«Μπορεί να πέσαμε αλλά πέσαμε στο κεφάλι τους» είναι ο τίτλος ανακοίνωσης που υπογράφεται από την «Κοινότητα Καταλήψεων Κουκακίου» που αναρτήθηκε σε ιστοσελίδα του αντιεξουσιαστικού χώρου. «Το παρόν αποτελεί ανακοίνωση των καταληψιών συντρόφων και συντροφισσών που υπερασπίστηκαν το κτήριο της Ματρόζου 45 και ξέφυγαν από τις δυνάμεις καταστολής ΜΑΤ, ΟΠΚΕ, ΕΚΑΜ», διευκρινίζεται εισαγωγικά στην ανακοίνωση.
«Στις 6 και τέταρτο περίπου διμοιρίες ΜΑΤ, μονάδες των ΟΠΚΕ και της ΕΚΑΜ προσέγγισαν την κατάληψη Ματρόζου 45. Την ίδια στιγμή ενημερωθήκαμε ότι στην ίδια μοίρα βρίσκονται και τα άλλα σπίτια της κοινότητας», αναφέρουν οι καταληψίες και συνεχίζουν:
«Αφού οχυρώσαμε το σπίτι ξεκινήσαμε άμεσα τη σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής. Έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, κοτρώνες, μπογιές, πυροσβεστήρες, όλο το σπίτι ήρθε στο κεφάλι τους. Αυτοί απάντησαν πυροβολώντας και τραυματίζοντάς μας με πλαστικές σφαίρες όπως και με κρότου λάμψης στο εσωτερικό του σπιτιού. Εμείς φωνάζαμε ” Εδώ μένουμε, εδώ είναι το σπίτι μας, εδώ θα πεθάνουμε!”, “Σκ.. στην ανάπτυξή και στα airbnb σας.” Κάτι μαυροφορεμένοι ειδικοδυναμίτες που τρώγαν κατσαρόλες στο κεφάλι και συνειδητοποιούσαν πόσο ποταποί είναι. Κι’ όταν τελικά κατάφεραν να μπούνε, εντελώς χαοτικοί παράγοντες και ένα ένστικτο επιβίωσης οδήγησαν σε ένα μονοπάτι διαφυγής. Ξύπνησαν οι μνημες που οι άνθρωποι του αγώνα φυγαδεύονται από τους στρατούς κατοχής. Οι λυσσασμένοι μισθοφόροι όμως δε μπορούσαν να δεχθούν ότι αυτοί και αυτές που αντιστάθηκαν είχαν εξαφανιστεί και ότι δε θα μπορέσουν να βασανίσουν τα σώματά τους. Αλλά αυτό που τους πονούσε περισσότερο ήταν η υποψία πως κάποιος ή κάποια από τη γειτονιά, μας έχει δώσει καταφύγιο. Έτσι, ως γνήσιος μισθοφορικός στράτος, οι μπάτσοι στοχοποίησαν το πρώτο σπίτι που βρήκαν μπροστά τους. Πραγματοποιήσαν ένοπλη εισβολή χτυπώντας και αιχμαλωτίζοντας μία ολόκληρη οικογένεια οδηγώντας σε σύλληψη τον πατέρα και τους δύο γιούς. Αυτοί που έχουν τόσο ψηλά το θεσμό της ελληνικής οικογένειας και την προστασία του ιδιωτικού χώρου ισοπέδωσαν τα πάντα από τη μανία τους να βρουν τους αντιστεκόμενους και τις αντιστεκόμενες. Και ακριβώς επειδή δεν τους βρήκαν αναγκαστήκαν να τους κατασκευάσουν στα πρόσωπα τυχαίων ανθρώπων.
Τον σεβασμό μας στη γυναίκα και την οικογένειά της που αρνήθηκαν την παράνομη είσοδο στους μπάτσους πληρώνοντας το κόστος των επιλογών τους.
Άπειρη αγάπη στα συντρόφια μας και σε κάθε άνθρωπο που μας στήριξε.
Αλληλεγγύη στα συλληφθέντα των καταλήψεων της κοινότητάς μας.
Μπορεί να έχουμε χάσει όλα τα βασικά, να είμαστε χωρίς ρούχα και στέγη, μπορεί να σβήσατε προσωρινά απ’το χάρτη τρία σπίτια και τρία χρόνια συνεχόμενης και επίπονης δουλειάς για την κοινωνική αλληλεγγύη και αντίσταση αλλά το ξέρουμε οτι φοβάστε, οτι η ορμή και η δύναμή μας μπορεί να γίνει ανεξέλεγτη.
Αλληλεγγύη στην κατάληψη Έπαυλη Κουβέλου και σε όλες τις αγωνιζόμενες καταλήψεις.
Ας γίνουν οι εκκενώσεις των καταλήψεων η αφορμή για την κλιμάκωση του αγώνα σε κάθε κοινωνικό μέτωπο».
