Στην ανάγκη έναρξης ουσιαστικού εθνικού διαλόγου για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής δικαιοσύνης σε σχέση με την ανάπτυξη, αναφέρεται σε εκτενές κείμενό του ο πρώην υφυπουργός και στέλεχος του ΚΙΔΗΣΟ, Μιχάλης Καρχιμάκης.
Ο κ. Καρχιμάκης τονίζει ότι «ακόμα μία φορά όμως, διαπιστώνεται ότι τόσο οι Ευρωπαίοι εταίροι όσο και η κυβέρνηση, προάγουν, χάριν της “επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης”, την αναμόρφωση των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και κατά κάποιες πληροφορίες που έρχονται στη δημοσιότητα, πιθανόν και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ενώ ουδείς λόγος γίνεται για οποιαδήποτε τροποποίηση-αναμόρφωση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος ρυθμίζει την δικονομική διαδικασία επίλυσης όλων των διοικητικών διαφορών χρηματικού περιεχομένου που αφορούν στην είσπραξη δημοσίων εσόδων».
Ο πρώην υφυπουργός υπογραμμίζει πως «οι μεταρρυθμίσεις που φαίνεται να προετοιμάζονται είναι προσανατολισμένες στην κατεύθυνση κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των τραπεζών εις βάρος των πολιτών» και αναφέρει το παράδειγμα της αλλαγής των κριτηρίων κατάταξης των πιστωτών στην περίπτωση χρεωκοπίας και εκκαθάρισης επιχείρησης, και η εξαίρεση του δικαιώματος αποζημίωσης των εργαζομένων από εκείνα που ικανοποιούνται προνομιακά.
Στη συνέχεια ο κ. Καρχιμάκης αναφέρεται στη διαμόρφωση προτάσεων για το ζήτημα για τις οποίες, όπως λέει, απαιτούνται τα εξής:
«1. ΕΝΑΡΞΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ-συνδιαμόρφωση των προτάσεων για την επιτάχυνση και αποτελεσματικότητα της Διοικητικής Δίκης από όλους του εμπλεκόμενους φορείς, Δικαστικούς Λειτουργούς, Δικηγόρους, Δικαστικούς Υπαλλήλους κ.λπ.
2. ΘΕΣΠΙΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ – ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. Η δικαστική εξουσία και ιδίως η διοικητική δικαιοσύνη μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο όταν υπάρχει αποτελεσματική διοίκηση και αποτελεσματική νομοθέτηση.
3. ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ».
Στη συνέχεια ο κ. Καρχιμάκης προτείνει ότι πρέπει να εξεταστούν τα εξής:
1) Η δυνατότητα θέσπισης επιπλέον όρων και προϋποθέσεων στη χορήγηση αναστολής από τα Διοικητικά Δικαστήρια.
Α) Με το καθεστώς που ισχύει έως σήμερα στις Δικονομίες των Διοικητικών Δικαστηρίων, και συγκεκριμένα στη Δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας, στη Δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τη Δικονομία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, οι ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ που εξετάζονται για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων είναι (με μικρές παραλλαγές σε κάθε ειδικότερο δικονομικό κείμενο):
i. Η πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος(ελάχιστες περιπτώσεις αναστολών χορηγούνται γι αυτό το λόγο)
ii. Η απόδειξη εκ μέρους του αιτούντος την αναστολή , ΟΤΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΘΑ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΗ ΒΛΑΒΗ, ΣΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥ, καθώς και η επίκληση περιουσιακών αγαθών εις βάρος των οποίων επαπειλούνται μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η δεύτερη αυτή περίπτωση, η οποία είναι και μακράν η συνηθέστερη αιτία χορήγησης αναστολής, επιφέρει ως αποτέλεσμα την αναστολή , δηλαδή το «πάγωμα» εκτέλεσης της διοικητικής πράξης στην οποία αφορά, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση οριστική από το Διοικητικό Δικαστήριο.
