Υπήρξε ένας θρύλος της ΑΕΚ και ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές των ελληνικών γηπέδων. Ο Μίμης Παϊωάννου, που έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 15 Μαρτίου σε ηλικία 81 ετών, δεν ήταν απλά ένας σπουδαίος στράικερ, αλλά ένα εμβληματικό πρόσωπο της «κιτρινόμαυρης» ιστορίας.
Το 2000 αναδείχθηκε από τη Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής Ποδοσφαίρου ως ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής. Από το 1962 έως το 1979 που φόρεσε την κιτρινόμαυρη φανέλα πρωταγωνίστησε στην κατάκτηση 5 Πρωταθλημάτων και 3 Κυπέλλων. Οδήγησε επίσης τον δικέφαλο στα προημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το 1968-69, αλλά και στα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 1977.
Στα 35 του «σφράγισε» την πιο μεγάλη ευρωπαϊκή βραδιά της ΑΕΚ, την μεγάλη ανατροπή κόντρα αγγλική Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, που την έφερε στους «4» της ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Οι Άγγλοι είχαν κερδίσει τον πρώτο αγώνα με 3 – 0 , όμως οι «κιτρινόμαυροι» δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Στον επαναληπτικό στη Νέα Φιλαδέλφεια, με δύο γκολ του Θωμά Μαύρου και την ιστορική κεφαλιά του Μίμη Παπαϊωάννου – όσο το είδαν από κοντά έλεγαν πως ήταν σαν να περπάτησε στον αέρα – ισοφάρισαν και τελικά πήραν την ιστορική πρόκριση στη διαδικασία των πέναλτι.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών για την ΑΕΚ, με 289 γκολ σε 566 εμφανίσεις. Τα 236 σε 481 εμφανίσεις στην Α’ Εθνική. Ήταν επίσης πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα, το 1964 και το 1966. Στην Εθνική Ελλάδας αγωνίστηκε 61 φορές με 21 γκολ.
Η μεταγραφή στη Ρεάλ που δεν έγινε
Ο Μίμης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1942 στην Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας. Εκεί έπαιξε πρώτη φορά ποδόσφαιρο, πριν τον αποκτήσει η Βέροια το 1959. Η μεταγραφή στην ΑΕΚ το 1968 κόστισε 175 χιλιάδες δραχμές, ποσό ρεκόρ για την εποχή. Όμως ήταν μια άλλη μεταγραφή που αν γινόταν θα άλλαζε την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Στα 23 χρόνια του εντυπωσίασε ακόμη και τη «Βασίλισσα» της Ευρώπης, τη Ρεάλ Μαδρίτης. Στις 12 Μαΐου του 1965, η ΑΕΚ υποδέχεται στη Νέα Φιλαδέλφεια τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Παπαϊωάννου έκανε «θαύματα» στον αγωνιστικό χώρο σκοράροντας δύο φορές. Ο φιλικός αγώνας έληξε ισόπαλος και οι Ισπανοί άφωνοι με το ταλέντο του Έλληνα ποδοσφαιριστή προσέγγισαν τη διοίκηση της ΑΕΚ για να αγοράσουν το «διαμάντι» της. Προσέφεραν 4 εκ. δραχμές στην «Ένωση» και τριετές συμβόλαιο με 750.000 στον παίκτη.
Όπως έχει διηγηθεί ο ίδιος, «ήταν μια ευκαιρία ζωής». «Δεν έκλεισα μάτι και η λαχτάρα μου, αν υπήρχε ‘μετρητής’ όπως στην πίεση και μου τη μετρούσαν, θα έσπαγε τα κοντέρ… Ήθελα πολύ να πάω στη Ρεάλ, με είχε ξεμυαλίσει η ιδέα να φορέσω τη φανέλα της σπουδαιότερης ευρωπαϊκής ομάδας, ωστόσο στην ΑΕΚ ήταν ανένδοτοι», είχε αφηγηθεί στον δημοσιογράφο Νίκο Κατσαρό, στη βιογραφία του «Ραντεβού στον Αέρα».
