Δυσανάλογη σε σχέση με το μέγεθός τους μπορεί να είναι η επιρροή κάποιων ΜΜΕ στον δημόσιο διάλογο μιας χώρας, κυρίως χάρη στη συμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, την πρώτη μεγάλης κλίμακας στο αντικείμενο, η οποία χρειάσθηκε πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων Χάρβαρντ, ΜΙΤ και Φλόριντα, με επικεφαλής τον καθηγητή Γκάρι Κινγκ του πρώτου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science» και την οποία αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, πειραματίσθηκαν με 48 μικρά και μεσαία Μέσα Ενημέρωσης, τα οποία ομαδοποίησαν τυχαία σε επιμέρους ομάδες των δύο έως πέντε μέσων.
Τα Μέσα αυτά κλήθηκαν να γράψουν και να δημοσιεύσουν άρθρα σχετικά με επίκαιρα θέματα, όπως η μετανάστευση, το φυλετικό, το περιβάλλον, η κλιματική αλλαγή, η ανεργία και η τεχνολογία. Τα άρθρα αυτά ήταν κάθε είδους, από ερευνητική δημοσιογραφία και συνεντεύξεις έως σχόλια και αναλύσεις, ενώ οι αναγνώστες δεν είχαν ιδέα για το πείραμα.
Στη συνέχεια, οι επιστήμονες, αναλύοντας με τη βοήθεια αλγορίθμων τα μηνύματα στο Twitter, αξιολόγησαν την επιρροή των άρθρων μέσα στη συγκεκριμένη εβδομάδα που «έτρεξαν», καθώς και την επόμενη. Διαπιστώθηκε ότι αρκούσαν μόνο τρία μικρομεσαία μέσα ενημέρωσης, να γράψουν σχετικά άρθρα, για να αυξηθεί μέσα στην ίδια εβδομάδα κατά 63% η δημόσια συζήτηση στις ΗΠΑ πάνω στο αντίστοιχο πεδίο πολιτικής (περιβάλλον, απασχόληση, μετανάστες, κλίμα κ.α.), σε σχέση με την προηγούμενη.
Επιπλέον, η κοινή γνώμη φάνηκε να στρέφεται σε μεγαλύτερο βαθμό προς την ιδεολογική κατεύθυνση που εκπροσωπούσαν τα άρθρα σε κάθε ξεχωριστό θέμα. Υπολογίσθηκε ότι τα άρθρα επηρέασαν σε ποσοστό 2,3% την κοινή γνώμη προς την ιδεολογική κατεύθυνση των δημοσιευμάτων, πράγμα που σημαίνει ότι σε μερικές περιπτώσεις, πιθανώς άλλαξαν τις πεποιθήσεις των ανθρώπων πολύ γρήγορα.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτό αποτελεί ένδειξη για την επιρροή των μέσων ενημέρωσης στην κοινωνία, αλλά όχι μόνο των μεγάλων, αφού και τα μικρότερα μέσα φαίνεται πως «ακούγονται» πλέον, επηρεάζοντας την εθνική «ατζέντα», κυρίως χάρη στην αναπαραγωγή τους μέσω των social media.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν είναι μόνο οι «Times της Νέας Υόρκης» με αναγνωστικό κοινό μερικών εκατομμυρίων, που καθοδηγούν τον δημόσιο διάλογο, αλλά ακόμη και έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης με κοινό όχι μεγαλύτερο από 50.000 ανθρώπους.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η επίδραση των μέσων ενημέρωσης είναι απρόσμενα μεγάλη. Κάθε δημοσιογράφος διαθέτει σημαντική δύναμη και συνεπώς έχει εξίσου σημαντική ευθύνη» δήλωσε ο Κινγκ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ποσοτικοποιημένης Κοινωνικής Επιστήμης του Χάρβαρντ, ο οποίος προσέθεσε ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να πείσει 48 μέσα ενημέρωσης να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα, που επαναλήφθηκε 35 φορές.
Δεν διαπιστώθηκε κάποια διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών ή μεταξύ γεωγραφικών περιοχών, όσον αφορά την επίδραση των άρθρων. Οι ερευνητές εκτίμησαν, πάντως, ότι αν το ίδιο πείραμα είχε γίνει με μεγάλα μέσα ενημέρωσης, ο βαθμός επιρροής στην κοινή γνώμη θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Για παράδειγμα, διαπιστώθηκε ότι ένα δημοσίευμα των «Τimes της Νέας Υόρκης» για την επίπτωση της τεχνολογίας της υδραυλικής ρωγμάτωσης στην ποιότητα του πόσιμου νερού, είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν κατά 300% μέσα σε μία μόνο μέρα τα μηνύματα στο Twitter σχετικά με το θέμα της ποιότητας του νερού.
Άλλοι επιστήμονες, πάντως, όπως η Κάθλιν Χολ Τζέιμισον, διευθύντρια του Κέντρου Δημόσιας Πολιτικής Άνενμπεργκ του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, δήλωσε στους «Times της Νέας Υόρκης» ότι, αν και πρωτότυπη η νέα έρευνα, ίσως «φουσκώνει» τη σημασία των ευρημάτων της. Όπως είπε, περιορίσθηκε μόνο σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, το Twitter, όπου ο διάλογος δεν μπορεί να είναι ουσιαστικός λόγω της συντομίας των μηνυμάτων του και όπου πολλά tweets απλώς αποτελούν μοίρασμα συνδέσμων για τα άρθρα (links).
Μεταξύ των media που συμμετείχαν στο πείραμα, ήταν τα Truthout, In These Times, Nation, The Progressive, Ms Magazine, Yes! Magazine κ.α.