Ακόμα όμως και όταν εκδοθεί απόφαση από το Πρωτοβάθμιο Διοικητικό Δικαστήριο, είναι δυνατή η αίτηση για τη χορήγηση αναστολής κατά της δικαστικής απόφασης μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του Δευτεροβάθμιου κ.ο.κ.
Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, ο μέσος χρόνος που απαιτείται σήμερα για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από τα ανώτατα Διοικητικά Δικαστήρια είναι από 8 έως και 14 έτη.
Επομένως, σε πολλές περιπτώσεις η τελική έκδοση απόφασης είναι αλυσιτελής και η δικαστική προστασία ανεπίκαιρη καθώς, ο διάδικος μπορεί να έχει πτωχεύσει (όταν πρόκειται για χρηματικό καταλογισμό) , να έχει αποβιώσει κ.ο.κ.
Β) Με δεδομένο, ότι στις ως άνω αναφερόμενες δικονομίες ορίζεται ότι η αναστολή είναι δυνατό να μη χορηγηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος, θα πρέπει να εξεταστούν στα πλαίσια του Εθνικού Διαλόγου:
I. H δυνατότητα νομοθετικής εξειδίκευσης των λόγων δημοσίου συμφέροντος που αποκλείουν τη χορήγηση αναστολής σε αναπτυξιακές δίκες
II. Η δυνατότητα απαγόρευσης χορήγησης αναστολής σε φορολογικές δίκες όταν πιθανολογείται από τον δικαστή η πρόθεση φοροδιαφυγής από τον αιτούντα.
III. H δυνατότητα επανεξέτασης σε ορισμένες περιπτώσεις της χορηγηθείσας αναστολής εντός ενός έτους π.χ. προκειμένου να είναι δυνατό να διακριβωθεί αν συνεχίζει να υφίσταται η οικονομική αδυναμία του αιτούντος.
IV. H θέσπιση ειδικότερων προϋποθέσεων χορήγησης αναστολής στις αναπτυξιακές δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συνάρτηση με το έννομο συμφέρον του αιτούντος.
1β) H οριοθέτηση με νόμο του εννόμου συμφέροντος στις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ειδικότερα στις δίκες που αφορούν σε αναπτυξιακά έργα και επενδύσεις.
Το έννομο συμφέρον , δηλαδή το «δικαίωμα» προσφυγής του πολίτη στα διοικητικά δικαστήρια, λόγω της βλάβης που υφίσταται από την έκδοση κάποιας διοικητικής πράξης, όπως έχει οριστεί από τη Νομολογία , πρέπει να είναι ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ, ΑΜΕΣΟ ΚΑΙ ΕΝΕΣΤΩΣ.
Εντούτοις, ιδίως στις περιβαλλοντικές δίκες που συναρτώνται άμεσα με την εκτέλεση δημοσίων αναπτυξιακών έργων, το έννομο αυτό συμφέρον έχει διευρυνθεί υπέρμετρα με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η άσκηση αίτησης ακυρώσεως και αναστολής στο ΣτΕ ακόμα και από κάποιους πολίτες οι οποίοι έχουν συμμετοχή σε περιβαλλοντικές οργανώσεις χωρίς να έχουν άμεση διασύνδεση με την επίδικη έννομη σχέση.
1γ) H δυνατότητα νομοθετικής πρόβλεψης αποζημιωτικής ευθύνης εις βάρος του φυσικού ή νομικού προσώπου και υπέρ του Δημοσίου που με προδήλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα αλλά με λόγους που επιτρέπουν τη χορήγηση αναστολής και με υπαιτιότητα, προκαλεί επιβράδυνση στην εκτέλεση δημοσίων έργων, συμβάσεων κλπ. εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
2α) Η ανεξαρτησία της λειτουργίας της Δικαιοσύνης τείνει αρκετές φορές να συγχέεται με την απομόνωσή της από τις άλλες δύο λειτουργίες, τη νομοθετική και την εκτελεστική.
