Ο Αμπντόν Πόρτε γεννήθηκε στη γειτονιά της ελευθερίας (Libertad), εκείνη που τότε, το 1893, θεωρούνταν η πιο βρώμικη και επικίνδυνη του Μοντεβιδέο. Ηταν έξι χρόνια πριν την ίδρυση της μετέπειτα αγαπημένης του Νασιονάλ. Η ζωή του όμως θα πορευόταν για πάντα δίπλα της και για εκείνη θα έσβηνε ένα βράδυ μόνος του από την απελπισία της ποδοσφαιρικής απόρριψης, που για εκείνον είχε αβάσταχτο βάρος, μεγαλύτερο κι από εκείνο της ερωτικής. Στα 11 του κατάφερε να τρυπώσει στις ακαδημίες της Κολόν, που ήταν από τα πιο σπουδαία club της πρώιμης εποχής της μπάλας στην Ουρουγουάη. Μεγαλώνοντας άρχισε να ξεχωρίζει. Ατρόμητος, δυνατός, σκληρός, τα έδινε όλα στο γήπεδο, ακόμα και τη ζωή του και αυτό θα γινόταν και κυριολεκτικά. Αμυντικογενής που έπαιζε στο κέντρο και πιο πίσω και δεν σταματούσε να τρέχει και να καταθέτει ψυχή. Επειδή κάλπαζε, τον αποκάλεσαν «Ινδιάνο» κι εκείνος καμάρωνε που είχε αποκτήσει το δικό του παρατσούκλι, για να γίνει γνωστός. Το μεγαλύτερο όνειρό του όμως παρέμενε ανεκπλήρωτο. Κοιμόταν και ξυπνούσε με την τρέλα να παίξει στη Νασιονάλ. Συνέβη λίγο αφότου έγινε 18 ετών. Το 1911 τον ζήτησαν και αφού πίεσε κι εκείνος, έγινε η μετακίνηση, που θα απέβαινε μοιραία, με τον Πόρτε να σημαδεύει μία όμορφη και ταυτόχρονα μία τραγική σελίδα στην ιστορία του συλλόγου. Το 1917 είχε φτάσει στο αγωνιστικό απόγειό του, κατακτώντας με την Εθνική το Κόπα Αμέρικα εκείνης της χρονιάς, ενώ με την ομάδα έπαιρνε το τέταρτο πρωτάθλημα. Ωστόσο, την επόμενη χρονιά αντιμετώπισε ένα χρόνιο πρόβλημα στο γόνατο και η απόδοσή του έπεσε κατακόρυφα. Αν και ήταν ακόμα νεαρός, μόλις 24 ετών, ο Πόρτε δεν μπορούσε πλέον να είναι το ίδιο καλός. Εχασε σε ταχύτητα, δύναμη και ήρθε η στιγμή που τόσο έτρεμε. Ο πρόεδρος της Νασιονάλ και καλός φίλος του, Χοσέ Μαρία Ντελγάδο, ανέλαβε τη δύσκολη αποστολή να του εξηγήσει ότι θα έμενε στον πάγκο και ότι για τη θέση του είχε αποκτηθεί κάποιος άλλος. Αμέσως ο ποδοσφαιριστής έσκυψε το κεφάλι και του είπε ότι θα έκανε ό,τι ήταν καλύτερο για τη Νασιονάλ. Το χειρότερο όμως δεν είχε φτάσει. Στις 5 Μαρτίου του 1918 κόντρα στην Τσαρλέι, ο Πόρτε έπαιξε για τελευταία φορά βασικός. Νίκησαν 3-1 κι εκείνος έδειχνε ξανανιωμένος, λες και δεν είχε ξαφνικά κανένα πρόβλημα στο διαλυμένο πόδι του. Αμέσως μετά η ομάδα συγκεντρώθηκε στην ταβέρνα όπου πανηγύριζε μεθοκοπώντας τις επιτυχίες της. Εκείνος όμως ήταν λυπημένος. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι πλέον δεν θα ήταν βασικός. Δεν το άντεξε. Στην ταβέρνα δεν έμεινε για πολύ. Βγήκε στο δρόμο και κινήθηκε προς το γήπεδο. Μπήκε στο παλιό «Πάρκε Σεντράλ», και σταμάτησε στο κέντρο του γηπέδου. Εκεί όπου πάντα ακούγονταν τα συνθήματα αποθέωσης για το παίξιμό του, ξαφνικά ήχησε ένας πυροβολισμός. Ο Αμπντόν Πόρτε είχε πέσει νεκρός από το δικό του χέρι. Δίπλα του υπήρχε ένα σημείωμα, ίσως το πιο δραματικό στην ιστορία όλου του ποδοσφαίρου. «Αγαπημένε Ντελγάδο, σε παρακαλώ να φροντίσεις την οικογένειά μου, όπως έδωσα κι εγώ τα πάντα. Και εσύ λατρεμένη μου Νασιονάλ, να θυμάσαι ότι θα είσαι για πάντα η μία και μοναδική μου ερωμένη». Για τους οπαδούς έγινε ένας ήρωας χωρίς λόγο, αλλά με αιτία. Τον λάτρεψαν για πάντα. Κάθε γενιά συνέχισε να μιλάει και να φωνάζει το όνομά του στην εξέδρα. Ακόμα και σήμερα στα εντός έδρας παιχνίδια, μπορείς να διακρίνεις στην εξέδρα που φέρει το όνομά του, ένα τεράστιο πανό που γράφει: «Por la sangre de Abdón» (Για το αίμα του Αμπντόν). Ο θρύλος μάλιστα που διαιωνίζεται, εξιστορεί ότι ο «εραστής» της Νασιονάλ δεν την εγκατέλειψε. Καθώς σβήνουν τα φώτα μετά από τα παιχνίδια, μία φιγούρα εμφανίζεται στο κέντρο του γηπέδου και ακούει τα τραγούδι για τον «Ινδιάνο» που καλπάζει. Πηγή: gazzetta.gr