Ισπανία και Ολλανδία αναμετρούνται αύριο για το βαρύτιμο τρόπαιο και τη δική τους μάχη από τους πάγκους θα δώσουν οι Βιθέντε Ντελ Μπόσκε και Μπερτ Φαν Μάαρβαϊκ. Για να τους γνωρίσουμε καλύτερα…

Βιθέντε Ντελ Μπόσκε

Ο Βιθέντε Ντελ Μπόσκε ήταν μέλος των προπονητικών τιμ της Ρεάλ από το 1985, είτε ως βοηθός, είτε ως πρώτος προπονητής στις μικρότερες ηλικίες. Πήρε το χρίσμα για να κοουτσάρει την πρώτη ομάδα το 1999 και κατάφερε να κάνει την πρώτη έκδοση των «γκαλάκτικος» να τον σεβαστούν όσο κανέναν άλλον.

Δημιούργησε μία εξαιρετική ομάδα, η οποία και αργότερα του χρεώθηκε εξ’ ολοκλήρου, μία ομάδα άκρως επιθετική που σάρωσε τα πάντα στο διάβα της και κέρδισε το θαυμασμό όλων για τις επιδόσεις της. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι επί εποχής Ντελ Μπόσκε οι «μερένχες» είχαν κάθε χρόνο την καλύτερη επίθεση στην Πριμέρα Ντιβιζιόν.

Μετά την αποχώρησή του από τη Ρεάλ, στην ουσία λόγω του παρουσιαστικού του, καθώς σύμφωνα με τον Φλορεντίνο Πέρεθ δεν ταίριαζε στο προφίλ της ομάδας, έμεινε εκτός πάγκων για έναν χρόνο, πριν υπογράψει στη Μπεσίκτας το καλοκαίρι του 2004.

Το πέρασμά του από την τουρκική ομάδα συνοδεύτηκε από απόλυτη αποτυχία και έπειτα από συνεχόμενα ανεπιτυχή αποτελέσματα απολύθηκε τον Ιανουάριο του 2005. Κάπου εκεί τελείωσε και η καριέρα του σε συλλογικό επίπεδο και το 2008 ανέλαβε τις τύχες της Εθνικής ομάδας της Ισπανίας.

Δύο πρωταθλήματα Ισπανίας τις σεζόν 2000-01 και 2002-03, ένα σουπερκάπ Ισπανίας το 2001, ένα σουπερκάπ Ευρώπης το 2002 και ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο την ίδια χρονιά ήταν κάποιο από τους τίτλους που κατέκτησε.

Τα «μαργαριτάρια» όμως στη συλλογή των τίτλων του Ισπανού τεχνικού αποτελούν αναμφίβολα τα δύο Τσάμπιονς Λιγκ που έχει κατακτήσει με τη «Βασίλισσα» το 2000 απέναντι στη Βαλένθια και το 2002 απέναντι στη Λεβερκούζεν.

Μπερτ Φαν Μάαρβαϊκ

Ο Μπερτ Φαν Μάαρβαϊκ «έφτιαξε» το όνομά του κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Φέγενορντ, καθώς πιο πριν δεν είχε καταφέρει να πετύχει κάτι το αξιόλογο, εκτός από έναν τελικό Κυπέλλου με τη Φορτούνα Σιτάρντ.

Πήρε το χρίσμα για να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της ομάδας του Ρότερνταμ το 2001, με την πρώτη του θητεία να λήγει το 2004. Το Ολλανδικό πρωτάθλημα χαρακτηρίζεται από την επιθετική του παραγωγικότητα και ο Φαν Μάαρβαϊκ δε θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο.

Με σύστημα 4-4-2 και επιθετική τακτική δημιούργησε μία κλασική Ολλανδική ομάδα με το βάρος να δίνεται στην επίθεση. Στις τρεις χρονιές στη Φέγενορντ κατέκτησε ισάριθμες φορές την τρίτη θέση της βαθμολογίας της Ερεντιβίζιε.

Την ίδια τακτική ακολούθησε και στη Γερμανία, καθώς το καλοκαίρι του 2004 βρέθηκε στον πάγκο της Ντόρτμουντ, όπου και έμεινε για 2,5 περίπου χρόνια. Ο 58χρονος τεχνικός ξεκίνησε τη θητεία του στο Βεστφάλεν αφήνοντας πολλές υποσχέσεις, καθώς σε μία μεταβατική περίοδο για την ομάδα, με τα χρέη να την βαραίνουν, τερμάτισε στην 7η θέση της Μπουντεσλίγκα, την ίδια που τελείωσε την επόμενη σεζόν, 2005-06.

Η ομάδα έπαιζε πολύ ελκυστικό ποδόσφαιρο και αν το ρόστερ της διέθετε κάποια καλύτερα στοιχεία, θα μπορούσε να πετύχει πολλά περισσότερα. Η τρίτη του χρονιά στη Γερμανία τον βρήκε να ξεκινάει άσχημα και η ρήξη με τη διοίκηση της ομάδας δεν άργησε να έρθει. Απολύθηκε τον Δεκέμβριο του 2006.

Το καλοκαίρι του 2007 επέστρεψε για τη δεύτερη θητεία του στη Φέγενορτντ, η οποία όμως ήταν η χειρότερη από όλες… Η Ολλανδική ομάδα τερμάτισε στην 6η θέση, όμως η κατάκτηση του Κυπέλλου Ολλανδίας έσωσε τη χρονιά, λίγο πριν αναλάβει την Εθνική ομάδα της Ολλανδίας το καλοκαίρι του 2008.

Το Κύπελλο Ολλανδίας το 2008 αποτελεί το μοναδικό του τίτλο εντός συνόρων, ενώ η κατάκτηση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 2002 απέναντι στη Ντόρτμουντ αποτελεί τη μεγαλύτερη διάκρισή του έως και σήμερα.