Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ντέιβιντ Μπέκαμ που σύντομα θα κυκλοφορήσει δημοσιεύεται στους Times. Σε αυτό ο Άγγλος σούπερ σταρ περιγράφει το γκολ που πέτυχε εναντίον της Ελλάδας στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 (2-2), το οποίο είχε στείλει τα «λιοντάρια» στα τελικά και είχε αποτελέσει την άφεση αμαρτιών για την αποβολή του στο ματς με την Αργεντινή στη διοργάνωση του 1998.

Διαβάστε το, αξίζει τον κόπο…

«Άκουγα τον ήχο ενός τυμπάνου. Σαν να ήταν ο μοναδικός ήχος στον κόσμο. Μόνο ένα τύμπανο, να παίζει ένα ρυθμό, έναν ήχο που έφτανε κατευθείαν στο γήπεδο. Το υπόλοιπο γήπεδο έμοιαζε εντελώς ήσυχο, σαν κάθε οπαδός να ήξερε πως το επόμενο σουτ θα έκρινε το ματς.

Ο Τέντι Σέριγχαμ, συμπαίκτης μου στην Εθνική, προσπάθησε να πάρει την μπάλα και να τη βάλει στο σημείο που ο Εμίλ Χέσκεϊ είχε κερδίσει το φάουλ από έναν Έλληνα αμυντικό λίγο πριν. Ένιωσα την αδρεναλίνη μέσα μου. Το ματς ήταν στο 93ο λεπτό και η Αγγλία ήταν πίσω στο σκορ με 2-1. Αν δεν σκοράραμε τότε, δεν θα περνούσαμε στο Μουντιάλ του 2002.

Δεν άντεχα τη σκέψη. Πήρα την μπάλα από τον Τέντι και την έβαλα εγώ στη θέση της. Δεν του άρεσε και τόσο η παρέμβασή μου. Προσπάθησε να με εμποδίσει κρατώντας με από τον ώμο, ευγενικά αλλά ταυτόχρονα δυνατά. ‘Το έχω, Ντέιβιντ’, μου είπε. ‘Ξέρω πως μπορώ να τα καταφέρω’, πρόσθεσε. Όμως τίποτα δεν θα με σταματούσε από το να εκτελέσω εκείνο το φάουλ. Ένιωσα αυτοπεποίθηση, ήρεμος και σίγουρος. Ήξερα ότι μπορώ να σκοράρω. Είχα χάσει ήδη κάποια στον αγώνα, αλλά η αυτοπεποίθησή μου παρέμενε ψηλά. Είχα πολλή ενέργεια μέσα μου, παρότι ήμασταν στην παράταση. ‘Είναι μακριά για σένα, Τέντι’, είπα. ‘Έχε μου εμπιστοσύνη. Το’ χω’».

Είχα κάνει σχεδόν ακριβώς το ίδιο σαν έφηβος. Είχαμε ένα ματς με τους μικρούς της Γιουνάιτεντ. Ο Μπράιαν Ρόμπσον, ο αρχηγός της Γιουνάιτεντ, προπονείτο μαζί μας γιατί προερχόταν από τραυματισμό. Είχαμε κερδίσει ένα φάουλ κοντά στην περιοχή και ο Ρόμπσον πήγε να το εκτελέσει. Ήταν ο αρχηγός της Αγγλίας κι ένας από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο, αλλά του πήρα την μπάλα. ‘Συγγνώμη, αλλά συνήθως εγώ τα εκτελώ αυτά’, του είπα. Κανείς δεν πίστευε το θράσος μου. Ο Ρόμπσον μού το έλεγε μετά για χρόνια αυτό. Όμως πιστεύω πως αυτό έδειχνε την αυτοπεποίθηση που είχα από τότε που ήμουν έφηβος. Είχα μεγάλη πίστη στις δυνατότητές μου.

Ο Τέντι έβλεπε πως δεν θα έκανα πίσω και παρότι ήταν μεγαλύτερος και πιο σοφός από μένα υποχώρησε. Ήμουν μόνο εγώ, η μπάλα και η απόσταση που με χώριζε από το αριστερό παραθυράκι της εστίας.

Αυτό το φάουλ δεν ήταν απλώς για την Αγγλία. Ήταν και για μένα. Ήταν για να τραβήξω τη γραμμή μετά από τέσσερα χρόνια κακομεταχείρισης. Τέσσερα χρόνια πικρίας. Τέσσερα χρόνια στα οποία οι Άγγλοι οπαδοί-όχι όλοι τους αλλά αρκετοί για να πονάω-με έβριζαν με τα χειρότερα λόγια όσο έπαιζα για τη χώρα μου. Ήταν τέσσερα πονομένα χρόνια.

Πήρα δύο ανάσες, κοίταξα το αριστερό παραθυράκι και άδειασα το μυαλό μου αφήνοντας μόνο μία σκέψη: ‘Θα σκοράρω’. Υπήρχε μόνο ένας σκοπός: να πάμε την Αγγλία στα τελικά του Μουντιάλ. Δεν υπήρχε αμφιβολία στο μυαλό μου. Καμία αρνητική σκέψη. Μόνο μία αίσθηση σιγουριάς.

Η αυτοπεποίθηση είναι περίεργο πράγμα. Πολλοί λένε πως χρειάζεσαι πολύ τύχη για να κερδίσεις. Για μένα, η αυτοπεποίθηση είναι θέμα προετοιμασίας.

Όταν έχεις δουλέψει πάνω σε κάτι τόσο πολύ κι έχει γίνει για σένα κομμάτι του εαυτού σου και δεύτερη φύση, όταν έχεις κάνει καθετί δυνατό για να δώσεις στον εαυτό σου τις περισσότερες πιθανότητες…

Είχα εκτελέσει πολλά φάουλ στην καριέρα μου. Όχι μόνο για τη Μαν. Γιουνάιτεντ, ούτε μόνο για τις ομάδες που έπαιζα όσο μεγάλωνα στο ανατολικό Λονδίνο.

