Μνήμες από την αποτρόπαια δολοφονία της 6χρονης Στέλλας Εικοσπεντάκη θα ξυπνήσουν την ερχόμενη Τετάρτη στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας. Το κοριτσάκι είχε βρεθεί νεκρό στις 28 Απριλίου 2017 σε κάδο απορριμμάτων, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σπίτι του στην Αγία Βαρβάρα. Η εξαφάνιση της είχε δηλωθεί, μία ημέρα νωρίτερα, από τον  πατέρα της στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Ο 61χρονος πρώην αστυνομικός είχε ισχυριστεί πως  ξύπνησε και δεν βρήκε την κόρη του στο κρεβάτι της, ενώ η σύζυγός του δεν ήταν σπίτι καθώς νοσηλευόταν στο νοσοκομείο. Ο άνδρας είχε καταγγείλει στους πρώην συναδέλφους του ότι το παιδί του έπεσε θύμα απαγωγής από ληστές οι οποίοι εισέβαλαν στο σπίτι τους και τους έκλεψαν. Μάλιστα, στο κρίσιμο ερώτημα πως ο ίδιος δεν αντιλήφθηκε στους εισβολείς, είπε, πως είχε λάβει δύο χάπια για την αϋπνία του και φορούσε ωτοασπίδες.

4116303

Η πραγματικότητα, όμως, ήταν απείχε πολύ από τους ισχυρισμούς του 61χρονου ξεπερνώντας τη φαντασία και του πλέον ευφάνταστου σεναριογράφου. Ο εντοπισμός του άψυχου σώματος της 6χρονης  στον κάδο απορριμμάτων ήταν αυτός που υποχρέωσε τον πρώην αστυνομικό να αποκαλύψει τη φρίκη που διαδραματίστηκε, το μοιραίο βράδυ, στο σπίτι της οικογένειας. Όπως ισχυρίστηκε, όλα έγιναν επειδή η 6χρoνη αρνήθηκε να κάνει μπάνιο, ενώ παραδέχτηκε πως προσπάθησε να συγκαλύψει την δολοφονία φροντίζοντας να ξεφορτωθεί τη σωρό της, πετώντας την στα σκουπίδια, τυλιγμένη μέσα σε τρεις μεγάλες σακούλες.

Η 6χρόνη Στέλλα αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα και ο 61χρονος, ενώπιον των αστυνομικών, είχε υποστηρίξει ότι λόγω των προβλημάτων αυτών είχε πέσει σε κατάθλιψη: «Εξαιτίας του προβλήματος της Στέλλας έπεσα σε κατάθλιψη με αποτέλεσμα εδώ και τρία χρόνια να παίρνω φαρμακευτική αγωγή».

4116415

Τότε, είχε περιγράψει, κυνικά και ψυχρά, τη σκηνή του φόνου, αναφέροντας πως η μικρή δεν ήθελε να κάνει μπάνιο και αυτό αποτέλεσε το έναυσμα του εγκλήματος:

«Παρακάλεσα πάλι τη Στέλλα να την κάνω μπάνιο. Εκείνη εξακολουθούσε να μην θέλει, γιατί ήθελε τη μαμά της. Άρχισε να με χτυπάει με τα χέρια της στην κοιλιά. Όπως με χτυπούσε και το κεφάλι της βρισκόταν στο ύψος του στήθους μου, την έσφιξα με το δεξί μου χέρι για να σταματήσει να με χτυπάει, μέχρι που κατάλαβα ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Άνοιξα το χέρι μου που την έσφιγγα και η Στέλλα έπεσε στο πάτωμα. Είδα ότι δεν ανέπνεε και κατάλαβα ότι κάτι κακό είχε γίνει. Τα έχασα, τρομοκρατήθηκα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να βγάλω τη Στέλλα, έξω από το σπίτι. Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα τρεις μαύρες σακούλες σκουπιδιών». Ο 61χρονος, μάλιστα, περιέγραψε καρέ -καρέ πως έβαλε το παιδί του στις σακούλες σκουπιδιών.

«Όπως ήταν πεσμένη στο πάτωμα έβαλα τη Στέλλα σε μία από αυτές τις σακούλες ξεκινώντας από το κεφάλι της και καταλήγοντας στα πόδια. Θέλω να σας πω, δηλαδή, ότι η σακούλα έκλεινε στα πόδια της… Μετά σκέφτηκα να σκηνοθετήσω το χώρο για να φαίνεται ότι κάποιος έκανε ληστεία.

Ξέχασα να σας πω ότι στις σακούλες σκουπιδιών που έβαλα την Στέλλα, έβαλα και μία κόκκινη κουβερτούλα που πήρα από το κρεβάτι της, μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω να σας απαντήσω» είπε ο 61χρονος. Τραγική φιγούρα της υπόθεσης ο δίδυμος αδελφός της Στέλλας ο οποίος βρισκόταν στο σπίτι κατά τη διάρκεια της δολοφονίας.

Ο 61χρονος στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι έπασχε από κατάθλιψη και πως, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν είχε συνείδηση του τι διέπραττε ενώ παράλληλα, όπως υπαινίχθηκε, είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά σε μικρή ηλικία.

Στην ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που περιλαμβάνεται στην δικογραφία ο νευρολόγος ψυχίατρος, ο οποίος τον εξέτασε, διαπιστώνει πως κατά τη διάρκεια του εγκλήματος ο κατηγορούμενος έπασχε «από καταθλιπτική συνδρομή για την αντιμετώπιση της οποίας λάμβανε συνδυασμό αντικαταθλιπτικών και αντιψυχωσικών ουσιών».

4116417

Όπως σημειώνει: «κατά τον ίδιο χρόνο είχε μεν επίγνωση των πράξεων του, ωστόσο παρουσίαζε μείωση της δυνατότητας αξιολόγησης των τεκταινομένων και της ικανότητας να αντιληφθεί πλήρως το άδικο των πράξεων του, καθώς υπήρξε σύγκρουση καθηκόντων μεταξύ της παροχής βοήθειας της κόρης του και της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στο καθήκον αυτό».

Από την πλευρά του ο ψυχίατρος που ορίστηκε από την μητέρα της μικρής, η οποία θα βρίσκεται απέναντι του στο δικαστήριο, στην έκθεση του σημειώνει ότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος «δεν είχε διαταράξει τις πνευματικές λειτουργίες ούτε είχε επιφέρει διαταραχή της συνείδησης σε βαθμό τέτοιο που να μπορούσε να επηρεαστεί η ικανότητα του να διακρίνει και να αντιληφθεί το δίκαιο και το άδικο της πράξης του και η αντίληψη του για τις επιπτώσεις αυτές…» και δίνει έμφαση στις μετέπειτα ενέργειες του οι οποίες, όπως αναφέρει, απαιτούσαν «οργανωμένη σκέψη και δράση» και είχαν στόχο τη συγκάλυψη του εγκλήματος.