Είναι μερικές φορές που η ζωή λες και σου κλείνει το μάτι κοροϊδευτικά. Λες και θέλει να σε χλευάσει, για κάποια απόφαση που πήρες, να σε «πειράξει» που δεν την πήρες νωρίτερα. Και να σου διδάξει με τον πιο καταλυτικό -και τον πιο επώδυνο- τρόπο πως ο χρόνος που πέρασε είναι χρόνος που δεν γυρίζει πίσω. Κι αν τον έχασες, πρόβλημά σου.
Είναι μερικές φορές που στη ζωή συμβαίνουν πράγματα εντελώς αφύσικα. Πράγματα που δεν είσαι προετοιμασμένος να σου συμβούν, άγρια. Αλλά, τι φοβερό, μέσα στη σοκαριστικά σκληρή φύση του, ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος λες να προχωρά ακόμα κι έτσι, κουβαλώντας τις αγιάτρευτες πληγές του. Κι ενίοτε να ξορκίζει τον αβάσταχτο πόνο του με το να τον μοιράζεται με τους άλλους. Να τον κάνει ένα ακόμα λιθαράκι στο περίπλοκο αλλά ολότελα ανθρώπινο υφάδι, που συνθέτει την ύπαρξή του.
Αυτό ακριβώς συνέβη και στον διάσημο μουσικό Έρικ Κλάπτον, ο οποίος αναμετρήθηκε με μία από τις πιο αφύσικες, άγριες και ισοπεδωτικές απώλειες που μπορεί να επιφυλάσσει η ζωή σε έναν άνθρωπο: Την απώλεια του ίδιου του του παιδιού.
Όταν συνάντησε για πρώτη φορά τη μετέπειτα μητέρα του παιδιού του, το μακρινό 1985, στο Μιλάνο, εκείνη δεν τον αναγνώρισε. Η νεαρή Ιταλίδα Λόρι Ντελ Σάντο είχε φύγει από το χωριό της έξω από τη Βερόνα, διεκδικώντας καριέρα στον χώρο της τηλεόρασης και του μόντελινγκ. «Δεν ήθελα να εμπλακώ με έναν διάσημο, που ενδιαφερόταν για περιπέτειες της μιας βραδιάς, και να μην τον ξαναδώ ποτέ» αφηγείται η ίδια. «Αναζητούσα μία σοβαρή σχέση με έναν άνδρα με τον οποίο θα μπορούσα να κάνω ένα παιδί. Στην αρχή κρατούσα τις αποστάσεις μου, αλλά ο Έρικ επέμενε τόσο που με έκανε να νιώσω αυτοπεποίθηση για όσα συνέβαιναν κι έτσι γίναμε ζευγάρι. Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνό μου και μου είπε “Είμαι στην πόλη”. “Ποια πόλη;”,τον ρώτησα, “Μιλάνο”, μου απάντησε. Όταν τον ρώτησα γιατί, μου είπε “επειδή σ’ αγαπώ”».
Ήταν η εποχή που ο Κλάπτον χώριζε από την Patti Boyd, τη γυναίκα που είχε «κλέψει» από τον Τζορτζ Χάρισον των Beatles και με την οποία είχε εννέα χρόνια σχέση, παρά τις παράλληλες «περιπέτειές του». Ήταν μία πολύ δύσκολη εποχή για εκείνον, και όσο η Λόρι τον γνώριζε καλύτερα, έβλεπε τη σκοτεινή πλευρά της προσωπικότητάς του, καθώς ανάρρωνε και από τον εθισμό του στην ηρωίνη. Δεν τον είδε ποτέ να κάνει χρήση ναρκωτικών αλλά άρχισε να συνειδητοποιεί πως ήταν αλκοολικός.
«Η λύση που έβρισκε ήταν να φεύγει για έναν μήνα, κατά διαστήματα, προσπαθώντας να σταματήσει το ποτό, και να επιστρέφει πίνοντας μόνο νερό. Τότε όλα ήταν καλά, μέχρι οι κακές στιγμές να επιστρέψουν και να αρχίσει πάλι να πίνει. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να είμαι το καλό παράδειγμα, να προσπαθώ να τον βοηθήσω να βοηθήσει τον εαυτό του. Μου ζήτησε να πηγαίνω μαζί τους στις συναντήσεις των Ανώνυμων Αλκοολικών, τον βοηθούσα με τη σιωπή μου, με το να του μιλάω όποτε ήθελε, να κάνω πράγματα όταν εκείνος ήθελε. Οι σιωπές ήταν το πιο δύσκολο από όλα, χρειαζόταν απόλυτη ησυχία, να ζει σε ένα μέρος χωρίς κανένα θόρυβο. Δεν τον άκουσα ποτέ να παίζει κιθάρα ή να τραγουδά στο σπίτι, εκτός από μία φορά που μου τηλεφώνησε για να μου τραγουδήσει το Happy Birthday. Περνούσε περιόδους σιωπής, ημέρες, ακόμα κι εβδομάδες. Και μετά μου έλεγε κάτι πολύ όμορφο κι επανόρθωνε για όλες τις σιωπές».
