Θέση για τον πειθαρχικό έλεγχο σε δικαστή και εισαγγελέα για την υπόθεση του Απόστολου Λύτρα που αρχικά και πριν την παραβίαση των περιοριστικών του όρων, είχε αφεθεί ελεύθερος, παίρνει με ανακοίνωσή της, η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας.
«Η δικανική κρίση δεν υπακούει σε κανενός είδους αυτοματισμό» αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση και τονίζει ακόμα πως «πάντοτε είναι αποτέλεσμα ερμηνείας λέξεων και πραγμάτων, των λέξεων του νόμου και των κάθε φορά επίδικων πραγμάτων».
Η ίδια ανακοίνωση καταλήγει λέγοντας πως δικαστής και εισαγγελέας «ελέγχονται πειθαρχικώς μόνο όταν η κρίση τους δεν είναι απλώς εσφαλμένη, αλλά παραβιάζει, κατάφωρα και υπαίτια, τα όρια τα οποία χαράσσουν τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής».
Ολόκληρη η ανακοίνωση: «Η ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού, δικαστή και εισαγγελέα, όταν ασκεί τα καθήκοντά του ανήκει στα μεγάλα, κρίσιμα και πολύτιμα του κρατικά οργανωμένου συλλογικού μας βίου.
Γι’ αυτό, η Ένωσή μας νιώθει την ανάγκη να λάβει, και αυτή, θέση έναντι της αναγγελίας ότι θα ασκηθεί πειθαρχικός έλεγχος σε δικαστή και εισαγγελέα για την κρίση που εξέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Ο δικαστής και ο εισαγγελέας, όταν ασκούν τα καθήκοντά τους, δεν είναι ασύδοτοι. Ενεργούν σύμφωνα με τον νόμο, ακόμα και όταν αυτός δεν είναι σαφής. Όμως, η δικανική κρίση δεν υπακούει σε κανενός είδους αυτοματισμό. Πάντοτε είναι αποτέλεσμα ερμηνείας λέξεων και πραγμάτων, των λέξεων του νόμου και των κάθε φορά επιδίκων πραγμάτων.
Όπως και αν ορισθεί η έννοιά της, η «νομική», «δικανική αλήθεια» είναι αυτή την οποία αναζητεί ο δικαστής και ο εισαγγελέας. Το αποτέλεσμα της αναζήτησης αυτής δεν είναι πάντα αδιαμφισβήτητο, και ενίοτε είναι εσφαλμένο.
Το ενδεχόμενο η δικανική κρίση να είναι εσφαλμένη εγείρει το ζήτημα πώς θα διακριβωθεί το σφάλμα και θα αναζητηθεί η ενδεχόμενη ευθύνη του δικαστικού λειτουργού που την εξέφερε.
Ένας από τους τρόπους διακριβώσεως του σφάλματος και αποδόσεως ευθύνης είναι ο πειθαρχικός έλεγχος. Ο έλεγχος αυτός, λόγω της δραστικότητάς του, αν δεν ασκηθεί μόνο τότε που είναι απολύτως αναγκαίος, ενέχει τον κίνδυνο να πλήξει εκείνον τον συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεσμό πάνω στον οποίο θεμελιώνονται το δικαστικό σύστημα και η απονομή δικαιοσύνης σε ένα ευνομούμενο κράτος, σε ένα κράτος δικαίου: τη δικαστική ανεξαρτησία.
Ο δικαστής και ο εισαγγελέας ελέγχονται πειθαρχικώς μόνον όταν η κρίση τους δεν είναι απλώς εσφαλμένη, αλλά παραβιάζει, κατάφωρα και υπαίτια, τα όρια τα οποία χαράσσουν τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής.
Εκείνο το οποίο είναι επιτακτικά αναγκαίο να μη λησμονείται ποτέ, ούτε στιγμή, είναι τούτο: Το κριτήριο και το μέτρο του ανωτέρω δικανικού σφάλματος δεν επιτρέπεται να καθορίζονται με γνώμονα το κοινό περί δικαίου αίσθημα και τις, συχνότατα ευμετάβολες, διαθέσεις της κοινής γνώμης. Και τούτο διότι μόνη πηγή νομιμοποιήσεως της δικαστικής λειτουργίας του Κράτους είναι το Σύνταγμα και οι μη παραβιάζοντες αυτό νόμοι.
Το Δ.Σ. της Ενώσεως Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας»