Το ποδόσφαιρο έχει φωτεινή και σκοτεινή πλευρά, έγραφε ο Εδουάρδο Γκαλεάνο. Το δικό του σκοτάδι συνδεόταν περισσότερο με περιπτώσεις σαν των παικτών της Ντιναμό Κιέβου που νίκησαν τους ναζί στο γήπεδο και στη συνέχεια θανατώθηκαν. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο το σκοτάδι διαφέρει. Δεν «σκοτώνουν» άλλοι τους παίκτες, αλλά το ίδιο το σύστημα. Ο Περ Μερτεσάκερ ήταν από εκείνους που σήκωσαν το φέρετρο του Ρόμπερτε Ένκε, όταν το 2009 αυτοκτόνησε. Ο Γερμανός στόπερ της Άρσεναλ αποφάσισε μετά το τέλος της σεζόν να αποσυρθεί. Να κρεμάσει τα παπούτσια του. Ένας ποδοσφαιριστής που έχει τίτλους, έχει παίξει Champions League, έχει κατακτήσει Μουντιάλ και έχει αγωνιστεί στο υψηλότερο επίπεδο για αρκετά χρόνια. Θα περίμενε κανείς κοιτάζοντας πίσω να χαμογελά πλατιά. Εκείνος αγχώνεται. Τρέμει. Το σκοτάδι δεν μπορεί να διαλυθεί από τους προβολείς της δημοσιότητας. Η τρομερή συνέντευξη που έδωσε στο Spiegel μοιάζει με ψυχανάλυση, προάγγελος της βιογραφίας του που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα. Την παραχώρησε, θέλοντας να πληροφορήσει τις γενιές που ακολουθούν για την βαρβαρότητα της ποδοσφαιρική βιομηχανίας, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως τονίζει, ότι δεν αναγνωρίζει τα προνόμια που του πρόσφερε μια ζωή στο υψηλότερο επίπεδο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Τα χρήματα, η δόξα, τα ακριβά σπίτια, τα αυτοκίνητα, οι διακοπές και οι εμπειρίες όμως δεν ζουν μόνες τους. «Είσαι πάντα ο παίκτης και ποτέ ο άνθρωπος πίσω από τη φανέλα», λέει χαρακτηριστικά και μιλάει για πρώτη φορά για τη ναυτία. Ξεκινούσε τη νύχτα πριν το ματς. Ο Κλέμενς Φριτς, συγκάτοικός του στη Βέρντερ, προσπαθούσε να κοιμηθεί πάντα πριν από αυτόν γιατί το δεξί του πόδι τιναζόταν τόσο δυνατά, που έκανε το πάπλωμα να θροΐζει. Ακολουθούσε τα πρωινά η διάρροια. Ο Μερτεζάκερ αναγκάστηκε για ένα διάστημα να ζει μόνο με νουντλς και λίγο ελαιόλαδο. Δεν έτρωγε τίποτα μέχρι και τέσσερις ώρες πριν τη σέντρα του αγώνα, ώστε το στομάχι του να είναι άδειο όταν ξεκινά η τάση για εμετό. Η καριέρα του πήρε σύντομα ανοδική πορεία. Όταν στα 15 του αντιμετώπισε μια αναπτυξιακή δυσλειτουργία και το γόνατό του πονούσε ανυπόφορα, το «ούτως ή άλλως δεν θα τα καταφέρεις» του πατέρα του λειτούργησαν απελευθερωτικά. Το 2003 υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο και λίγο πριν αλλάξει η χρονιά, έκανε ντεμπούτο στην Μπουντεσλίγκα. Χρειάστηκε περίπου 20 παιχνίδια για να κληθεί στην εθνική. «Το ένα highlight ακολουθούσε το άλλο. Αλλά ήταν ήδη δύσκολη η εξισορρόπηση. Αποφοίτησα από το λύκειο, πήγαινα προπόνηση κάθε μέρα και έπαιζα τα Σαββατοκύριακα. Συχνά έλεγα στον εαυτό μου: “μην το σκέφτεσαι, απλά συνέχισε, συνέχισε”. Γιατί φυσικά, σε κάποιο σημείο αντιλαμβάνεσαι ότι όλα αυτά είναι ένα βάρος, σωματικό και πνευματικό, που πρέπει να το χειριστείς και να το αντιμετωπίσεις. Πλέον, σε καμία περίπτωση δεν έχει να κάνει με το να περνάς καλά και πρέπει να αποδίδεις, χωρίς αν, χωρίς αλλά, ακόμα κι αν είσαι τραυματίας». Όταν αναγκάστηκε το 2005 να παίξει για πρώτη φορά με χοντρό πρόβλημα στον αχίλλειο, κατάλαβε πως: «σε αυτή τη δουλειά, πάντα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να θυσιάσεις την υγεία σου». Η θυσία αυτή τον έφερε το 2006 στο Μουντιάλ. «Φυσικά ήμουν πολύ απογοητευμένος όταν χάσαμε από την Ιταλία και αποκλειστήκαμε από το τουρνουά στα ημιτελικά, αλλά περισσότερο από όλα ανακουφίστηκα. Μπορώ ακόμα να το θυμηθώ σαν να ήταν χτες. