Το γεγονός ότι είναι πολύ πιο εύκολο να πούμε ψέματα σε κάποιον όταν δεν τον κοιτάμε κατάματα, εμπειρικά το γνωρίζουν οι περισσότεροι. Σε αυτό στηρίχθηκε μια έρευνα που διεξήγαγε το University of British Columbia και σκοπό είχε να διαπιστώσει τις μεθόδους επικοινωνίας με χρήση των νέων τεχνολογιών που μπορούν να οδηγήσουν ευκολότερα στο ψέμα.
Στην έρευνα συμμετείχαν 170 φοιτητές, στους οποίους ζητήθηκε να εκτελέσουν εικονικές συναλλαγές μετοχών επιλέγοντας ένα από τους τέσσερις τρόπους: πρόσωπο με πρόσωπο, γραπτό μήνυμα, βίντεο-κλήση ή μέσω τηλεφώνου. Οι «χρηματιστές» γνώριζαν ότι μεγαλύτερα κέρδη θα είχαν από πωλήσεις περισσότερων μετοχών, ενώ οι αγοραστές ενημερώθηκαν ότι το κέρδος τους εξαρτώταν αποκλειστικά από την τιμή της κάθε μετοχής.
Στη συνέχεια, σε όσους έπαιζαν το ρόλο των χρηματιστών, δόθηκε η πληροφορία ότι η μετοχή ήταν στημένο να χάσει το μισό της αξίας της. Από την άλλη, στους αγοραστές δόθηκε η αυτή πληροφορία μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους αγοραστές να αναφέρουν κατά πόσον οι μεσίτες ήταν παραπλανητικοί, τη στιγμή που τους πούλησαν τις μετοχές.
Η μελέτη ανέλυσε ποια μέθοδος ήταν αυτή που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για να ειπωθεί το ψέμα και έδειξε ότι οι αγοραστές που χρησιμοποίησαν τα γραπτά μηνύματα ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν παραπλάνηση. Αντίθετα, χαμηλότερα ποσοστά παραπλάνησης σημειώθηκαν όταν η επικοινωνία γινόταν μέσω βιντεοκλήσης.