Ήταν και τα φάουλ που εκτελούσα στην αυλή του σπιτιού μου με τον πατέρα μου. Όλα τα έκανα για να στείλω την Αγγλία στο Μουντιάλ ή να πάρω έναν τίτλο με τη Μαν. Γιουνάιτεντ. Θα πρέπει να είχα εκτελέσει χιλιάδες, ίσως εκατοντάδες χιλιάδες. Πήγαινα στο πάρκο, έβαζα κάτω την μπάλα και σημάδευα το παράθυρο σε ένα μικρό σπίτι. Εκτελούσα 50, 100 φάουλ, έχανα το μέτρημα. Ο χρόνος περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνω και δεν μου έμοιαζε σκληρή δουλειά.

Όταν επέστρεφε ο πατέρας μου από τη δουλειά, πηγαίναμε στα τέρματα μαζί. Στεκόταν ανάμεσα σε μένα και το τέρμα, αναγκάζοντάς με να βάλω φάλτσο.

Ο κόσμος που μας έβλεπε θα μας θεωρούσε τρελούς. Συνεχίζαμε ακόμη κι όταν ο ήλιος έδυε, υπό το φως που έβγαινε από τα παράθυρα των σπιτιών γύρω από το πάρκο. Τα πόδια μου πονούσαν, αλλά ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε να συνεχίσω να παλεύω και να προσπαθώ.

Συνέχιζα να παίζω και όταν επέστρεφα σπίτι. Δεν μου επιτρεπόταν να έχω μπάλα μέσα στο σπίτι, γι’ αυτό κλωτσούσα κάτι αρκουδάκια στο δωμάτιο της αδερφής μου. Η μητέρα μου το έβρισκε αστείο, αλλά έδειχνε πόσο αγαπούσα το ποδόσφαιρο. Δεν το χόρταινα. Αν μπορούσα να κάνω κοπάνα από το σχολείο και να παίζω από το πρωί ως το βράδυ, θα το έκανα με χαρά.

Όταν έχεις προπονηθεί τόσο πολύ για 20 χρόνια, η αυτοπεποίθηση έρχεται από μόνη της. Ξέρεις ότι μπορείς να το κάνεις γιατί έχεις προετοιμαστεί για αυτό σε όλη σου τη ζωή.

Ο Μάικλ Τζόνσον, ο θρυλικός σπρίντερ, είχε πει κάποτε: ‘Αν έχεις κάνει ό,τι είναι δυνατό για να προετοιμαστείς για έναν αγώνα, η αυτοπεποίθηση έρχεται από μόνη της’. Και είχε δίκιο. Γι’ αυτό κι εγώ ένιωσα τόσο μεγάλη πίστη για να εκτελέσω το φάουλ απέναντι στην Ελλάδα. Σαν όλα αυτά τα χρόνια αφοσίωσης να με είχαν προετοιμάσει γι’ αυτή τη στιγμή.

Ο χρόνος έμοιαζε να κυλά πιο αργά όσο έβαζα την μπάλα στη θέση της και τα χέρια μου στη μέση μου. Το τύμπανο ακουγόταν ακόμη και η ένταση δυνάμωνε.

Πήγα λίγο αριστερά και άρχισα να παίρνω φόρα. Ένιωσα την μπάλα στο πόδι μου και με αυτό τον περίεργο τρόπο που συμβαίνει καμιά φορά στο ποδόσφαιρο ήξερα πως θα κατέληγε στα δίχτυα. Είναι κάτι το εκπληκτικό, όταν χτυπάς την μπάλα ακριβώς όπως θέλεις. Νιώθεις τέτοια ικανοποίηση, που δεν αισθάνεσαι καλά-καλά την επαφή. Είναι σαν να κλωτσάς ένα πούπουλο.

Όσο η μπάλα πήγαινε στο αριστερό παραθυράκι, πριν ακόμη καταλήξει στα δίχτυα, είχα αρχίσει να τρέχω και να φωνάζω από χαρά. Την ησυχία διαδέχτηκε μία τεράστια κραυγή χαράς. Το γήπεδο ‘εξερράγη’. Η Αγγλία ήταν στα τελικά του Μουντιάλ.

Πήδηξα στον αέρα και προσγειώθηκα με τα γόνατα, τέντωσα πίσω τα χέρια μου και αγκάλιασα τον κόσμο. Ήταν ιδιαίτερο που πέτυχα το γκολ στο Ολντ Τράφορντ, ένα γήπεδο που είχε γίνει σπίτι μου.

Όμως μπορούσα να νιώσω και κάτι ακόμη. Είχα μοχθήσει σαν τρελός σε εκείνο το ματς. Για κάποιο λόγο είχα ατελείωτα αποθέματα ενέργειας. Έτρεχα, πήγαινα μπρος, πίσω, μάρκαρα. Μπορούσα να κάνω τα πάντα. Ακόμη και πράγματα που δεν είχα κάνει πριν και δοκίμαζα, μου έπιαναν. Ο κόσμος έβλεπε πόσο πολύ με ένοιαζε να παίζω για τη χώρα μου.

Όμως το γκολ ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Ήταν σαν όλες οι αμφιβολίες που υπήρχαν για μένα σαν άνθρωπο και παίκτη να εξαφανίστηκαν με μιας. Όλος ο πόνος, όλη η πικρία, όλο το μίσος… Ήξερα ότι ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της ζωής μου είχε κλείσει.

Επιτέλους, με είχαν συγχωρήσει».


Πηγή: sport-fm.gr