«Για μένα το δεκάρι κάνει πολλά πράγματα, τόσο με την μπάλα όσο και χωρίς αυτή. Για εμένα το δεκάρι είναι ένας πολύ ιδιαίτερος παίκτης. Με έναν σύστημα δύο μέσω και ένα δεκάρι μπροστά τους, απαιτώ πολλά. Απαιτώ από το δεκάρι να σκοράρει. Απαιτώ να μπαίνει στην περιοχή. Μου αρέσει να πετυχαίνει γκολ όπως αυτό του Όσκαρ με την Μακάμπι Τελ Αβίβ. Για μένα ένα δεκάρι είναι “8.5” όταν η ομάδα χάνει την μπάλα και “9.5” όταν την κερδίζει. Ποιος είναι για μένα το τέλειο δεκάρι; Ο Σνάιντερ και ο Ντέκο. Γιατί μπορούσαν να αμυνθούν, να πατήσουν περιοχή και να σκοράρουν». Ο Ζοσέ Μουρίνιο το 2015 εξήγησε στην Telegraph τον κομβικό ρόλο των δεκαριών στην δική του ποδοσφαιρική επανάσταση. Γιατί όσο κι αν πλέον θεωρείται ξεπερασμένος, ο Μουρίνιο έγραψε ιστορία στο ποδόσφαιρο τόσο με την Πόρτο, όσο και με την Ϊντερ.
Τα καλύτερα χρόνια του Σνάιντερ συνδυάστηκαν με την παρουσία του Special One στο Μιλάνο. Ήρθαν σε ένα reactive τακτικό σύστημα, βασισμένο στο κλείσιμο χώρων και την εκμετάλλευσή τους στην κόντρα, στη γρήγορη επιθετική μετάβαση και στις αντεπιθέσεις. Έχοντας φορέσει το περιβραχιόνιο του Άγιαξ και έχοντας την ατυχία να πέσει στην φουρνιά εκείνη της Ρεάλ Μαδρίτης που επισκιάστηκε από την υπερομάδα του Γκουαρδιόλα στη Βαρκελώνη, στο Μιλάνο βρήκε το περιβάλλον για να παρουσιάσει στο χορτάρι το πλήρες εύρος τον ικανοτήτων του. Ήταν τότε που ο Μουρίνιο του έδωσε την μπαγκέτα του οργανωτή, παρέχοντας του κάλυψη στο 4-2-3-1 της Ίντερ και εξτρέμ που συνέκλιναν, δημιουργώντας υπεραριθμίες στον άξονα και βοηθώντας τον να βρει χώρους, απαιτώντας παράλληλα την απόλυτη προσήλωση σε συνθήκες άμυνας. Σε ένα αντίστοιχο αγωνιστικό στιλ, άνθισε στους οράνιε του Φαν Μάρβαϊκ στα γήπεδα της Νοτίου Αφρικής.
Δεν ήταν τυχαίο. Ένα παιδί προερχόμενο από την μεγάλη του total football σχολή, με την φιλοσοφία της δημιουργίας και του όμορφου παιχνιδιού, προσάρμοσε τα χαρακτηριστικά του σε ένα σύνολο με ωμό ρεαλισμό, στο οποίο ήταν παράλληλα ο απόλυτος υπεύθυνος για τον ρυθμό και την οργάνωση. Ο δημιουργός που ανδρώθηκε με την κροϊφική ερμηνεία του χώρου, έπρεπε να προσαρμοστεί σε μια φιλοσοφία χτισμένη γύρω από το χώρο, απλά από διαφορετική σκοπιά.
