Ήταν 16 Ιανουαρίου του 2019. Ο Ρούι Πίντο επέστρεφε με τον πατέρα του από το σούπερ μάρκετ στο διαμέρισμα της Βουδαπέστης, στο οποίο ζούσε τα τελευταία χρόνια. Η μητριά του, που είχε έρθει από την Πορτογαλία με τον πατέρα του για να τον επισκεφτεί, είχε μείνει σπίτι. Μόλις έστριψε στο στενό του, δύο αστυνομικοί με πολιτικά τον πλησίασαν για έλεγχο. Στη συνέχεια, του έδειξαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στα ουγγρικά και του έβαλαν χειροπέδες. Μολονότι δεν είχαν ένταλμα έρευνας για το σπίτι, χρησιμοποίησαν το κλειδί για να μπουν μέσα. Η μεσήλικη γυναίκα που μαγείρευε είδε ξαφνικά μπροστά της 9 αστυνομικούς.
Ένας εξ αυτών είπε στον Ρούι ότι δεν πρόκειται να γυρίσει ποτέ ξανά. Δεν του επέτρεψαν να καλέσει δικηγόρο, του κατάσχεσαν υπολογιστή, τρία κινητά τηλέφωνα και δέκα σκληρούς δίσκους και τον οδήγησαν σε ένα κελί, στο οποίο το πρώτο βράδυ ο φύλακας του ανοιγόκλεινε το φως κάθε μισή ώρα. Ο mister Football Leaks είχε συλληφθεί, με την αντίστροφη μέτρηση για την απόφαση έκδοσης στην Πορτογαλία να έχει ξεκινήσει. Πριν από περίπου ένα μήνα, με συνέντευξή του στο Der Spiegel, συνεργαζόμενο Μέσο με τα Leaks, ξεκαθάριζε ότι δεν πιστεύει πως μια ενδεχόμενη δίκη στην πατρίδα του θα είναι δίκαια. Έχει δεχθεί εκατοντάδες απειλές για τη ζωή του, τις οποίες οι Γάλλοι ερευνητές που ξεκίνησαν να συνεργάζονται μαζί του είπαν να τις λάβει πολύ σοβαρά. Και θεωρεί ότι αν βρεθεί σε πορτογαλική φυλακή, δεν θα φύγει από εκεί ζωντανός, καθώς η «μαφία του ποδοσφαίρου είναι παντού» και θα βρει τρόπο να τοποθετήσει έναν εκτελεστή απέναντί του.
Για ποιο λόγο ο Πίντο φοβάται για τη ζωή του; Μα γιατί τα όσα έχει αποκαλύψει εκείνος και το δίκτυο συνεργατών που δημιούργησε με ερευνητές δημοσιογράφους σε όλη την Ευρώπη έχουν προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά σε μια σειρά από ποδοσφαιρικούς παράγοντες και πρόσωπα που βρίσκονται στην βιτρίνα. Ξεκίνησε από την καταγραφή των κινήσεων της Τβέντε και της εταιρείας ατζέντηδων Doyen Sports, η οποία παραβίαζε τους κανονισμούς της ολλανδικής Ομοσπονδίας και οδήγησε στην τιμωρία της Τβέντε για τρία χρόνια από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Και είχε συνέχεια, η οποία προκάλεσε ντόμινο εξελίξεων. Από τις υποθέσεις φοροδιαφυγής του Κριστιάνο Ρονάλντο και του Ζοσέ Μουρίνιο, μέχρι τις συζητήσεις κάτω από το τραπέζι του Ινφαντίνο με την Μάντσεστερ Σίτι και την Παρί Σεν Ζερμέν, προκειμένου να συγκαλυφθούν οι παραβάσεις τους στο Financial Fair Play. Περίεργοι όροι σε συμβόλαια, δρομολόγια χρημάτων προς φορολογικούς παραδείσους, χρήματα κάτω από το τραπέζι για εξασφάλιση μεταγραφών, ήταν συνηθισμένες αποκαλύψεις για τα Football Leaks και το δίκτυο EIC. Η σύμπραξή τους έδωσε την ώθηση στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να διεισδύσει στα κυκλώματα ξεπλύματος και φοροδιαφυγής, η οποία άγγιζε πολύ μεγάλα ονόματα του ποδοσφαίρου. Aποκάλυψε την υπόθεση βιασμού του Κριστιάνο Ρονάλντο, καθώς και τα μεγαλεπίβολα σχέδια των «μεγάλων» για ξεχωριστή Ευρωπαϊκή Λίγκα, προκειμένου να πετάξουν εκτός παιχνιδιού την UEFA.