Όμως, η ύπαρξη στρεβλώσεων στο επίπεδο της νομοθεσίας οδηγεί αναπόφευκτα στην δημιουργία στρεβλώσεων και στη διοίκηση η οποία καλείται να εφαρμόσει τις νομοθετικές διατάξεις κι εν τέλει επιβαρύνεται υπέρογκα και η διοικητική δικαιοσύνη η οποία επιφορτίζεται με επιπλέον όγκο υποθέσεων που έχουν ανακύψει από τις εν λόγω στρεβλώσεις.
Σε αυτή την κατεύθυνση είναι επιτακτικό να δρομολογηθούν τα εξής:
i. Να επανεξεταστούν και επαναδιατυπωθούν, με προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες της δημόσιας διοίκησης και του πολίτη τα βασικά νομοθετήματα που διέπουν τη διοικητική διαδικασία. Ιδιαίτερα , λόγω και της ισχύος του νόμου «Περί Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης» αλλά και του νόμου για τη «ΔΙΑΥΓΕΙΑ», οι οποίοι παρέχουν ευρεία πρόσβαση του πολίτη στη δημόσια πληροφορία, πρέπει να επανεξεταστούν διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αναφορικά με την πρόσβαση του διοικουμένου στα δημόσια έγγραφα, την έναρξη ισχύος της διοικητικής πράξης από την κοινοποίησή της και τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης.
ii. Ο εκσυγχρονισμός των ως άνω διατάξεων, είναι δυνατό να άρει τα ζητήματα που ανακύπτουν από την περιοριστική αντιμετώπιση που έχει επιφυλάξει έως σήμερα ο νομοθέτης και επομένως να αφαιρέσει ένα μεγάλο τμήμα υποθέσεων που καταλήγουν στα διοικητικά δικαστήρια και οι οποίες πηγάζουν από τις διατάξεις αυτές.
iii. Να δημιουργηθεί στις υπηρεσίες του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γραφείο επεξεργασίας της Νομολογίας, το οποίο θα αναλαμβάνει να εκδίδει μηνιαίως εμπεριστατωμένο δελτίο Νομολογίας για τα διοικητικά θέματα που έχουν κριθεί με αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων και που άπτονται δικών με αναπτυξιακό και οικονομικό ενδιαφέρον για τα συμφέροντα του Δημοσίου και να αποστέλλει με τη μορφή Εγκυκλίου , το δελτίο αυτό στις υπηρεσίες που τις αφορά η νομολογιακή ερμηνεία των ζητημάτων που περιλαμβάνονται.
Έτσι π.χ. για ζητήματα πολεοδομικού, χωροταξικού και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος εν γένει, θα πρέπει να αποστέλλεται μηνιαίως η νομολογιακή αντιμετώπισή τους, στις αρμόδιες υπηρεσίες που εγκρίνουν περιβαλλοντικούς όρους, ώστε να είναι εκ των προτέρων δυνατή η συμφωνία τους με τη νομολογία και να μην απαιτείται η προσφυγή στη δικαιοσύνη για την ακύρωσή τους με την αντίστοιχη αναστολή του έργου στο οποίο θα αφορούν.
iii. Να θεσπιστεί νομοθετικά η υποχρεωτική συμμετοχή στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που επεξεργάζονται νομοθεσία σχετική με τη διοικητική διαδικασία και δικαιοσύνη, διοικητικών δικαστών και διοικητικών υπαλλήλων οι οποίοι είναι οι πλέον κατάλληλοι να εκφέρουν προτάσεις ενίσχυσης και αποτελεσματικότητας του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της διοίκησης και της διοικητικής δικαιοσύνης.
3) Η μέχρι σήμερα προσπάθεια λειτουργίας των επιτροπών επίλυσης διοικητικών διαφορών έχει καταρχήν εστιαστεί στις Επιτροπές Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών του Υπουργείου Οικονομικών.