Η συζήτηση για την απόκτηση παιδιού έγινε αρκετούς μήνες μετά τη γνωριμία τους. Όπως λέει η Λόρι, το ότι δεν έκαναν ένα παιδί με την Patti ήταν ένας από τους λόγους που διαλύθηκε ο γάμος τους. Οπότε, όταν μια μέρα ο Κλάπτον τη ρώτησε πώς το έβλεπε, ήταν ενθουσιασμένη. «Είπα πως ήθελα ένα μωρό. Μου είπε “κι εγώ”. “Αλήθεια;” τον ρώτησα, δεν το πίστευα. Κι εκείνος είπε “το εννοείς; Γιατί αν το λες σοβαρά, ας το κάνουμε”».
Πήραν την απόφαση να κάνουν οικογένεια τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο η Λόρι ήταν έγκυος. «Ήμουν τόσο χαρούμενη, δεν μπορούσα να το πιστέψω, αλλά ο Έρικ δεν χάρηκε καθόλου και ξαναχάθηκε στη σκοτεινή του διάθεση, όταν του το είπα» περιγράφει. «Για εκείνον ήταν δύσκολο, αντιπαθεί τις αλλαγές και θέλει να έχει μια απλή και οργανωμένη ζωή. Θέλει να ξέρει το πρόγραμμά του, και το μωρό τον έβγαλε εντελώς εκτός γραμμής. Ήξερα όμως πως το ήθελε πάρα πολύ».
Ο Έρικ Κλάπτον χρειάστηκε έξι μήνες για να προσαρμοστεί στην ιδέα πως θα γινόταν πατέρας. Για τη Λόρι ήταν όλα πολύ δύσκολα, οπότε αποφάσισε να εξαφανιστεί. Δεν είχε καν σκοπό να του τηλεφωνήσει όταν γύρισε στην Ιταλία, δεν ήθελε τίποτα από εκείνον. Όταν το μωρό γεννήθηκε, τον Αύγουστο του 1986, ο Κλάπτον έφυγε διακοπές αλλά όταν επέστρεψε άρχισαν να ζουν και οι τρεις μαζί, σαν οικογένεια.
«Όταν γεννήθηκε έπινα κι ήταν εκείνος ο κύριος λόγος για τον οποίο επέστρεψα στη θεραπεία, επειδή πραγματικά το αγαπώ αυτό το αγόρι» είχε πει ο Κλάπτον στην εκπομπή 60 minutes.
Γρήγορα ωστόσο φάνηκε πως δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με το μωρό και κυρίως με την ιδέα πως οι δικές του ανάγκες έρχονταν πρώτες. Καταρχήν δεν υπήρχε πια η πολυπόθητη ησυχία. Καθώς ο Κόνορ μεγάλωνε, ο Έρικ δεν άντεχε την ακαταστασία που προκαλούσε. «Δεν έπαιζε ποτέ μαζί του, τον κοιτούσε σαν να ήταν άλλος κόσμος. Εγώ περίμενα να προσαρμοστεί αλλά τρία χρόνια μετά αποφάσισα πως δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Ήθελα ακόμα ένα μωρό κι εκείνος ήταν τόσο ανασφαλής. Χωρίσαμε και συναντιόμασταν μόνο για να βλέπει τον Κόνορ». Η τραγωδία είναι πως την ημέρα που συνειδητοποίησε τι σήμαινε για εκείνον ο γιος του, ήταν μία μέρα πριν το τραγικό δυστύχημα που του στέρησε τη ζωή.