O περίφημος Τζον, όπως ήταν το ψευδώνυμό του, των Football Leaks και το δίκτυό του διέρρευσαν περίπου 70 εκατομμύρια έγγραφα και 3.4 terabytes δεδομένων, με ευαίσθητες πληροφορίες για ανθρώπους που κινούν τα νήματα στην κορυφή της ποδοσφαιρικής πυραμίδας. Και προφανώς, αυτό ενόχλησε πολλούς. Η ταυτότητά του έγινε γνωστή από το περιοδικό Sabado, αναπαράχθηκε από τη Marca και τελικά το ένταλμα που ονειρεύονταν πολλοί από εκείνους που εξέθεσε, βγήκε πριν από έξι εβδομάδες.
Παρά το αίτημα των δικηγόρων του ότι πρέπει να κριθεί ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος (whistleblower) και όχι ως εγκληματίας, την Τρίτη (5/3) το ουγγρικό δικαστήριο άναψε το «πράσινο φως» για την έκδοσή του στην Πορτογαλία. Εκεί, θα δικαστεί για εκβιασμό, παραβίαση απορρήτου και παράνομη πρόσβαση σε πληροφορίες. Όσοι βρίσκονται απέναντί του τον καταγγέλλουν για hacking, ενώ η Μπενφίκα, από τους οπαδούς της οποίας έχει δεχθεί τις περισσότερες απειλές, θεωρεί ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην Πόρτο εμπιστευτικά έγγραφα, τα οποία οδήγησαν στη συνέχεια στο στο σκάνδαλο που έσκασε σαν βόμβα στο πορτογαλικό ποδόσφαιρο, εμπλέκοντας τους «αετούς» σε υποθέσεις δωροδοκίας, διαφθοράς και πλαστογράφησης. Η ταυτότητα και το πρόσωπό του έγιναν γνωστά σε όλους, μετά από αυτήν ακριβώς την κατηγορία. Ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι ποτέ του δεν έλαβε χρήματα για όλα αυτά, ενώ καμία δικογραφία δεν τον εμπλέκει με την Μπενφίκα. Η υπόθεση του εκβιασμού αφορά την περίπτωση της Doyen Sports, η οποία τον κατηγορεί ότι την προσέγγισε για να ζητήσει χρήματα προκειμένου να μην αποκαλύψει πληροφορίες. Ο Πίντο παραδέχεται δημόσια ότι ο δικηγόρος του είχε πράγματι επαφή με την εταιρεία, έχοντας όμως ως μόνο στόχο να δει το πόσο κοστολογούσαν τη σιωπή του προκειμένου να τους εκθέσει ακόμα περισσότερο. Στο τέλος, ξεκαθαρίζει, δεν δέχθηκε κανέναν συμβιβασμό μαζί τους. «Όλα όσα έχω κάνει έγιναν για το δημόσιο συμφέρον, επειδή ήταν απαραίτητο να εκτεθούν και να βοηθηθούν οι ευρωπαϊκές αρχές στην κατανόηση της εγκληματικότητας που υπάρχει γύρω από το ποδόσφαιρο», είπε ο ίδιος ενώπιον της έδρας, χωρίς ωστόσο να την πείσει. Οι δικηγόροι του αναμένεται να κάνουν έφεση, ελπίζοντας σε ανατροπή. Ξέρουν όμως ότι αυτό θα είναι πολύ δύσκολο.
