Τα χρόνια βάρυναν και για εκείνον και μερικές φορές ξεχνάει. Κάθε φορά όμως που ο δον Απαρίσιο αφηγείται την αγαπημένη του ιστορία, δεν μπορεί να μην δακρύσει. «Πόσο υπέροχη γυναίκα υπήρξε. Και δεν μπορούσες να της αρνηθείς το παραμικρό. Οσο καλή ήταν, τόσο σκληρή μπορούσε να γίνει, όταν ήθελε να συμβεί το δικό της». Οπως εκείνο το πρωινό στο μικρό γήπεδο του “Γραντόλι”. Εκεί που μαζεύονταν τα μεγαλύτερα παιδιά και δεν άφηναν εκείνον τον μπόμπιρα ούτε καν να πλησιάσει.
«Πήγαμε όλοι μαζί, τα αδέρφια, τα ξαδέρφια και ο πιο μικρός απ’ όλους, εγώ. Οι ομάδες όμως δεν συμπληρώνονταν, έλειπε ένας. Τότε η γιαγιά μου φώναξε στον προπονητή: “εδώ είναι, βάλε αυτόν” και έδειξε εμένα».
«Οχι, δεν γίνεται, είναι πολύ μικροσκοπικός, θα τον χτυπήσουν» απάντησε ο κόουτς.
«Ακουσε με, βάλτον και θα καταλάβεις γιατί επιμένω», επέμεινε η γιαγιά.
«Την πρώτη μπάλα που πήρε, την πέρασε πάνω από έναν αντίπαλο. Και το έκανε και στον επόμενο και αμέσως μετά ξανά. Τους περνούσε όλους έτσι». Ηταν εκείνα τα πρώτα λεπτά που ο προπονητής Απαρίσιο, έχανε τα λογικά του και η ιστορία ξεκινούσε να καταγράφει το παιχνίδι με έναν τρόπο που δεν θα είχε ξαναδεί…
Εκείνο, το πρώτο γκολ απ’ όλα, ο Λιονέλ Μέσι το αφιέρωσε στο πιο αγαπημένο πρόσωπο της ζωής του. Και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να το κάνει. Ηταν ο πανηγυρισμός που υιοθέτησε σε μικρή ηλικία, καθώς η μητέρα της μητέρας του έφυγε πρώιμα από τη ζωή. Εκτοτε, κάθε φορά που η μπάλα γλιστρούσε μαγικά από το αριστερό του ή με οποιονδήποτε τρόπο το έκανε, σήκωνε τα χέρια και το βλέμμα προς τον ουρανό. Οπως συνέβη για τις περισσότερες από 500 φορές που σκόραρε, όπως συνέβη το βράδυ που υποχρέωσε σε υπόκλιση όσους βρέθηκαν στο «Μπενίτο Βιγιαμαρίν» και ήταν ντυμένοι στα πράσινα. Και μαζί τους τον ποδοσφαιρικό κόσμο ολάκερο.
Δεν πρόκειται απλά για μία όμορφη αφιέρωση. Στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σημασία ο αντίπαλος, το πόσο κρίσιμο είναι το παιχνίδι. Το πόσο όμορφο ή τυχερό ήταν το γκολ. Κάθε φορά υπάρχει η ίδια ευλάβεια. Χωρίς κραυγές, οξυδερκείς πρωτοτυπίες, δυναμικές σφίξεις. Πρόκειται περισσότερο για μία πνευματική κατάνυξη. Μια ωδή προς τη δόνα Σέλια. Με το ένα πόδι ή το άλλο, με το κεφάλι ή με το στήθος, κάθε βράδυ, σε κάθε ματς. Η ίδια λιτανεία της μπάλας, μία διαρκής εξομολόγηση, που απαλύνει τον πόνο για όλες τις ενέσεις αυξητικής ορμόνης που έφαγε εκείνος ο μπόμπιρας, ώστε να καταφέρει να φτάσε έστω μέχρι τα 169 εκατοστά, που θα του επέτρεπαν δίχως ενστάσεις να παίζει το παιχνίδι των μεγάλων.
Και από κοντά εμείς που τον βλέπουμε με λύπη να μεγαλώνει και να οδεύει προς τα 32. Και να μην χορταίνουμε όσα κάνει στο χορτάρι. Εμείς που δεν μας απασχόλησε ποτέ αν είναι ο καλύτερος, ο πιο δυνατός, με τα πιο κρίσιμα γκολ. Που μπορούμε να αποδεχτούμε τη δική του μαγεία και να πιάνουμε το κεφάλι μας όπως οι συμπαίκτες και οι αντίπαλοί του, κάθε φορά που θα χρησιμοποιεί την ευφυΐα του στο άγγιγμα της μπάλα, για να κάνει τόσο γλυκά αυτό που οι Λατίνοι περιγράφουν τόσο απλοϊκά και τόσο ουσιαστικά ως… vaselina.
Πηγή: gazzetta.gr