύσιμο, το ξάπλωμα στη θέση του συνοδηγού και…
– Και μετά ο μπαμπάς και η θεία Καίτη έκαναν το ίδιο πράγμα που έκανε η μαμά με το θείο Γιώργο τότε που ο μπαμπάς ήταν ταξίδι…!