Στην Ημερίδα με θέμα «Η πρόληψη και αντιμετώπιση της οπαδικής βίας – Η ευρωπαϊκή εμπειρία», την οποία συνδιοργάνωσαν ο ΠΣΑΤ, το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα και η Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, παρευρέθηκε και μίλησε ο υφυπουργός Αθλητισμού, Σταύρος Κοντονής.
Στην ομιλία του ο κ. Κοντονής αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην προ ημερών ψήφιση του αθλητικού νομοσχεδίου για τη βία στα γήπεδα, όπου έδωσε έμφαση στο φαινόμενο των «στημένων» αγώνων, στην οργάνωση, επ’ αμοιβή τις περισσότερες φορές, ομάδων φιλάθλων, στην υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων των ιδιοκτητών των ομάδων. «Αυτό είναι όνειδος για την έννομη τάξη της χώρας για μια οργανωμένη κοινωνία ή ένα κράτος δικαίου» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Κοντονής.
Ακολούθως μίλησε για τα πρώτα «προληπτικά» μέτρα που αναγκάστηκε να πάρει η κυβέρνηση μπροστά στο κύμα βίας με το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπη και εν συνεχεία αναφέρθηκε στα τρία σημεία στην προσπάθεια νομοθέτησης για την αντιμετώπιση της κατάστασης, το πρώτο εκ των οποίων είναι η επιβολή από πλευράς του κράτους διοικητικών προστίμων και ποινών, το δεύτερο η εμπλοκή πλέον τακτικών δικαστών στην απονομή της πειθαρχικής δικαιοσύνης και το τρίτο ζήτημα για το οποίο έχει… χυθεί πολύ μελάνι, είναι το θέμα του αυτοδιοίκητου.
«Δυστυχώς τα τελευταία εννέα χρόνια υπήρχε ένα καθεστώς αυτονομίας, όπως ακριβώς περιγραφόταν στο νόμο του 2006, το οποίο επέτρεπε μια κατάσταση ασυδοσίας και ανέλεγκτου, υπέρ της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Αυτό το καθεστώς με την ψήφιση του νόμου τελείωσε. Η ΕΠΟ επανέρχεται σε ένα καθεστώς κανονικότητας και αυτοδιοίκητου, το οποίο η ελληνική κυβέρνηση θα σεβαστεί απολύτως, ασκώντας με τα όργανα τα οποία προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία όλες εκείνες τις πράξεις ελέγχου, υπέρ της διαφάνειας, της αξιοκρατίας και της ισονομίας» τόνισε για το αυτοδιοίκητο.
Ειδική αναφορά έκανε ακόμη στα διοικητικά πρόστιμα εις βάρος ιδιοκτητών αθλητικών μέσων ενημέρωσης και τόνισε: «Υπάρχει ένα κομμάτι του οπαδικού Τύπου, έντυπου ή ηλεκτρονικού, το οποίο παράγει πρωτογενώς βία. Υπάρχουν πρωτοσέλιδα ή άρθρα, τα οποία, κατά τη γνώμη μου, συνιστούν πρόσκληση σε αξιόποινες πράξεις και διοχετεύουν ένα δηλητήριο μισαλλοδοξίας και αλληλοεξόντωσης, ιδίως στους νέους ανθρώπους, οι οποίοι είναι οι αναγνώστες αυτών των μέσων».
Για το πρόβλημα της βίας είπε ότι είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα και θα τεθεί στη σύνοδο υπουργών Αθλητισμού στις 18 και 19 του μηνός και πρόσθεσε: «Τώρα προτεραιότητα μας είναι να λυθεί και να αρχίσει επιτέλους μια συζήτηση με τις διεθνείς ομοσπονδίες σε ένα πλαίσιο κανόνων, υποχρεώσεων και δικαιωμάτων».
Όσο για τις πληροφορίες στον Τύπο ότι επίκειται αντίδραση αύριο από τις διεθνείς ομοσπονδίες στο νομοσχέδιο, το οποίο ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων, επεσήμανε: «Χρειάζεται διάλογος και χρειάζεται και η κατανόηση όλων των πτυχών και κυρίως των νομοθετικών ορίων που ο κάθε λαός μέσω του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας έχει εγκαινιάσει. Έτσι για να λέμε ότι επιβραβεύεται και επιβεβαιώνεται και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Όπως η UEFA και η FIFA έχουν ένα καταστατικό που το σέβονται και το σεβόμαστε και εμείς και πρέπει να το τηρούν, άλλο τόσο και το ελληνικό κράτος και η ελληνική πολιτεία έχει ένα Σύνταγμα και μία κείμενη νομοθεσία, την οποία πρέπει να σέβονται και να λαμβάνουν υπόψη τους όλοι».
Και πρόσθεσε καταλήγοντας με μια επισήμανση προς τους παράγοντες του ποδοσφαίρου: «Τις τελευταίες μέρες έχουμε διαπιστώσει και μη θέλοντας να… ρίξουμε λάδι στη φωτιά, ότι εγχώριοι παράγοντες του ποδοσφαίρου έχουν λειτουργήσει όχι προς επιβεβαίωση της προσπάθειας της Κυβέρνησης, να υπάρξει δηλαδή ένα πλαίσιο συνεννόησης με τις διεθνείς ομοσπονδίες και παραμονή των ελληνικών ομάδων στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Παρεμβαίνουν ακριβώς στην αντίθετη περίπτωση, εγχώριοι παράγοντες του ελληνικού ποδοσφαίρου για να υπάρξει αποβολή των ελληνικών ομάδων. Θέλω να τους πω με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ότι, εάν συμβεί το παραμικρό προς αυτή την κατεύθυνση, την οποία επικινδύνως ακολουθούν, οι πρώτοι οι οποίοι θα έχουν να υποστούν τα αποτελέσματα των ενεργειών τους θα είναι οι ίδιοι, γιατί πλέον θα συζητούν με την ελληνική κυβέρνηση χωρίς τη διεθνή προστασία. Και αυτό ας το καταλάβουν έστω και τη δωδεκάτη».