Από μικρός έλεγα ότι κάποτε στη ζωή μου θα ήθελα να κάνω ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο. Να δω πώς είναι αυτή η αίσθηση του να πέφτεις με ταχύτητα στο απέραντο κενό, παραδομένος στην αδρεναλίνη και στην ανίκητη δύναμη της βαρύτητας που με τραβάει πίσω στο έδαφος με ορμή. Να νιώσω αυτό το μεθυστικό ανάμικτο συναίσθημα του φόβου και της ευτυχίας.
Όλα αυτά έμειναν στα λόγια, και ελεύθερη πτώση δεν έχω κάνει ποτέ, ούτε μπάντζι τζάμπινγκ. Βασικά, το πιο κοντινό που έχω κάνει σε extreme sports είναι που ανέβηκα και κατέβηκα όλα τα σκαλοπάτια στο Παλαμήδι. Όμως αυτό το συναίσθημα της ελεύθερης πτώσης είναι σαν να το έχω ζήσει, όταν έκανα κάτι εξίσου ριψοκίνδυνο: όταν έφυγα από το πατρικό μου για να μείνω μόνος.
Ο παραλληλισμός μπορεί να φαίνεται αδόκιμος, αλλά αν το σκεφτείς, είναι το ίδιο πράγμα. Εγκαταλείπεις την ασφάλειά σου, τη «φωλιά» στην οποία μεγάλωσες, και κάνεις μια βουτιά στο κενό. Κι αν στην ελεύθερη πτώση το μεγάλο άγχος σου είναι αν θα ανοίξει το αλεξίπτωτο ή θα καταλήξεις να σκάσεις στο έδαφος και να γίνεις κομματάκια, όταν ανοίγεις δικό σου σπίτι δεν είναι καν σίγουρο ότι θα έχεις από πίσω σου ένα αλεξίπτωτο να σε σώσει, και το μόνο στο οποίο ελπίζεις είναι, όπως τα καρτούν, να πέσεις πάνω σε μία στοίβα από άχυρα ή ακόμα καλύτερα σε μία στοίβα από μαλακά μαξιλάρια, μήπως και καταφέρεις να επιβιώσεις.
Τραβάτε με κι ας κλαίω
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχα ιδιαίτερο λόγο να φύγω από το πατρικό μου. Μια χαρά τα περνούσα. Είχα το δωμάτιό μου, το γεμάτο μου ψυγείο, την προσωπική μου καμαριέρα (λέγε με μαμά), την ησυχία μου. Κανείς δε μου έβαλε ποτέ χέρι που γύρισα σπίτι στις 3 τα ξημερώματα, κανείς δε μου είπε να πληρώνω για το ρεύμα και για το νερό που χαλούσα. Γι’ αυτό και δε βιάστηκα ιδιαίτερα. Ακολουθώντας το ελληνικό οικογενειακό πρότυπο, που θέλει τα παιδιά να μένουν στο πατρικό τους μέχρι να αρχίσουν να τους πέφτουν τα μαλλιά και τα δόντια, έμεινα εκεί μέχρι σχεδόν τα 30 μου – όχι σαν εκείνους τους απολίτιστους τους ξένους που τη μέρα που το παιδί τους κλείσει τα 18 του δίνουν μια βαλίτσα, το διαολοστέλνουν και μετά καλούν όλη τη γειτονιά σε ένα ξέφρενο γλέντι μέχρι πρωίας.
Φυσικά, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικά. Για λίγα μόρια θα μπορούσα, ας πούμε, στις Πανελλαδικές να μην έχω μπει σε σχολή της Αθήνας, αλλά της Θεσσαλονίκης, και τότε θα αναγκαζόμουν πολύ νωρίτερα τη γλύκα (και τις πίκρες) του να μένεις μόνος. Αλλά όχι. Πέρασα στην Αθήνα, και ποιος ο λόγος να πάω να μείνω σε φοιτητικό σπίτι, όταν με το μετρό σε δέκα λεπτά ήμουν από το πατρικό μου στη σχολή μου; Ασύμφορο.
Ακολούθησαν κάποια χρόνια στην ανεργία. Εκεί και να ήθελα, δεν θα μπορούσα προφανώς να πάω να μείνω σε δικό μου σπίτι, χωρίς εισόδημα και χωρίς στον ήλιο μοίρα. Οπότε αυτό που άλλα παιδιά το κάνουν (θέλοντας και μη) από τα 18 τους, εγώ το ανέβαλλα όσο γινόταν. Όμως όσο και να αναβάλλεις το αναπόφευκτο, κάποια στιγμή θα γίνει. Και όταν γίνει, καλύτερα να το θέλεις εσύ, παρά να αναγκαστείς εκ των συνθηκών να το κάνεις.
