Τούτο το κείμενο δεν έχει σκοπό να εξιστορήσει τα επιτεύγματα και τις υπερβάσεις του Μικρού Βούδα. Αποτελεί μια περισσότερο εσωτερική διεργασία, μια απόπειρα εξήγησης στους νεότερους γιατί ο Μπάτζιο είναι ένα είδωλο υπεράνω ομάδων και προτιμήσεων, ένας σπάνιος εκφραστής του ποδοσφαίρου, όπως αυτό βρίσκεται φυλακισμένο στα πιο απόκρυφα του ρομαντισμού μας. Στα χρόνια τις δικής μας παιδικότητας, όπου το ίντερνετ ήταν μάλλον επιστημονική φαντασία, η εικόνα που σχηματιζόταν για τα είδωλα της Κυριακής δεν γινόταν να προκύψει από αλλεπάλληλα βιντεάκια στο YouTube. Δεν υπήρχαν τα Social Media για να κάνεις like στη selfie του παιχταρά με το γαμάτο αυτοκίνητο, ούτε η δυνατότητα να του αφήσεις σχόλιο κάτω από την ανάρτηση και να πεις μετά στους φίλους σου ότι επικοινώνησες μαζί του. Γι’ αυτό και αρκούσαν μερικές στιγμές από τις παραστάσεις του για να οικοδομήσουν μια μορφή μυθική, απόμακρη, σχεδόν ουτοπική. Έναν ποδοσφαιρικό θεό που σε έβαζε στο παιχνίδι, σου έδειχνε τους κανόνες και τις νόρμες του, αλλά συχνά τις θρυμμάτιζε εκκωφαντικά, αποδεικνύοντας ότι στην τέχνη δεν μπαίνουν όρια. Επέλεγε πάντα την όμορφη επιλογή όχι λόγω κάποιας ανάγκης να αποδείξει κάτι, ούτε επειδή κυνηγούσε το επιτηδευμένο. Απλά, ήταν πηγαίο. Ο μικρός θεός αυτής της ιστορίας έμοιαζε εγκλωβισμένος σε ένα αλε-ρετούρ στο φανταστικό δρομολόγιο του Δάντη από την Κόλαση στον Παράδεισο. Πριν καν απογειωθεί, βρέθηκε αντιμέτωπος με το άδοξο τέλος. Και στράφηκε σε έναν άλλον θεό, προκειμένου να βρει το δρόμο του. Οι αρχές του βουδισμού βοήθησαν τον Ρομπέρτο Μπάτζιο να σταθεί ξανά στα πόδια του, έπειτα από ένα σενάριο που έμοιαζε βγαλμένο από τον χειρότερο εφιάλτη. Την καταστροφική ζημιά στο γόνατό του, που για αρκετούς ισοδυναμούσε με αυλαία στην παράσταση πριν καν εκείνη ξεκινήσει, ακολούθησε νέα, μόλις στο πρώτο του παιχνίδι με τη φανέλα της Φιορεντίνα, μετά από μήνες θεραπειών. Η πνευματική δύναμη που χρειαζόταν σε μια εποχή όπου η ιατρική επιστήμη δεν ήταν στα σημερινά στάνταρ, ήταν σχεδόν απλησίαστη. Αλλεργικός στα παυσίπονα, μια ατάκα του στον Independent πέρυσι συνοψίζει ίσως όλη την καριέρα του: «Έμαθα να ζω με τον πόνο». Και μια ακόμα την αποστολή του στον επίγειο κόσμο της ασπρόμαυρης θεάς: «Να κάνω τους ανθρώπους ευτυχισμένους». Ακόμα κι αν χρειαζόταν να αντέξει έξι επεμβάσεις στα γόνατα. Οι δικές του εμφανίσεις ξεπέρασαν τα γήπεδα στα οποία έπαιζε. Μάγεψαν τα παιδιά σε όλο τον κόσμο, κάνοντάς τον το δικό τους είδωλο, τον πιο σύγχρονο «Ιταλό Μαραντόνα», τον fantasista που έγινε τραγικός ήρωας και είδε το αστείρευτο ταλέντο του να παλεύει διαρκώς με τις κακοτοπιές.