Ο Μάικλ Βούλσινγκερ από το Spiegel είχε περιγράψει τον “Τζον” ως έναν ρομαντικό του ποδοσφαίρου. «Αγαπούσα το ποδόσφαιρο από μικρό παιδί και κατάλαβα ήδη από τον καιρό του κανονισμού Μποσμάν ότι αναπτυσσόταν προς την λάθος κατεύθυνση. Οι καλύτεροι νέοι ποδοσφαιριστές απλά πήγαιναν στις κορυφαίες ομάδες. Όλος ο ανταγωνισμό λειτουργούσε προς όφελος των κορυφαίων ομάδων. Η βασική αφορμή ήταν τα σκάνδαλα της FIFA το 2015. Μαζί με τις συλλήψεις στη διεθνή ομοσπονδία, είδα ότι ότι υπήρχαν ανωμαλίες σε πολλές μεταγραφές στην Πορτογαλία. Όλο και περισσότεροι επενδυτές έμπαιναν σε αυτή. Έτσι αποφάσισα να συλλέξω δεδομένα», έλεγε στο γερμανικό περιοδικό στις αρχές Φεβρουαρίου, με ένα βραχιολάκι εντοπισμού στο πόδι.
Η υπόθεση του Πίντο ξεσήκωσε κύμα στήριξης. Όχι φυσικά από τα πάνω του ποδοσφαίρου, αλλά από τα κάτω. Οπαδοί της Ντόρτμουντ σήκωσαν στον αγώνα του Champions League με την Τότεναμ μέσα στο Γουέμπλεϊ πανό που απαιτούσε την απελευθέρωσή του, αποκαλώντας την FIFA και την UEFA «μαφία». Οι οπαδοί της Άουγκσμπουργκ και της Πάντερμπορν έκαναν το ίδιο, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά την ξεχωριστή οπαδική κουλτούρα που έχει αναπτυχθεί στη Γερμανία. Η εξέλιξη της υπόθεσής του δεν αφορά όμως μόνο τον ίδιο τους οπαδούς και γενικά το ποδόσφαιρο. «Οι whistleblowers υπάρχουν μόνο λόγω των πολλών άνομων πρακτικών που διαιωνίζονται στις κοινωνίες μας», δήλωνε χαρακτηριστικά. Πριν από περίπου έναν χρόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε νέο νόμο για την ενίσχυση της προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, αναγνωρίζοντας το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν στην αντιμετώπιση της διαφθοράς. Πριν από πέντε μέρες, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο απεφάνθη ότι η προτεινόμενη οδηγία βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση, προκειμένου να δοθεί στους πολίτες κεντρικός ρόλος για τη διασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων. Για τον Πίντο όμως φαίνεται πως όλα αυτά δεν ισχύουν. Αν δεν διεξαχθεί η δίκη, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το αν πράγματι ήταν κι ο ίδιος «καθαρός». Οι αποκαλύψεις όμως που έγιναν από την πλευρά του, είναι πράγματι σχετικές με το δημόσιο συμφέρον.
«Κατά την άποψή μου, ο Ρούι Πίντο δεν είναι εγκληματίας. Είναι ένας μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος και πρέπει να προστατευτεί με κάθε κόστος», δήλωσε στον Guardian ο Πίπο Ρούσο, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, που ειδικεύεται στις ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις, προσθέτοντας: «Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στο ποδόσφαιρο που θέλουν να τον δουν στη φυλακή, ελπίζοντας να σταματήσουν οι διαρροές. Αλλά δεν νομίζω ότι με το να περιορίσουν ένα άτομο, θα τα καταφέρουν. Αυτά είναι ευσεβείς πόθοι». Το δικαστήριο είχε διαφορετικά κριτήρια και πλέον μένει να δούμε αν οι φόβοι του Πίντο θα επιβεβαιωθούν, δίνοντας και το παράδειγμα για όσους αποφασίσουν στο μέλλον να τα βάλουν με τα θηρία…
Πηγή: gazzetta.gr