Το πρώτο σοκ
Έχοντας πια μία σταθερή δουλειά, στα 29 μου χρόνια αποφάσισα ότι έπρεπε να ανοίξω τα δικά μου φτερά και να πετάξω μακριά από τη φωλιά, να χτίσω τη δική μου φωλιά, κλαδάκι-κλαδάκι. Εντάξει, ψέματα. Έτοιμη τη βρήκα τη νέα φωλιά. Σε ένα διαμέρισμα που είχε μείνει άδειο από την οικογένεια της συντρόφου μου. Εκεί βρήκαμε την ευκαιρία και τρυπώσαμε. Το σπίτι είχε τα βασικά: κρεβάτι, ψυγείο, φούρνο, καναπέ, τραπεζαρία, φωτιστικά. Δεν ήταν ακριβώς το σπίτι των ονείρων μου, αλλά έκανε τη δουλειά του. Και το σημαντικότερο; Δε χρειαζόταν να πληρώνουμε ενοίκιο, παρά μόνο τα έξοδα του σπιτιού.
Αυτό ακουγόταν πολύ ελκυστικό, γιατί δεν είχα σαφή εικόνα για το πόσα έξοδα έχει ένα σπίτι. Και όταν οι λογαριασμοί άρχισαν να έρχονται ο ένας μετά τον άλλο -ρεύμα, νερό, τηλέφωνο, κοινόχρηστα, ΕΝΦΙΑ, βλάβες, βαψίματα- ήρθε το πρώτο σοκ. Βάζοντας κάτω τα έσοδα και τα έξοδα, διαπίστωσα ότι το ταμείον ήταν τόσο μείον, που και το ΔΝΤ να ερχόταν για να με σώσει θα σήκωνε τα χέρια ψηλά. Η κατάσταση απλώς δεν έβγαινε, κι αν έβαζα και τις ασφαλιστικές εισφορές (ως ελεύθερος επαγγελματίας τότε), μιλάμε για ένα πραγματικό ναυάγιο.
Εκεί αναγκαστικά άνοιξε το «αλεξίπτωτο». Με βοήθεια από τους γονείς σώσαμε την κατάσταση, πληρώσαμε τα πάντα (εντάξει, σχεδόν τα πάντα, ο ΟΑΕΕ με κυνηγάει ακόμα) και ξεκινήσαμε από την αρχή, αυτή τη φορά με σκληρό μνημόνιο που περιελάμβανε περικοπές δαπανών και υψηλούς στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα, οι οποίοι δεν επετεύχθησαν ποτέ. Γιατί το πρωτογενές πλεόνασμα είναι εύκολο αν είσαι το Δημόσιο και οι πιστωτές σου είναι οι κακομοίρηδες που περιμένουν επ’ άπειρον μία επιστροφή φόρου, αλλά δύσκολο αν είσαι ο κακομοίρης που πρέπει να πληρώσει ΤΩΡΑ όλες του τις υποχρεώσεις, αλλιώς μαύρο φίδι που τον έφαγε.
Ουσιαστικά, από εκείνο το πρώτο σοκ και μετά βρισκόμαστε σε πλήρη ισορροπία. Όσα βγάζουμε, τόσα ξοδεύουμε. Για αποταμίευση φυσικά ούτε λόγος. Δεν περισσεύει ούτε σεντ. Κουλτούρα αποταμίευσης υπάρχει, απλά δεν υπάρχει τίποτα για να αποταμιεύσω. Όμως τουλάχιστον δεν υπάρχουν χρέη (τουλάχιστον εκτός ρύθμισης). Και νομίζω ότι στην Ελλάδα του 2018 αυτό είναι ένα κάποιο επίτευγμα.
Ζωή σε τέσσερις τοίχους
Νομίζω ότι το πιο δύσκολο κομμάτι όταν μετακομίζεις σε δικό σου σπίτι δεν είναι στο ξεκίνημα. Τον πρώτο καιρό έχεις έναν ενθουσιασμό, σκέφτεσαι «τα κατάφερα, επιτέλους είμαι ανεξάρτητος, μπορεί να πρέπει να τρώω κονσέρβες την τελευταία εβδομάδα του μήνα επειδή δε φτάνουν τα λεφτά, μπορεί να κυκλοφορώ με τα κουρέλια που φόραγα στο Λύκειο επειδή δεν μπορώ να ανανεώσω την γκαρνταρόμπα μου, μπορεί να παγώνω το χειμώνα επειδή η διαχειρίστρια ανάβει το καλοριφέρ μόνο Κυριακές και αργίες, αλλά έχω την αξιοπρέπειά μου, είμαι ανεξάρτητος».
