«Οι μεγάλοι έρωτες δε φοράνε νυφικό» είναι ο τίτλος του βιβλίου της Μήτση Βαλάκα και μάλλον ταιριάζει στην περίπτωση του αγαπημένου ζευγαριού του ελληνικού κινηματογράφου. Η Ίλυα Λιβυκού και ο Βασίλης Λογοθετίδης έζησαν έναν μεγάλο έρωτα, από εκείνους που ξεπηδάνε από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος ή τους βλέπεις στον κινηματογράφο.
Και ο έρωτας των δύο σπουδαίων αυτών ηθοποιών, του «αταίριαστου ζευγαριού» όπως συνήθιζαν να έλεγαν για εκείνους, είχε όλα αυτά τα μυθιστορηματικά στοιχεία. Και παρόλο που είχε όλες τις περγαμηνές για το «κι έζησαν αυτοί καλά…», τελικά αυτός ο έρωτας έμελλε να μη… φορέσει νυφικό. Ίσως, έτσι να το θέλησε και η μοίρα, μήπως και χανόταν η μαγεία που γεννήθηκε από την πρώτη στιγμή της συνάντησης τους.
Η πρώτη γνωριμία
Ήταν το 1948, όταν η Ίλυα Λιβυκού προσλαμβάνεται από τον θίασο Κατερίνας-Λογοθετίδη για να παίξει στο έργο των Ψαθά -Ρούσσου «Δε θυμάμαι τίποτα». Και μόνο προφητικός δεν αποδείχθηκε ο τίτλος της παράστασης για αυτούς τους δύο, αφού η συνάντηση αυτή έμελλε να ήταν μοιραία για τις ζωές τους.
Η πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που την έκαναν να μην περνά απαρατήρητη όπου στεκόταν. Φινετσάτη, πανέμορφη και χυμώδης, η νεαρή Κρητικοπούλα με το αθλητικό παράστημα (μικρή είχε ασχοληθεί με τον ακοντισμό) τράβηξε αμέσως την προσοχή του σπουδαίου ηθοποιού. Αλλά κι εκείνη, όμως, γοητεύτηκε από τον Λογοθετίδη, παρά το αταίριαστο του χαρακτήρα τους.
Άλλωστε, ο έρωτας δεν λογά από χαρακτήρες, ομοιότητες, κοινωνικά στρώματα, ηλικίες. Κι έτσι, η πληθωρική Ίλυα στο πρόσωπο του «πρίγκιπα της κωμωδίας» βρίσκει τον μεγάλο έρωτα, τον δάσκαλο, τον μέντορα, τον συμπρωταγωνιστή, τον σύντροφο, τον συνοδοιπόρο της ζωής. Μίας ζωής που τα είχε όλα και που οι δυο τους φρόντισαν να την προστατεύσουν όσο μπορούσαν. Αν και αυτό έμοιαζε αδύνατο.
Μαζί στο πανί, στη σκηνή και στη ζωή
Η πρώτη τους συνάντηση, λοιπόν, στάθηκε μοιραία για τις ζωές τους και μία ευτυχής συγκυρία για το ελληνικό θέατρο και κινηματογράφο, αφού Λογοθετίδης και Λιβυκού αποτέλεσαν ένα από τα «χρυσά» καλλιτεχνικά ζευγάρια.
Ο σπουδαίος ηθοποιός αναγνώρισε σε εκείνη το υποκριτικό της ταλέντο κι αμέσως η χημεία τους έδεσε κι επαγγελματικά, αποτελώντας ένα από τα πιο πετυχημένα δίδυμα. Από τις 12 ταινίες που γύρισε ο Λογοθετίδης, στις εννιά είχε δίπλα του Λιβυκού. Το ίδιο και στο θέατρο. Ήταν αχώριστοι.
Μάλιστα, όπως έλεγαν τα θεατρικά πηγαδάκια της εποχής, η Λιβυκού ήταν εκείνη που τον παρακίνησε να σχηματίσει τον δικό του θίασο. Και αν αυτό ισχύει και πράγματι είχε αυτή την επιρροή πάνω του, σε αυτό που δεν τα κατάφερε, ήταν να βγάλει τον μεγάλο ηθοποιό από τη μοναχικότητα που έμοιαζε να ήταν για εκείνον η δεύτερη φύση του.
Εξάλλου, όπως έλεγαν τότε, ο μεγάλος αυτός έρωτας προσέκρουε πάντα σε αυτή τη μοναχικότητα του Λογοθετίδη, που δεν κατάφερε η αγάπη να την κάνε θρύψαλα. Αν και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, έτσι και με το αγαπημένο ζευγάρι, υπάρχουν πολλές εκδοχές για το λόγο που η σχέση τους δεν κατέληξε σε γάμο.
Ας πούμε, μία εκδοχή που ακουγόταν ήταν ο πρώτος γάμος της Λιβυκού, η οποία παντρεύτηκε όταν τελείωσε το Γυμνάσιο στην Κρήτη (από τον γάμο της με τον δικηγόρο Αγησίλαο Κοζύρη απέκτησε τρία παιδιά) και χώρισε νωρίς και δεν ήθελε να παντρευτεί ξανά.
