Ήταν τα χρόνια της μεγάλης ύφεσης ή αλλιώς της «κατάθλιψης», όπως έμεινε στην ιστορία η περίοδος του Μεσοπολέμου στη Γερμανία. Σταδιακά οι αστοί που είδαν την ποιότητα της ζωής τους να υποβαθμίζεται, έγιναν υποστηρικτές του ανερχόμενου Αδόλφου Χίτλερ. Κάπως έτσι και η οικογένεια του Μπερτ Καρλ Τράουτμαν τον ώθησε προς αυτό που έκαναν και όλοι οι άλλοι της γειτονιάς. Ο έφηβος Μπερτ βρέθηκε στη Νεολαία του Χίτλερ, ασπάστηκε τις ιδέες και διακρίθηκε στα αθλήματα. Επαιξε ποδόσφαιρο σε όλες τις θέσεις και χάντμπολ. Τελικά είπε να ασχοληθεί με το πρώτο, αλλά τον βρήκε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τον πήρε μακριά.
Με την αεροπορία «Luftwaffe» στάλθηκε στο ανατολικό μέτωπο, μα σταδιακά οι ανάγκες του άλλαξαν προορισμό και έτσι το 1943 βρέθηκε να πολεμάει στα δυτικά. Εκεί τον συνέλαβαν οι Αγγλοι και τον έστειλαν στην πατρίδα τους. Μόνο που με τη λήξη του πολέμου, εκείνος αρνήθηκε να επιστρέψει στη δική του. Ζήτησε και έλαβε άσυλο και έμεινε σε ένα χωριό κοντά στο Λίβερπουλ. Θυμήθηκε ότι ήταν καλός τερματοφύλακας και πήρε θέση στην τοπική ομάδα της Αγίας Ελένης.
Ένα φιλικό κόντρα στη Σίτι το 1949 του άνοιξε τον δρόμο για το Μάντσεστερ. Ο Τράουτμαν ήταν τρομερά ικανός για να παίζει ερασιτεχνικά και έκανε το άλμα για την μεγάλη κατηγορία. Οταν όμως έμαθαν οι οπαδοί της Σίτι, ότι στην ομάδα τους είχε ενσωματωθεί ένας Γερμανός, επαναστάτησαν και έγινε κακός χαμός στο παλιό «Μέιν Ρόουντ». Φυλλάδια, ντουντούκες και 30.000 φίλοι των Πολιτών κατέκλυσαν τους δρόμους, ενώ άπειρα ήταν τα γράμματα διαμαρτυρίας στα γραφεία του club. Υπό αυτές τις συνθήκες ο 26χρονος τότε πορτιέρο κλήθηκε να αντικαταστήσει τον θρυλικό για τη Σίτι, Φρανκ Σουίφτ. Τελικά η ιστορία έγραψε ότι τον ξεπέρασε κι εκείνον, για να γίνει ο κορυφαίος ever στους γαλάζιους του Μάντσεστερ.
Οι οπαδοί της Σίτι μόλις κατάλαβαν τι κελεπούρι ήταν ο Γερμανός, τον αποδέχτηκαν και τον λάτρεψαν. Χρειάστηκε ωστόσο, αρκετός χρόνος, ώστε να το κάνουν και οι αντίπαλοι. Σε κάθε επίσκεψη εκτός έδρας, σε κάθε πόλη, θυμούνταν τους βομβαρδισμούς του Χίτλερ και του πετούσαν αντικείμενα. Εκείνος όμως έμαθε να το υπομένει, δεν παραιτήθηκε και με τα χρόνια κατάφερε να κερδίσει τον σεβασμό όλης της χώρας, για να φτάσει μεγαλώνοντας να τοποθετηθεί στο Hall of fame του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Έπειτα από 548 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις και παίζοντας με τη Σίτι από το 1949 έως και το 1964 σε ηλικία 41 ετών, ο Τράουτμαν έφτασε να θεωρείται ό,τι καλύτερο έχει φορέσει τα γάντια του συλλόγου. Το 1956 μάλιστα οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου και ανακηρύχτηκε κορυφαίος παίκτης της σεζόν όχι μόνο στο Μάντσεστερ, μα σε ολόκληρη την Αγγλία. Το πιο εκπληκτικό στατιστικό που έχει μείνει από την εποχή της κυριαρχίας του, ήταν ότι απέκρουσε το 60% των πέναλτι που του εκτέλεσαν.
Μοναδικό παράπονό του ήταν ότι ουδέποτε φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής Γερμανίας. Αυτό δεν συνέβη όμως επειδή υπήρχε καλύτερός του. Απλά, όταν τον επισκέφτηκε το 1953 ο εκλέκτορας, Ζεπ Χέρμπεργκερ, του εξήγησε ότι η φήμη του ήταν τεράστια, μα και ότι εξαιτίας πολιτικών συνθηκών και του ότι αγωνιζόταν στην Αγγλία, δεν μπορούσε να τον καλέσει. Η συνέπεια ήταν να χάσει την επόμενη χρονιά την κατάκτηση του Μουντιάλ και το «Θαύμα της Βέρνης». Αυτός, για τον οποίο εκείνη την περίοδο, ο θρυλικός Λεβ Γιασίν ισχυριζόταν ότι: «Εγώ και Τράουτμαν είμαστε οι μεγαλύτεροι τερματοφύλακες στον κόσμο».
Πηγή: gazzetta.gr