Όμως η ΑΕΚ δεν θα τον έδινε. «Ο Δημήτρης Σεβαστάκης, που ήταν τότε ο γενικός αρχηγός, μου μίλησε απλά και σταράτα: “Ρε Παπαϊωάννου, αγόρι μου, δεν μπορούμε να σε δώσουμε, επειδή τότε θα πρέπει να φύγουμε από την Αθήνα να μην μας δείρουν οι οπαδοί. Και δεν μπορούμε να φύγουμε, γιατί οι δουλειές μας είναι εδώ, όπως και οι οικογένειές μας…” Δεν με έδιναν. Θύμωσα, κάποια στιγμή εκνευρίστηκα και, ίσως χωρίς να το καλοσκεφτώ, είπα στη διοίκηση της ΑΕΚ μια-δύο κουβέντες παραπάνω, αλλά δεν ήταν εκφοβισμός. Απλώς, ένιωθα αδικημένος με την απόφαση της ΑΕΚ να μου κλείσει την πόρτα στην ευρωπαϊκή προοπτική και εξέλιξη και στη δόξα και φυσικά στην πιθανότητα να κερδίσω περισσότερα χρήματα. Εύλογο ήταν».
Ντουέτο με τον Καζαντζίδη…
Εκνευρισμένος από τη διοίκηση της ΑΕΚ, ο Μίμης Παπαϊωάννου αποφάσισε να εγκαταλείψει όχι μόνο την ομάδα, αλλά και τα γήπεδα. Τουλάχιστον προσωρινά. «Είχα ‘λόξα’ με τα λαϊκά τραγούδια και μου άρεσε πολύ ο Στέλιος Καζαντζίδης», ανέφερε στη βιογραφία του. Έχοντας γνωρίσει τον Καζαντζίδη, που ήταν γνωστός ΑΕΚτζής, αλλά και τον «κοντοχωριανό» του Χρ. Νικολόπουλο, αποφάσισε να ακολουθήσει τους δύο φίλους του, που τότε συνεργάζονταν και ξεκινούσαν «τουρνέ» στη Γερμανία. «”Αφού η ΑΕΚ δεν σε θέλει, έλα μαζί μας’, μου είπε ο Στέλιος και με επηρέασε. Έτσι, ξεκίνησα πρόβες και μπήκα στο συγκρότημα», αναφέρει ο Μίμης Παπαϊωάννου στη βιογραφία του για τη μεγάλη απόφαση.
Μετά την περιοδεία, ο Παπαϊωάννου βρέθηκε σε δίλημμα: «Ποδόσφαιρο ή τραγούδι;». Την τελική απόφαση για επιστροφή στα γήπεδα την έλαβε με τη βοήθεια του Στέλιου Καζαντζίδη. «Ο Στέλιος, όταν βρισκόμουν σε δίλημμα για το τι ακριβώς έπρεπε να αποφασίσω να κάνω στη ζωή μου, ήταν ο φίλος που μου έδωσε τη σωστή συμβουλή. Ήμουν τυχερός στη ζωή μου που υπήρξα φίλος του. {…} Από αυτόν τον μέγιστο βάρδο, έμαθα να μετράω την ψυχή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή.
“Μίμη, στο τραγούδι το παλεύεις, θα είσαι βιοπαλαιστής. Έχω την εντύπωση πως πρέπει να γυρίσεις σ’ αυτό που ξέρεις να κάνεις καλά και είμαι βέβαιος πως θα δικαιωθείς. Πήγαινε να παίξεις ποδόσφαιρο και κάποια μέρα θα με θυμηθείς”».
Ο ύμνος δια στόματος Μίμη
Ο Μίμης Παπαϊωάννου επέστρεψε στην ΑΕΚ και με τη διοίκηση να του προσφέρει ένα πολύ μεγάλο συμβόλαιο αποφάσισε πως θα μείνει για πάντα στη Νέα Φιλαδέλφεια για να εξελιχθεί σε έναν θρύλο των «κιτρινόμαυρων» και να τραγουδήσει και τον ύμνο της ομάδας. Η ιδέα είχε γεννηθεί από τον Χρήστο Νικολόπουλο κατά την περιοδεία στη Γερμανία και παίχτηκε για πρώτη φορά μέσα σε ένα τρένο. Ο Καζαντζίδης συνέθεσε τη μουσική, ο Κολοκοτρώνης έγραψε τους στίχους, ο Νικολόπουλος έπαιξε το μπουζούκι και ο Παπαϊωάννου τραγούδησε: «Εμπρός της ΑΕΚ παλικάρια…»