Την αλήθεια την γνώριζαν οι δυο τους και την κρατούσαν σαν το δικό τους μικρό μυστικό, αφού επισήμως ποτέ δεν παραδέχτηκαν τη σχέση τους. Πάντως, όποια και αν είναι αυτή η αλήθεια, το σίγουρο είναι ότι Λογοθετίδης και Λιβυκού ερωτεύτηκαν παράφορα, συμπλήρωναν ιδανικά ο ένας τον άλλον και στο τέλος τους χώρισε μόνο ο θάνατος του. Ένας θάνατος που βρήκε εκείνον μόνο του κι εκείνη μπροστά σε ακόμη μία μεγάλη αλλαγή πλεύσης στη ζωή της.
Ο μοναχικός Βασίλης Λογοθετίδης
«Η ώρα της πικρής μοναξιάς κάνει πιο ανθρώπινη την άλλη ώρα, εκείνη του γέλιου» είχε γράψει σε κείμενο του ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος για τον Λογοθετίδη. Και πόση αλήθεια κρύβουν τα λόγια αυτά, όχι μόνο για την περίπτωση του σπουδαίου ηθοποιού, αλλά και για κάθε μοναχικό άνθρωπο.
Η αλήθεια είναι ότι ο Λογοθετίδης όσο πληθωρικός ήταν στη σκηνή ή στο πανί, τόσο «σιωπηλός» ήταν στην πραγματική του ζωή. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά, μιλούσαν για έναν άνθρωπο που δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός και απέφευγε τις κοσμικές εκδηλώσεις, προτιμώντας τις μοναχικές στιγμές. Και έτσι κατά βάση μοναχικός ήταν ακόμη και στη διάρκεια της σχέσης του με τη Λιβυκού.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε μόνος στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο, ενώ αντιμετώπιζε προβλήματα με την καρδιά του. Το θέατρο ήταν η ζωή του, εκεί μεταμορφωνόταν και με αυτό (αλλά και μέσα από τις ταινίες του) έδινε πραγματική χαρά στον κόσμο. Κι εκεί, πάνω στο σανίδι ήθελε να πεθάνει.
Αλλά, ο θάνατος τον πρόλαβε ενώ ετοιμαζόταν να φύγει για το θέατρο. Πέθανε στο σπίτι του στις 20 Φεβρουαρίου του 1960, βυθίζοντας στο πένθος έναν ολόκληρο λαό που έχασε τον άνθρωπο «που ένιωσε το λαό κι έπαιξε για το λαό», όπως πάλι είχε γράψει για εκείνον ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος.
Η ζωή μετά τον Λογοθετίδη
Ο θάνατος του βύθισε στο πένθος και την Ίλυα Λιβυκού, η οποία κλήθηκε να αποχαιρετήσει το ταίρι της στο θέατρο, στο πανί και στη ζωή. Έχασε το μέντορα της, το στήριγμά της. Έπρεπε να προχωρήσει μόνη. Και μέσα στον πόνο της απώλειας έπρεπε να αποδείξει πως δεν ήταν απλά το ταίρι του Λογοθετίδη, αλλά είχε και η ίδια τη δική της καλλιτεχνική υπόσταση.
Ο σπουδαίος ηθοποιός την είχε δει από την πρώτη στιγμή της συνάντησης τους, τώρα θα την έβλεπαν και όσοι κακοπροαίρετοι δεν πίστευαν σε εκείνη. Για τη Λιβυκού δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έφερνε τούμπα τη ζωή της. Το είχε κάνει και μικρότερη, όταν κυνήγησε το όνειρό της για το θέατρο και όταν αποφάσισε να χωρίσει με τρία μικρά παιδιά.
Μόνο που αυτή η «τούμπα» είχε να κάνει με την καριέρα της. Αφού πήρε τον χρόνο της, να πενθήσει τον αγαπημένο της, αλλά και να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, επέστρεψε στα καλλιτεχνικά δρώμενα εντελώς αλλαγμένη. Και όπως έλεγαν τότε, πιο ώριμη καλλιτεχνικά από ποτέ.
Η μετά Λογοθετίδη καριέρα της ήταν μία στροφή κυρίως προς το δράμα και η νέα καλλιτεχνική της πορεία εκτιμήθηκε περισσότερο από τους κριτικούς. Κράτησε χαμηλούς τόνους στη ζωή της και απασχολούσε μόνο με την καριέρα της, την οποία εγκατέλειψε το 1986, όταν έχασε την κόρη της Εύα από καρκίνο.
Την απώλεια αυτή δεν την ξεπέρασε ποτέ. Ήταν ένα χτύπημα της μοίρας που δε μπορούσε να το διαχειριστεί. Έτσι, αποτραβήχτηκε από τα φώτα της δημοσιότητας προτιμώντας την μοναξιά. Έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2002, μετά από σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Και κάπως έτσι, έπεσε η αυλαία ενός μεγάλου έρωτα, που «δεν φόρεσε νυφικό», αλλά και δεν τον παραδέχτηκε κανείς.