«Πετούσαν πέτρες κατά αστυνομικών από την ταράτσα της κατάληψης»
Μιλώντας στον ΑΝΤ1, ο εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, μιλώντας στον ΑΝΤ1 ανέφερε πως οι δυο γιοι της οικογένειας βρίσκονταν στην ταράτσα της κατάληψης και πετούσαν πέτρες στους αστυνομικούς, ενώ ο δικηγόρος τους κατήγγειλε ότι χρειάστηκε παρέμβαση Χρυσοχοΐδη για να επικοινωνήσει με τους εντολείς του αργά το βράδυ.
Όπως σημείωσε ο Θ. Χρονόπουλος, ότι είχαν περάσει στην ταράτσα του σπιτιού τους από την ταράτσα της κατάληψης οι δύο συλληφθέντες γιοι της οικογένειας στο Κουκάκι. Ο ίδιος περιέγραψε πως «αναγνωρίστηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις ότι πέταγαν πέτρες από την ταράτσα της κατάληψης» και στη συνέχεια πέρασαν στην ταράτσα του διπλανού κτηρίου, το οποίο στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι ήταν το πατρικό τους.
«Όμως η έρευνα είναι σε εξέλιξη και θα εξεταστεί το γενετικό υλικό μέσα από την κατάληψη», συμπλήρωσε.
Ο Θοδωρής Χρονόπουλος αρνήθηκε ότι έγινε χρήση βίας κατά τη σύλληψη των τριών μελών της οικογένειας. «Δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση βία και είμαι απόλυτος σε αυτό», είπε σχετικά, σημειώνοντας πως «η δύναμη που χρησιμοποιήθηκε από τους αστυνομικούς είναι ανάλογη με αυτήν των ατόμων που επρόκειτο να συλληφθούν».
Περιγράφοντας το πώς έγινε η επαφή με την οικογένεια, ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. είπε πως «σε πρώτη φάση έγινε επικοινωνία με τον πατέρα, ρωτώντας τον αν υπάρχει επικοινωνία με το διπλανό κτήριο. Σε δεύτερη φάση εμφανίστηκε η γυναίκα της οικογένειας, με παρουσία εισαγγελέα και ζητήσαμε να περάσουμε στο σπίτι».
«Στο κτίριο της Ματρόζου δεχτήκαμε σφοδρή επίθεση από τους καταληψίες, από τον 1ο όροφο μας πετούσαν στις αστυνομικές δυνάμεις πέτρες, τούβλα μεταλλικά αντικείμενα, πυροσβεστήρες. Στη συνέχεια, μπορέσαμε και μπήκαμε μέσα στο κτίριο και κατά τη διαδικασία να ανέβουμε στην ταράτσα όπου κατέφυγαν τα άτομα αυτά είδαμε μια μεσαιωνικού τύπου -θα λέγαμε- καταπακτή, ιδιαίτερα θανατηφόρα με τα καρφιά και τις βίδες»
Διαφορετική ήταν η περιγραφή του δικηγόρου της οικογένειας, Θοδωρής Μαντάς, στην εκπομπή «Καλημέρα Ελλάδα» και σε ταυτόχρονη σύνδεση με τον Θ.Χρονόπουλο. Όπως εκείνος υποστηρίζει, «είχε προηγηθεί περιστατικό. Η ΕΛ.ΑΣ. προσπάθησε να μπει στην κατάληψη, χωρίς να τα καταφέρει.
Ξημερώματα χτύπησε την πόρτα του όμορου κτηρίου, ώστε να περάσουν οι αστυνομικοί μέσα από το σπίτι στην ταράτσα του διπλανού σπιτιού. Τη στιγμή που χτυπά η Αστυνομία την πόρτα, είναι ο πατέρας και τα δύο παιδιά στο σπίτι τους.
«Δεν σας επιτρέπω την είσοδο στο σπίτι μου, φέρτε μου ένα χαρτί εισαγγελέα», υποστηρίζει ότι απάντησε ο πατέρας, που σύμφωνα με τον Θ.Μαντά, «δεν αρνήθηκε την είσοδο, αλλά ζήτησε- όπως προβλέπει η νομοθεσία -παρουσία ή εντολή εισαγγελέα».
«Πράγματι σε δεύτερο χρόνο άκουσαν ποδοβολητά στην ταράτσα, για να δουν τι συμβαίνει», είπε ο δικηγόρος της οικογένειας, ενώ απαντώντας στον ισχυρισμό της Αστυνομίας ότι ο εντολέας του επιχείρησε να αρπάξει το όπλο αστυνομικού και ότι τα παιδιά ήταν στην ταράτσα της κατάληψης πετώντας πέτρες, απάντησε πως «μία φωτογραφία ή ένα βίντεο είναι 1000 λέξεις», «δείχνοντας» στην ουσία τις εικόνες από την επιχείρηση, αφού όπως λέει, σε βίντεο – αποκλειστικό του ΑΝΤ1 – οι δύο νεαροί δεν ήταν στην ταράτσα, αλλά στο μπαλκόνι της κατάληψης, όταν πετούσαν αντικείμενα στους αστυνομικούς.