Η μέρα πριν τον θάνατο του Κόνορ, στις 20 Μαρτίου του 1991, ήταν μία από τις πιο ευτυχισμένες της κοινής ζωής τους. «Ήταν μια ιδιαίτερη μέρα. Είχαμε έρθει στη Νέα Υόρκη για να περάσουμε χρόνο με τον Έρικ, εκείνος τον είχε πάει στο τσίρκο, είχαν περάσει υπέροχα. Όταν γύρισαν, ο Έρικ μου είπε: ‘τώρα καταλαβαίνω τι σημαίνει να έχεις ένα παιδί, να είσαι πατέρας’. Ήταν τόσο ευτυχισμένος. Αποφάσισε πως θα αναλάμβανε στο εξής τον Κόνορ, ήταν ενθουσιασμένος. Μου είπε να πάμε στο Λονδίνο για να τον φροντίσει εκείνος Είχε επιτέλους ανακαλύψει πώς ήταν να είναι μπαμπάς» αφηγείται η Λόρι.
Η μοίρα, η τύχη, η κακιά στιγμή, όπως θέλετε πείτε το, όμως είχε άλλα σχέδια.
«Το προηγούμενο βράδυ έβαλα τον Κόνορ για ύπνο. Προσποιούνταν πως κοιμόταν αλλά μόλις πήγα στο κρεβάτι πήδηξε δίπλα μου, ήταν τόσο χαρούμενος από τις ώρες που είχε περάσει με τον μπαμπά του! Έτσι ξύπνησε και το επόμενο πρωί, περίμενε τον Έρικ να έρθει να μας πάρει για να πάμε στον ζωολογικό κήπο. Τον άκουγα να γελά και να φωνάζει ενώ έπαιζε με τη νταντά του, ενώ εγώ έκανα μπάνιο» θυμάται η Λόρι τις μοιραίες στιγμές πριν τον θάνατο του παιδιού της.
«Εκείνη την ημέρα ο επιστάτης του κτιρίου είχε μπει στο διαμέρισμα του 53ου ορόφου και καθάριζε. Είπα στην νταντά και την οικονόμο να μην αφήσουν τον Κόνορ μόνο του ούτε για ένα λεπτό. Την ώρα που έβγαινα από το μπάνιο άκουσα να χτυπά το φαξ. Πήγα να δω τι γινόταν, έμεινα εκεί για ένα τέταρτο, έκανε κάποια διαδικασία αναβάθμισης. Ξαφνικά άκουσα τον Κόνορ να τρέχει ζητώντας να παίξει κρυφτό. Άκουσα την νταντά που έτρεχε πίσω του. Μόλις μπήκαν τρέχοντας στο δωμάτιο, ο επιστάτης είπε στην νταντά πως είχε ανοίξει όλο το τζάμι- δεν ήταν παράθυρο, ήταν ένας ολόκληρος ‘τοίχος’ από γυαλί. Το δευτερόλεπτο που εκείνη σταμάτησε για να τον ακούσει , ο Κόνορ πέρασε μέσα από το ανοιχτό τζάμι. Άκουσα μια τρομακτική κραυγή αλλά δεν ήταν ο Κόνορ, ήταν η νταντά. Έτρεξα στο δωμάτιο ουρλιάζοντας υστερικά ‘πού είναι ο Κόνορ;! Πού είναι ο Κόνορ;!’ Τότε είδα το ανοιχτό παράθυρο κι αμέσως κατάλαβα. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν και κατέρρευσα στο πάτωμα».
Ο Κλάπτον έφτασε πέντε λεπτά μετά, δεν είχε καταλάβει τι είχε γίνει. Μόλις μπήκε στο διαμέρισμα, άκουσε τη Λόρι να ουρλιάζει «Είναι νεκρός!». Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Κι ύστερα το πρόσωπό του πέτρωσε. «Δεν ανταλλάξαμε άλλη λέξη, είχαμε απλώς σταματήσει να λειτουργούμε» περιγράφει η Λόρι. Ο Κλάπτον κατέρρευσε.
Όπως εξομολογήθηκε πολλά χρόνια μετά, δεν ήξερε καν πως το τζάμι άνοιγε. Ήταν πάντα κλειδωμένο. «Είχε κι ένα μικρό ξύλινο περβάζι, μάλλον ο γιος μου νόμιζε πως το τζάμι είναι εκεί κι έτσι πάτησε στο περβάζι… Δεν σταμάτησα να σκέφτομαι τι στιγμή και τι θα είχε γίνει αν… Αν δεν είχα ασχοληθεί με το φαξ, θα είχα δει το ανοιχτό παράθυρο και θα το είχα κλείσει… Από εκείνη τη στιγμή έπαψα να ζω. Η ρεσεψιόν κάλεσε ασθενοφόρο αλλά προφανώς δεν υπήρχε καμία ελπίδα. Ο Έρικ πήγε να τον δει στο νεκροτομείο, εγώ δεν μπορούσα…».
