Το ημερολόγιο έδειχνε 5 Μαΐου του 2010 και η Ελλάδα διένυε μία από τις δυσκολότερες περιόδους της. Οι εξοργισμένοι πολίτες είχαν βγει στους δρόμους διαδηλώνοντας κατά του πρώτου Μνημονίου που «όδευε» προς τη Βουλή. Γύρω στις 2 το μεσημέρι όμως ο χρόνος σαν να σταμάτησε. Η Marfin παραδίνεται στις φλόγες. Τρεις υπάλληλοι πεθαίνουν, μεταξύ αυτών και μία έγκυος. Η χώρα βυθίζεται στο πένθος με τους συγγενείς των θυμάτων να ζητούν δικαίωση, μια δικαίωση που 11 χρόνια αργότερα έρχεται ξανά στο προσκήνιο με τον φάκελο της υπόθεσης να ανοίγει ξανά.
Η είδηση έσκασε σαν «βόμβα» την Τετάρτη (31/3). Από την Εισαγγελία Αθηνών διετάχθη προκαταρκτική διερεύνηση αδικημάτων για την υπόθεση της Marfin, κατόπιν νέων στοιχείων που προσκομίσθηκαν από την ΕΛ.ΑΣ..
Η διερεύνηση ανατέθηκε στην Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφαλείας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής.
Όπως έγινε γνωστό από πηγές του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, για την υπόθεση έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον ο ίδιος ο υπουργός, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ενώ επισημάνθηκε πως ποτέ δεν εγκαταλείφθηκαν οι έρευνες από την πλευρά της Ασφάλειας.
Τα καινούργια στοιχεία που αφορούν τον εμπρησμό της τράπεζας περιλαμβάνουν εκτός των άλλων υλικό από κάμερες και βάζουν στο στόχαστρο τέσσερα πρόσωπα.
Το χρονικό του εμπρησμού της Marfin
Το κέντρο της Αθήνας έχει γεμίσει με διαδηλωτές που δείχνουν την αντίθεσή τους στην υπογραφή της δανειακής σύμβασης. Ενώ η πορεία είναι σε εξέλιξη ομάδα αγνώστων ρίχνει βόμβες μολότοφ στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin επί της οδού Σταδίου την ώρα που βρίσκονταν μέσα σε αυτό περίπου 25-30 εργαζόμενοι.
Οι σκηνές είναι δραματικές. Η τράπεζα τυλίγεται στις φλόγες και οι εργαζόμενοι τρέχουν να σωθούν. Οι περισσότεροι κατόρθωσαν να διαφύγουν, η Πυροσβεστική διέσωσε πέντε άτομα ενώ τρία άφησαν εκεί την τελευταία της πνοή.
Νεκροί ανασύρονται η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος 4 μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, 36 ετών και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών. Οι τρεις άτυχοι εργαζόμενοι εγκλωβίστηκαν από τις φλόγες στον 3ο όροφο του κτιρίου με αποτέλεσμα να πεθάνουν από ασφυξία.
Ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσάφτης ανέφερε τότε: «Ο καπνός και τα τοξικά αέρια από την καύση των πλαστικών και χαρτικών τους σκότωσαν σχεδόν αμέσως. Απώλεσαν τις αισθήσεις τους και λίγο μετά πέθαναν».
Οι περιγραφές σοκάρουν. Τα τρία που ανασύρθηκαν νεκρά είχαν τα στόματά τους ανοιχτά και τα πρόσωπά τους ήταν μαύρα από τον καπνό. Προσπάθησαν μάλιστα να βγουν από το εσωτερικό του κτιρίου από την πόρτα της ταράτσας, η οποία όμως δεν άνοιγε.
Οι περισσότεροι υπάλληλοι βρέθηκαν και στοιβάχτηκαν στον φωταγωγό που επικοινωνούσε μέσω πλέγματος με την ταράτσα. Αναρριχήθηκαν από τον φωταγωγό στη στέγη και πήδηξαν σε διπλανό κτίριο ενώ έσπασαν τη τζαμαρία του με καδρόνι.
«Να καείτε»
Στη δικογραφία της πολύκροτης υπόθεσης οι μαρτυρίες προκαλούν ανατριχίλα. Μεταξύ άλλων φέρεται να ακούστηκε η φράση «Να καείτε μ…να, μα καείτε, σε τράπεζα δουλεύετε». Την ώρα που το ισόγειο καιγόταν και κάποιοι υπάλληλοι για να σωθούν είχαν βγει στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, ακούγονταν αυτό το «σύνθημα» ενώ αυτόπτης μάρτυρας κατέθεσε πως το συγκεντρωμένο πλήθος τους πετούσε πέτρες.
Την ίδια στιγμή ο κόσμος τρελαμένος έκανε στην άκρη για να διευκολύνει τη διέλευση της Πυροσβεστικής και προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα ώστε να απεγκλωβιστούν οι εργαζόμενοι.
Η ανώνυμη επιστολή και οι καταδίκες
Λίγο πριν από την πρώτη «μαύρη» επέτειο του εμπρησμού της Marfin στα χέρια της αστυνομίας φτάνει μια ανώνυμη επιστολή που κατονόμαζε τρεις ανθρώπους για τα γεγονότα της οδού Σταδίου. Στην ίδια επιστολή υπήρχαν τα ονόματά τους, τα στοιχεία των ταυτοτήτων τους, τα κινητά τους τηλέφωνα και οι αριθμοί κυκλοφορίας των οχημάτων τους.