Ο μικρός Ρομπέρτο τα κατάφερε. Και αφού ξεπέρασε δύο συνεχόμενους τραυματισμούς στο γόνατο, μπορούσε να καταφέρει τα πάντα. Μπορούσε να αμφισβητήσει τον ίδιο τον «θεό», δημιουργώντας ξανά το «γκολ του αιώνα» μέσα στο σπίτι του, το Σαν Πάολο, σε ένα Νάπολι – Φιορεντίνα 0-2. Μπορούσε να προκαλέσει εμφύλιο στην Φλωρεντία και να πετάξει με περιφρονήσει την ομάδα που μόλις είχε πάρει μεταγραφή χωρίς τη θέλησή του, τη Γιουβέντους. Να αρνηθεί να εκτελέσει πέναλτι απέναντι στον πρώην σύλλογό του και να μαζέψει δακρυσμένος το κασκόλ με το έμβλημά του από το χορτάρι. Ήταν εκείνος που πήρε Χρυσή Μπάλα χωρίς να σηκώσει πρωτάθλημα, που μιλούσε για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, το οποίο «κάνει χαρούμενους μόνο εκείνους που πληρώνουν» πολύ πριν βγουν τα πλακάτ των ultras με τα συνθήματα against modern football. Έδωσε μεταφυσικό χαρακτήρα στην πιο διάσημη χαμένη εκτέλεση πέναλτι στην ιστορία του ποδοσφαίρου, στον τελικό του Μουντιάλ 1994 απέναντι στην Βραζιλία. «Μέχρι εκείνο το πέναλτι δεν είχα χάσει κανένα, εκτός από ένα που το έπιασε ο τερματοφύλακας. Και έστειλα την μπάλα τρία μέτρα πάνω από το δοκάρι… Οι Βραζιλιάνοι ευχαρίστησαν τότε τον Άιρτον Σένα που έφυγε από τη ζωή δυο μήνες νωρίτερα. Είναι σίγουροι ότι το λάθος μου οφείλετε σε μια ανώτερη δύναμη και μόνο ο Βραζιλιάνος οδηγός από τον παράδεισο θα μπορούσε να οδηγήσει την μπάλα τόσο ψηλά», έλεγε μετά από αρκετά χρόνια. Ο δικός του παράδεισος σύντομα άρχισε να μοιάζει περισσότερο με κόλαση. Όλα έδειχναν χαμένα μετά τον τελικό του ’94, όταν το παιδί-θαύμα των Ιταλών έγινε αποδιοπομπαίος τράγος, συγκρούστηκε με τους κορυφαίους προπονητές της πατρίδας του, αισθάνθηκε τη χλεύη των μεγάλων του Μιλάνου. Κι όμως, στα 34 έβγαλε ξανά την παλέτα με τα χρώματα στη Μπρέσια, μπήκε στους υποψήφιους για τη Χρυσή Μπάλα και έκανε τον κόσμο να ανοίξει ξανά κουβέντα για νέα μεταγραφή και κλήση του στη Σκουάντρα Ατζούρα. Γκριζαρισμένος, με μια σπάνια εσωτερική δύναμη, απολάμβανε ξανά το ποδόσφαιρο και έκανε τον Αντσελότι να γράψει στο βιβλίο του « ‘Il mio Albero di Natale» ότι ήταν τρελός που τον απέρριψε στη δική του Πάρμα. Το πήγε μέχρι τέλους. Ένα γεμάτο Σαν Σίρο τον συγκλόνισε χειροκροτώντας τον ως αντίπαλο το 2004. Ο Μαλντίνι τον αγκάλιασε ζεστά. «Αυτό το χειροκρότημα ήταν το πιο όμορφο πράγμα», έλεγε μετά από χρόνια σε συνέντευξή του.
Ο Μπάτζιο σπάνια μιλούσε στα ΜΜΕ κι αυτό πολλές φορές εκλαμβανόταν ως αδυναμία. Απέφευγε να μιλήσει και για όσα έκανε έξω από τα γήπεδα. Το 2010 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης για την συνεισφορά του σε «πολλές σημαντικές δράσεις για χάρη νοσοκομείων, ιδρυμάτων και φιλανθρωπιών σε πολλές χώρες του κόσμου». Μάζεψε χρήματα για τους σεισμοπαθείς στην Αϊτή, πρωτοστάτησε στις πρωτοβουλίες για τους πλημμυροπαθείς στη Μιανμάρ, στην αντιμετώπιση της γρίπης των πτηνών στο Λάος. Αν ο Μαραντόνα είναι έρωτας και θάνατος και ο Ροναλντίνιο ο ορισμός του jogo bonito, ο Ρόμπι είναι το ίδιο το ποδόσφαιρο. Με τις χαρές και τις λύπες του. Τα ανεξήγητα και τις τραγικές ειρωνείες. Το δάκρυ και την ανατριχίλα, την ακόρεστη δίψα για το παιχνίδι, την συνεχή προσπάθεια. Η τέλεια αρμονία που μοιάζει απλή, αλλά στην πραγματικότητα είναι πιο δύσκολη από οτιδήποτε. Η αντοχή στον πόνο, η αέναη μάχη, η εσωτερικότητα που μοιάζει ως αδυναμία, όμως είναι ικανή να εκφραστεί στο γήπεδο και να γκρεμίσει τα πάντα. Δεκάρι και επιθετικός, ντελικάτος και ατσάλινος, σολίστας και δημιουργός. Ο Μπάτζιο έγινε στίχος σε ελληνικό τραγούδι που μιλά για την αλλαγή στον κόσμο. «Το είδα κάποια Κυριακή, στις ντρίμπλες του Ρομπέρτο Μπάτζιο, στο βυσσινί του Τισιανού, στο κόκκινο του Καραβάτζιο», ραπάρουν οι Social Waste. Πλάι-πλάι σε έναν Αναγεννησιακό και έναν μπαρόκ ζωγράφο, μπαίνει ένας καλλιτέχνης της μπάλας. Ένας γνήσιος trequartista αντισυμβατικός, αφτιασίδωτος, χωρίς φρου-φρου κι αρώματα, που άγγιξε το θείο. Αν ήταν ήρωας κόμικ ή ταινίας, πολλοί θα έλεγαν τον εμπνευστή του υπερβολικό. Ο Ρόμπι ξεπέρασε την φαντασία. Και κάποια παιδιά που θυμούνται ακόμα εκείνες της Κυριακές, θα τον ευγνωμονούν για πάντα. Πηγή: gazzetta.gr