Η κηδεία του άτυχου αγοριού έγινε στην εκκλησία στο χωριό του Κλάπτον στο Ρίπλεϊ του Σάρεϊ.
«Έμοιαζε αφύσικο να βλέπεις εκείνο το μικρό ξύλινο κουτί… Όλοι έδειχναν τη συμπαράστασή τους αλλά τίποτα δεν μπορεί αν βοηθήσει εκείνη την ώρα. Δεν είδα ποτέ τον Έρικ να κλαίει, αλλά ο καθένας πενθεί με τον τρόπο του. Τη νύχτα της κηδείας έμεινα με τον Έρικ στο σπίτι του, εκεί που είχαμε ζήσει ευτυχισμένοι κι οι τρεις. Προσευχόμασταν όλη τη νύχτα…»
Ο Κλάπτον επί χρόνια δεν έλεγε ούτε μία λέξη για το συμβάν. Δεν ανέφερε καν το όνομα του Κόνορ. Βρήκε όμως τον δικό του τρόπο να διαχειριστεί την αβάσταχτη θλίψη του: μέσω της μουσικής του. Κι έτσι γεννήθηκε το τραγούδι Tears in Heaven, που είναι γραμμένο για τον γιο του και για όσα συνέβησαν.
Το κομμάτι περιλήφθηκε στο soundtrack της ταινίας «Rush», το 1991, και το υπογράφει ο Κλάπτον και ο Γουίλ Τζένινγκς. Ο Έρικ είχε σκεφτεί τον πρώτο στίχο μετά τον θάνατο του Κόνορ, έξι μήνες πριν: «Would you know my name, if I saw you in heaven?». «Ο Έρικ κι εγώ γράφαμε μουσική για την ταινία Rush, κάποια στιγμή μου είπε πως θέλει να γράψει ένα τραγούδι για τον γιο του» αφηγείται ο Τζένινγκς.
Η παραγωγός της ταινίας Λίλι Ζάνουκ έπεισε τον Κλάπτον να χρησιμοποιηθεί το κομμάτι στην ταινία. «Μου είπε πως ίσως με κάποιον τρόπο βοηθήσει κάποιον, έτσι πείστηκα» είχε πει αργότερα ο ίδιος. Το τραγούδι απέσπασε τρία Γκράμι το 1993 ενώ ο Κλάπτον ήταν τον ίδιο χρόνο υποψήφιος για εννέα βραβεία και κέρδισε τα έξι.
Σε περιοδεία του το 2003 ο Έρικ Κλάπτον είχε ανακαλύψει πως δεν μπορούσε πια να λέει στις συναυλίες του το «Tears in Heaven» και το «My father’s eyes». «Δεν ένιωθα την απώλεια πια, που ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ερμηνείας τους. Για να το κάνω πρέπει να ξανασυνδεθώ με τα συναισθήματα που ένιωθα όταν τα έγραφα αυτά τα τραγούδια. Έχουν κάπως χαθεί και δεν θέλω να επιστρέψουν. Ίσως τα τραγούδια τα ξαναπώ από άλλη οπτική γωνία».
Το «My father’s eyes» το είχε γράψει για τον πατέρα του, τον οποίο δεν είχε συναντήσει ποτέ, αλλά και για τον γιο του. «Με αυτό προσπάθησα να περιγράψω τον παραλληλισμό όσων έβλεπα στα μάτια του γιου μου και στα μάτια του πατέρα μου, τον οποίο δεν γνώρισα, μέσα από τον δεσμό αίματος που μας ένωνε» είχε πει.
Στην αυτοβιογραφία του έγραψε για τα τραγούδια αυτά: «Είναι δύσκολο να μιλάω εκ βαθέων γι’ αυτά. Η γέννηση και η εξέλιξή τους με κράτησαν ζωντανό στην πιο σκοτεινή περίοδο της ζωής μου. Όταν γυρίζω τον εαυτό μου σε εκείνη την εποχή, το τρομακτικό σάστισμα μέσα στο οποίο ζούσα, βυθίζομαι στον τρόμο. Δεν θέλω να ξαναπεράσω τίποτα τέτοιο ποτέ ξανά».