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν: “Τελείωσε, τελείωσε, τελείωσε”». Δεν είχε να κάνει με τον τραυματισμό του. «Με είχε καταπιεί η πίεση. Αυτό το συνεχές σενάριο τρόμου ότι μπορείς να κάνεις έαν λάθος που να οδηγήσει στο γκολ. Έχεις επίσης τον φόβο και σε άλλα ματς. Συνεχώς να κοιτάς το σκορ και να μετράς τα λεπτά. Όμως στο Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν σε απάνθρωπο επίπεδο. Αλλά μπορούσε να το πω; Ότι ήμουν χαρούμενος που αποκλειστήκαμε;». Και έπειτα έρχονταν τα φώτα. «Ο κόσμος έχει δικαίωμα σε σένα, Περ». Το άκουγε πάντα. Υπήρχαν στιγμές που ήθελε απλά να πάει σπίτι του και να μην μιλήσει σε άνθρωπο. Οι δημοσιογράφοι τον περίμεναν εκεί σαν αρπαχτικά. Κυρίως στα δύσκολα. Τα εύκολα δεν «πουλάνε». Μετά το Μουντιάλ έκανε επέμβαση για να διορθώσει το πρόβλημα. «Ήθελα να απομακρυνθώ όσο το δυνατόν περισσότερο. Ολοι πιστεύουν ότι είναι δραματικό να χάνεις παιχνίδια επειδή είσαι τραυματίας, αλλά δεν είναι. Επειδή είναι ο μόνος τρόπος που μπορείς να έχεις θεμιτό ελεύθερο χρόνο, σε βγάζει από τη ρουτίνα. Τελικά, κανείς δεν ενδιαφέρεται για το αν έπαιξες καλά τα τελευταία 10 ματς. Μόνο το τρέχον ματς, μόνο αυτό μετράει. Το ποδόσφαιρο είναι μια αλληλεπίδραση αγάπης και μίσους. Όταν οι οπαδοί σε χειροκροτούν, είναι απερίγραπτο. Όταν σε αποδοκιμάζουν, βυθίζεσαι στην ντροπή». Δεν είναι μόνο πνευματικό, αλλά και σωματικό. Τουλάχιστον μια φορά το χρόνο το σώμα του κατέβαζε ρολά. «Όταν δεν μπορούσα να συνεχίσω, τραυματιζόμουν. Θα υποστήριζα ότι πολλοί επαναλαμβανόμενοι τραυματισμοί ήταν ψυχολογικοί. Με αυτό τον τρόπο το σώμα βοηθάει την ψυχή να ηρεμήσει. Αλλά κανείς δεν το ελέγχει αυτό». Πέφτει στο κρεβάτι χωρίς να έχει τίποτα, για τρεις μέρες, νιώθοντας μόνο «ολική εξάντληση». Όταν στη Βέρντερ Βρέμης βρήκε ψυχολόγο, αρνήθηκε να τον συναντήσει. Όλοι προσπαθούσαν να δείξουν ότι είναι μια χαρά. «Αστειεύεσαι στα αποδυτήρια, έχεις καλύτερη σχέση με έναν, δύο, τρεις παίκτες. Αλλά αυτό είναι. Κανείς δεν ανοίγεται για να πει πώς πραγματικά νιώθει. Και στις μέρες του αγώνα τρέχουν όλοι στην τουαλέτα». Για να καταφέρει να ανοιχτεί σε ειδικό, έπρεπε να πάει στην Άρσεναλ. Κι ύστερα ήρθε η αυτοκτονία του φίλου του, Ρόμπερτ Ένκε. «Ακόμα κι εγώ δεν ήξερα πόσο άσχημα ήταν. Αυτό λέει κάτι, σωστά;» Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν τα παράτησε νωρίτερα. Η χαρά της νίκης, η θετική ανταπόκριση των προπονητών, η αγάπη για το παιχνίδι, η αίσθηση της ομάδας, ο κόσμος και κυρίως τα παιδιά που σε κάνουν είδωλο, οι νέες προκλήσεις και τελικά η πρόταση από την Άρσεναλ, στην οποία πάντα ήθελε να παίξει. «Είναι σαν μια δίνη από την οποία δεν μπορείς να βγεις», καταλήγει. Και είναι πράγματι έτσι. Όσο κι αν μοιάζουν μερικές φορές, δεν είναι ρομπότ. Την επόμενη φορά που θα καταραστείς λοιπόν τον παίκτη της ομάδας σου που θα χάσει μια ευκαιρία, ή τον αντίπαλο επειδή θα κάνει ένα δυνατό τάκλιν, θυμήσου τα λόγια του Μερτεζάκερ. Την αδιανόητη ψυχολογική και σωματική πίεση που περνούν αυτά τα παιδιά, τον τρόπο που μερικές φορές όλη τους η ζωή κλείνεται σε μια νοητή φυλακή, ανήμπορη να δραπετεύσει. Σκέψου ότι ουσιαστικά στερήθηκαν τα ανέμελα χρόνια που έζησες εσύ, την αϋπνία, τους εμετούς, το ότι φτάνουν σε σημείο να ανακουφιστούν όταν αποκλείεται η ομάδα τους. Ότι το μόνο που θα ήθελαν να δουν είναι το παιδί τους κι όμως, πρέπει να απολογηθούν σε χιλιάδες κόσμου έπειτα από μια ήττα, πρέπει να δουν το φως της κάμερας να τους τυφλώνει και να ακούσουν τις φωνές των δημοσιογράφων να τρυπούν τα αυτιά τους. Και έπειτα αναρωτήσου αν θα μπορούσες να το αντέξεις. Ακόμα κι αν έπαιρνες τα λεφτά τους, ακόμα κι αν αυτό θα σήμαινε ότι κάνεις το παιδικό σου όνειρο πραγματικότητα. Συχνά το όνειρο από τον εφιάλτη απέχει μόλις 90 λεπτά. Πηγή: gazzetta.gr