Ο συγκερασμός αποδείχθηκε εξαιρετικός. Ο Σνάιντερ τόσο τη σεζόν του τρεμπλ της Ίντερ, όσο και το καλοκαίρι του Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής, ήταν ο καλύτερος επιθετικός μέσος του κόσμου. Δεν παρέκκλινε από το πλάνο ποτέ, δεν σταματούσε να υπηρετεί το σχέδιο του προπονητή όταν η ομάδα δεν είχε την μπάλα. Κι όταν την έπαιρνε, ερχόταν για να κάνει εκείνο που ήξερε καλύτερα: Να οργανώσει, να κινηθεί στους χώρους, να συνεργαστεί, να εκτελέσει στημένα, να πασάρει, να σκοράρει και με τα δύο πόδια. Η τέλεια ισορροπία, ένα πραγματικό διαμάντι στα χέρια του προπονητή ο οποίος έμοιαζε με σύγχρονο trequartista: Ελεύθερος ρόλος και κοντά στον επιθετικό, διατηρώντας όμως όλα εκείνα που του ζητούσε ο Μουρίνιο. Και σε περιπτώσεις που η αντίπαλη άμυνα προσαρμοζόταν πάνω του, η Ίντερ έβγαζε εναλλακτικές. Ο Ολλανδός μπορούσε να τραβηχτεί πιο πίσω για να φτιάξει παιχνίδι, τα εξτρέμ έκαναν κινήσεις στον άξονα και έβρισκαν τον κενό χώρο στη θέση του αμυντικού μέσου που ο συμπαίκτης τους είχε τραβήξει εκτός θέσης. Μπορούσε να παίξει με επάρκεια και ως συγκλίνων πλάγιος, καταστρέφοντας πλάνα και γραμμές του αντιπάλου. Ένας μαέστρος με στολή πολεμιστή.
Ο Σνάιντερ δεν είχε την διορατικότητα του Τσάβι, την αντίληψη του χώρου του Ινιέστα, τα τελειώματα του Μέσι, την αθλητικότητα του Ρονάλντο. Δεν ήταν «σφαίρα», ούτε διέθετε την σωματοδομή που τον έβγαζε νικητή σε όλες τις μονομαχίες. Είχει όμως τον καλύτερο συνδυασμό. Δεν υπήρχε άλλος που να τα κάνει όλα σε τόσο υψηλό επίπεδο στα γήπεδα της Ευρώπης, δεν υπήρχε καταλληλότερο γρανάζι για τη μηχανή του Ζοσέ Μουρίνιο. Γύρω από το δικό του παιχνίδι, από τη δική του ευφυΐα και ικανότητα, στήθηκε όλο το πλάνο της.
Το 2010 ήταν η πρώτη χρονιά που η Χρυσή Μπάλα ενώθηκε με τα βραβεία της FIFA, δημιουργώντας την Χρυσή Μπάλα όπως την ξέρουμε σήμερα. Ο οργανωτής της Ίντερ του τρεμπλ, πρώτος σε ασίστ στο Champions League, κινητήριος μοχλός της Ολλανδίας που έφτασε στον τελικό του Μουντιάλ, δεν μπήκε καν στην πρώτη τριάδα. Η δυσαρέσκεια στους παρατηρητές ήταν έντονη, αλλά δεν αρκεί. Όταν οι αναμνήσεις θα ξεθωριάσουν και το μόνο που θα μείνει θα είναι οι καταγεγραμμένοι τίτλοι, ο Σνάιντερ δεν θα είναι εκεί.
Ίσως δεν είναι καν στο κουτί των αναμνήσεων που θα ανοίγει στο μέλλον, μιλώντας στους νεότερους για τους κορυφαίους μιας άλλης εποχής. Ο Σνάιντερ κρεμά τα παπούτσια του σε ένα σημείο, που μοιάζει χαμηλό σε σύγκριση με την πραγματική του αξία. Εκείνη που έβγαλε στο γήπεδο, εκείνη που οδήγησε στην κορυφή μια ομάδα που είχε να κατακτήσει ευρωπαϊκό τίτλο από το 1965. Λίγο οι τραυματισμοί, λίγο το ότι παρά τον θρίαμβο στην Ίντερ δεν μακροημέρευσε στο Μιλάνο, όπως και σε καμιά άλλη ομάδα, λίγο η επιλογή της Γαλατάσαραϊ σε χρόνια που θα μπορούσε να παίξει σε ακόμα πιο ψηλό επίπεδο, λίγο το φλερτ με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που δεν ευοδώθηκε ποτέ, λίγο η κατάφωρη αδικία στο Χρυσή Μπάλα.
Το «τέλειο δεκάρι» κλείνει την αυλαία ως πρώτος σε συμμετοχές στους οράνιε, αλλά με μια αίσθηση ότι άξιζε περισσότερα σε συλλογικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, έχει το δικό του, ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο της Ίντερ και πάντα θα τον θυμόμαστε ως την χρωματιστή πινελιά στο ασπρόμαυρο έργο τέχνης του Μουρίνιο.
Πηγή: gazzetta.gr