Τα αποτελέσματα από την πραγματική τους λειτουργία κατέδειξαν ότι η συμβολή τους είναι μάλλον ζημιογόνος για το δημόσιο συμφέρον αλλά και το συμφέρον του πολίτη.
Ο υπέρογκος αριθμός υποθέσεων (περίπου 700 ανεκδίκαστες υποθέσεις παρέμειναν στο τέλος του 2013 στην Επιτροπή του άρθρου 70β) και το δυσνόητο νομικό πλαίσιο με το οποίο θεσπίστηκαν ιδίως οι προθεσμίες προσφυγής, σιωπηρής αποδοχής τους και τεκμαιρόμενης έκδοσης απόφασης, δημιούργησαν τεράστια σύγχυση στους ενδιαφερόμενους και τους δικαστές, επιφόρτισαν με επιπλέον βάρος τα διοικητικά δικαστήρια και απέτρεψαν την δυνατότητα είσπραξης δημοσίου χρήματος.
Είναι άμεση αναγκαιότητα, τώρα πλέον που έχουν εντοπιστεί οι λόγοι δυσλειτουργίας τους, να αναμορφωθεί και κυρίως να αποσαφηνιστεί αρχικά το νομοθετικό καθεστώς που διέπει τις Επιτροπές Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στο Ψήφισμα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών κατά την τελευταία Γενική Συνέλευσή τους, “Τους τελευταίους 30 μήνες έχουν ψηφιστεί έξι αμιγώς φορολογικοί νόμοι με 177 άρθρα και 17 νόμοι στους οποίους συμπεριλήφθηκαν 71 νέες φορολογικές διατάξεις. Για αυτά εκδόθηκαν 111 υπουργικές αποφάσεις και 138 διευκρινιστικές εγκύκλιοι.»
Επιπλέον, απαραίτητη είναι η επαρκής στελέχωση με εξειδικευμένους σε νομικά και φορολογικά θέματα υπαλλήλους, καθώς και η αύξηση των μελών που απαρτίζουν τις εν λόγω επιτροπές.
Συνοψίζοντας, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι καμία μεταρρύθμιση και νομοθετική πρωτοβουλία δεν θα μπορέσει να ευοδωθεί αν δεν προβλεφθεί ΑΜΕΣΑ η αύξηση των οργανικών θέσεων των Διοικητικών Δικαστών και υπαλλήλων των Διοικητικών Δικαστηρίων. Ενδεικτικά οι ετήσια προκήρυξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την πρόσληψη Διοικητικών Δικαστών, του έτους 2014, περιελάμβανε 20 μόνο θέσεις εκ των οποίων οι 6 θέσεις ήταν για το Συμβούλιο της Επικρατείας , οι 6 για το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι 8 για τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια όλης της Ελλάδας.
Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι υποψήφιοι διοικητικής κατεύθυνσης, που συμμετέχουν στο Διαγωνισμό για την Εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστών , είναι ετησίως περίπου 400 , εκ των οποίων οι 200 περίπου πετυχαίνουν βαθμολογία πάνω από την οριζόμενη βάση εισαγωγής, αλλά μένουν εκτός λόγω χαμηλού αριθμού θέσεων, είναι προφανές ότι η κάλυψη σε περίπτωση αύξησης των θέσεων, θα είναι άμεσα εφικτή λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού των ενδιαφερομένων υποψηφίων.
Ο κ. Καρχιμάκης καταλήγει ως εξής:
«Η ανορθολογική κατανομή προσωπικού, στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να ανακατανεμηθεί αντί να μιλούν κάποιοι για απολύσεις και διαθεσιμότητες, και να διοχετευθεί μετά από μια ταχύρυθμη επιμόρφωση στους ελεγκτικούς μηχανισμούς , οι οποίοι και θα κληθούν να συμβάλουν στην διεύρυνση του δημόσιου πλούτου στην χώρα».