Το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα και νομιμότητα των πειθαρχικών ποινών της αργίας, αλλά και προστίμου που επιβλήθηκε από το Δευτεροβάθμιο – Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων στον διαχειριστή και εκπρόσωπο, αλλά και στη διευθύντρια των νομικών υπηρεσιών δικηγορικής εταιρείας που λειτουργεί ως εισπρακτική και απασχολεί περίπου 350 εργαζόμενους.
Αφορμή για την επιβολή των πειθαρχικών ποινών παύσης, από 6 μήνες έως ένα έτος και προστίμου συνολικού ποσού 10.000 ευρώ, στάθηκε καταγγελία δανειολήπτριας ότι με μη σύννομες ενέργειες τους παραβίαζαν την ιδιωτική και οικογενειακή της ζωή.
Οι προσφεύγοντας με τις αιτήσεις τους, που συζητήθηκαν σήμερα στην επταμελή σύνθεση του Γ’ Τμήματος του ΣτΕ, στρέφονται κατά του υπουργού Δικαιοσύνης και του ΔΣΑ, ζητώντας να ακυρωθούν όλες οι πειθαρχικές αποφάσεις που τους επιβλήθηκαν, καθώς κρίθηκε ότι λειτουργούσαν με «εισπρακτική διαδικασία, που δεν υπάγεται στο έργο του δικηγόρου» και ενήργησαν κατά παράβαση του Κώδικα Δικηγόρων και του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Επαγγέλματος.
Ο νομικός τους παραστάτης αναφερόμενος στις ποινές έκανε λόγο για παραβίαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας και της επαγγελματικής ελευθερίας αλλά και της ΕΣΔΑ σημειώνοντας ότι οι πειθαρχικές αποφάσεις έχουν υποπέσει σε παραγραφή. Από την πλευρά του, τόσο το υπουργείο Δικαιοσύνης όσο και ο ΔΣΑ, αντέκρουσαν τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει θέμα παραγραφής.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφαση του.