Κατηγορίες τελικά απαγγέλθηκαν κατά ενός τότε 34χρονου Θ.Σ. που παραδέχθηκε ότι μετείχε στην πορεία, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ενεπλάκη στον εμπρησμό της Marfin ενώ κατηγορήθηκε και για την επίθεση στον «Ιανό». Σε επιστολή του μάλιστα ανέφερε: «Θα επαναλάβω ξανά πως η αξιοπρέπειά μου ως άνθρωπος αλλά και ως άτομο που μιλάει για ελευθερία και αντιεξουσία δεν θα μου επέτρεπε να κάνω αυτό για το οποίο κατηγορούμαι».
Σύμφωνα με την υπεράσπιση του, ο κατηγορούμενος ουσιαστικά «στοχοποιήθηκε» από τις διωκτικές αρχές λόγω των πολιτικών απόψεων του, με «μοναδικό στοιχείο σε βάρος του» μία ανώνυμη επιστολή, ενώ επισημαίνονται «σοβαρότατες παρατυπίες» και αγνόηση καταθέσεων, φωτογραφιών και βίντεο που εμφανίζουν τον κατηγορούμενο να βρίσκεται πολύ μακρύτερα από την τράπεζα την επίμαχη στιγμή της βομβιστικής επίθεσης.
Μετά την απολογία του στον ανακριτή είχε προκύψει διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα για την προφυλάκισή ή μη, με την εισαγγελική λειτουργό να τάσσεται υπέρ της κράτησης του και τον ανακριτή να θεωρεί πως δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να διαταχθεί η προφυλάκιση. Τη θέση του ανακριτή είχε υιοθετήσει και το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που είχε κληθεί να άρει τη διαφωνία ανακριτή-εισαγγελέα, και έτσι ο κατηγορούμενος είχε αφεθεί ελεύθερος.
Σε άλλη δίκη που ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2013 κρίθηκαν ένοχοι ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου και η διευθύντρια του καταστήματος για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, τις σωματικές βλάβες άλλων 21 υπαλλήλων και για πολλαπλές παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού.
Oι τρεις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, οι δύο πρώτοι 22 ετών και η διευθύντρια του καταστήματος 5 ετών και ενός μήνα.
Το δικαστήριο δεν αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό στους τρεις καταδικασθέντες, ενώ έδωσε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση, θέτοντας όμως όρο για τους δύο πρώτους κατηγορούμενους την καταβολή, εντός 40 ημερών, χρηματικής εγγύησης 30.000 ευρώ.
Επίσης, με πρόταση της εισαγγελέως, το δικαστήριο διαβιβάζει αντίγραφα της δικογραφίας στην εισαγγελία πρωτοδικών, προκειμένου να διερευνηθούν ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες σε βάρος και κάθε άλλου υπευθύνου της τράπεζας για το τραγικό συμβάν.
Στην πρότασή της, η εισαγγελέας είχε ζητήσει την ενοχή τεσσάρων στελεχών της τράπεζας, τόσο για τον θάνατο των τριών, όσο και για τη σωρεία των σωματικών βλαβών σε βάρος άλλων εργαζομένων.
Όπως είχε αναφέρει στην πρότασή της, οι κατηγορούμενοι «μπορούσαν να προβλέψουν και να αποτρέψουν το αποτέλεσμα, αλλά εκείνοι δεν έλαβαν κανένα μέτρο πυροπροστασίας ή εκκένωσης του κτιρίου».
Η εισαγγελέας μάλιστα τόνισε ότι οι κατηγορούμενοι «ακόμη και την ύστατη στιγμή δεν εκκένωσαν το κατάστημα το οποίο ήταν γυμνό και απροστάτευτο. Έπρεπε να εκκενωθεί, όπως εκκενώθηκαν άλλες τράπεζες στην περιοχή εκείνη την ημέρα».
Κατά την εισαγγελική λειτουργό, οι κατηγορούμενοι είχαν ρητή υποχρέωση να μεριμνήσουν για την πυρασφάλεια αλλά και να έχουν εκπαιδεύσει το προσωπικό, αφού το κατάστημα γινόταν συνεχώς στόχος εμπρησμών.
Τόνισε, επίσης, ότι οι υπεύθυνοι ασφαλείας δεν μερίμνησαν ώστε να καταρτιστεί μελέτη πυροπροστασίας και ούτε πήραν πιστοποιητικό ασφαλείας από την Πυροσβεστική.
Η δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη και το «άνοιγμα» του φακέλου
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μόλις ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας ανακοίνωσε την πρόθεσή του να ανοίξει εκ νέου τον φάκελο της υπόθεσης της Marfin.
Στον χώρο που μέχρι τη μοιραία εκείνη ημέρα ήταν το υποκατάστημα της τράπεζας έχει τοποθετηθεί ένα μνημείο για τα θύματα της τραγωδίας.
Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν στις 9 Μαΐου 2020, παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, του πρωθυπουργού Κυριακού Μητσοτάκη, πολιτικών και συγγενών των θυμάτων. Στην Πλακέτα του Μνημείου αναφέρεται: «Σε αυτό το κτίριο στις 5 Μαΐου 2010 δολοφονήθηκαν η Παρασκευή Ζούλια, η εγκυμονούσα Αγγελική Παπαθανασοπούλου, ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, θύματα του τυφλού μίσους που γεννά ο διχασμός. Τιμούμε τη μνήμη τους. Ποτέ ξανά. Μάιος 2020».