Όταν έχεις αυτόν τον ενθουσιασμό, δε σε νοιάζει και πολύ αν θα κοιμηθείς σε κρεβάτι ή στο πάτωμα, ή αν ο τοίχος του σαλονιού θα ξεφλουδίζει. Μετά από λίγους μήνες, όμως, ο ενθουσιασμός περνάει. Και τότε αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια τα «θέλω». «Θέλω» να αγοράσω καινούργιο κρεβάτι. «Θέλω» να βάψω τους τοίχους. «Θέλω» καινούργια ρούχα. «Θέλω» βόλτες. «Θέλω» να διασκεδάσω. «Θέλω» να ζήσω.
Και κάπου εκεί είναι που έρχεται η ζωή και με ύφος αυστηρής δασκάλας που μιλάει σε κακομαθημένο παιδί σου πετάει ένα χαστούκι και σου φωνάζει: «ΘΕΛΕ». Γιατί αυτό που έχεις επιλέξει, χωρίς να το έχεις καταλάβει καλά-καλά, δεν είναι ζωή, αλλά επιβίωση. Απλά τον πρώτο καιρό μοιάζει για ζωή, πριν χάσει τη λάμψη του.
Και κάπως έτσι το σούπερ μάρκετ, από εκεί που ήταν διασκεδαστικό, γίνεται εφιάλτης. Γιατί δεν το πληρώνει πια ο μπαμπάς, αλλά πρέπει να το πληρώσεις μόνος σου. Τα Σαββατόβραδα γίνονται βαρετά μπροστά από μία τηλεόραση, γιατί λεφτά για ποτάρες δεν υπάρχουν. Καλωσήρθες στη ζώνη του λυκόφωτος.
Μια αχτίδα φωτός
Εντάξει, ίσως τα λέω πολύ δραματικά, αλλά είναι γεγονός ότι ο μοναδικός εύκολος τρόπος να ανοίξεις σπίτι σήμερα είναι με έναν γερό λοστό. Οι άλλοι τρόποι είναι δύσκολοι. Αδύνατοι, θα έλεγα, αν δεν έχεις τη βοήθεια των δικών σου ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο που στα χρόνια της κρίσης τόσοι άνθρωποι εμφανίζουν ψυχολογικά προβλήματα και κάποιοι φτάνουν ακόμα και στην αυτοκτονία. Είναι πραγματικά απελπιστικό να δουλεύεις όλη μέρα, να παίρνεις έναν μισθό που δεν ανταποκρίνεται στις ικανότητες και τις σπουδές σου, και με το που μπαίνει στο σπίτι αυτός ο μισθός να εξαφανίζεται σε υποχρεώσεις.
Κάποια στιγμή αναρωτιέσαι αν έχει νόημα να ζεις απλά για να πληρώνεις υποχρεώσεις, χωρίς να μπορείς καν να καλύψεις τις δικές σου ανάγκες. Εκεί είναι που χρειάζεσαι δικούς σου ανθρώπους να σε στηρίξουν, να σου δείξουν πως τα πράγματα δεν είναι τόσο μαύρα, πως υπάρχει μια αχτίδα φωτός, πως όλα θα πάνε καλύτερα, πως το μέλλον μας επιφυλάσσει κάτι καλύτερο. Δε χρειάζεται να τους πιστέψεις. Αρκεί να το ακούς.
Σιγά-σιγά, και με λίγη τύχη, η κατάσταση σταθεροποιείται. Πάντα υπάρχει φυσικά ο κίνδυνος για κάτι απροσδόκητο: να χάσεις τη δουλειά σου ή να προκύψει κάποια τεράστια ζημιά που δεν μπορείς να διορθώσεις. Αλλά ξέρεις κάτι; Το να γυρίσεις πίσω στο πατρικό σου σε μια τέτοια περίπτωση είναι ήττα. Το να παλεύεις κάθε μέρα με νύχια και με δόντια για να κρατήσεις ένα σπίτι είναι μία μικρή, καθημερινή νίκη. Και προτιμώ μια νίκη που θα με βρει σκισμένο και ματωμένο, παρά μία ήττα που θα με κρατήσει προστατευμένο σε ένα δίχτυ ασφαλείας.