Οι συγκλονιστικές ιστορίες των ανθρώπων που μετρούν απώλειες από τη φονική φωτιά στο Μάτι δεν έχουν τέλος. Ανθρώπινες ιστορίες που συγκινούν και παράλληλα υπογραμμίζουν τα λάθη και τις παραλείψεις που στάθηκαν μοιραία τις κρίσιμες ώρας.
Κορυφαία η ιστορία της οικογένειας που έθαψε έναν άγνωστο και ενημερώθηκε στη συνέχεια για το… λάθος όταν τους ζητήθηκε να γίνει… αλλαγή στους νεκρούς χωρίς εισαγγελική εντολή.
«Εκείνο το βράδυ το καθήκον ξεχάστηκε»
Η Βασιλική Κούκλα συγκλόνισε περιγράφοντας τις αγωνιώδεις προσπάθειες να εντοπίσει τους γονείς της μέσα στην «απόλυτη κόλαση». Η μάρτυρας μίλησε για την τελευταία φορά που επικοινώνησε με τη μητέρα της αλλά και τη στιγμή που τους ειδοποίησαν πως βρήκαν τους γονείς της απανθρακωμένους μέσα στην κουζίνα του σπιτιού τους.
«Εκείνο το βράδυ το καθήκον ξεχάστηκε. Η ανθρωπιά, το καθήκον δεν ήταν εκεί…» κατέθεσε η μάρτυρας έντονα φορτισμένη και συμπλήρωσε πως μετά την κηδεία τους ενημέρωσαν πως είχαν θάψει λάθος άνθρωπο! «Κανένας σεβασμός ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς σε όλη αυτή την τραγωδία» είπε.
Η Βασιλική Κούκλα, σημείωσε πως δεν υπήρξε καμία βοήθεια από τον κρατικό μηχανισμό ενώ αναζητούσαν τους γονείς τους. «Φωνάζαμε σας παρακαλώ καιγόμαστε, πηγαίνετε. Καμία αντίδραση
Υπήρχε περιπολικό. Μας έδιωχνε όλους προς παραλία» περιέγραψε και συνέχισε πως πήγαιναν «από καΐκι σε καΐκι» ελπίζοντας πως οι γονείς της θα είναι μεταξύ των ανθρώπων που είχαν σωθεί από τη θάλασσα. «Γύρω στις 9 το πρωί ενημερώθηκα ότι η πυροσβεστική πήγε στο σπίτι και βρήκαν τους γονείς μου απανθρακωμένος στην κουζίνα» είπε η μάρτυρας κλαίγοντας και συνέχισε λέγοντας πως ειδοποιήθηκαν να πάνε στο Γουδί για τα διαδικαστικά.
«Μετά την κηδεία πήρα ένα τηλέφωνο και με ενημέρωσαν ότι είχε δοθεί λάθος πτώμα και πως ο άνθρωπος που κηδέψαμε δεν ήταν ο πατέρας μου και με παρακαλεί να έρθει πυροσβεστικό να με πάει εκεί να τα πούμε από κοντά» κατέθεσε και συμπλήρωσε «Το σοκ ήταν μεγάλο και ζήτησα από το γραφείο κηδειών να αναλάβει. Αλλά δυστυχώς φάνηκε ότι δεν υπήρχε διάθεση να δοθεί εισαγγελική οδηγία. Υπήρχε συγκάλυψη για να γίνει αλλαγή πτωμάτων χωρίς να κηδέψουμε τον πατέρα μου… Το αίτημα δεν έγινε δεκτό από την πλευρά μας για ευνόητους λόγους και η κηδεία έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο».
Η μάρτυρας εξέφρασε τη θέση πως «τίποτα δεν λειτούργησε όπως έπρεπε». «Τίποτα. Δεν υπήρξε, καμία παρουσία κρατικού φορέα. Αυτή ήταν η δική μας εμπειρία και με πληγώνει να διαβάζω για τις εκκενώσεις πόρτα πόρτα στις επόμενες φωτιές. Που είναι οι δικές μας εκκενώσεις;
Εκείνο το βράδυ το καθήκον ξεχάστηκε. Η ανθρωπιά , το καθήκον δεν ήταν εκεί .Δεν ξέρω γιατί και πώς. Περιμένω να ακούσω τις απολογίες. Για εμάς δεν έκανε κάνεις τον κόπο να σώσει τίποτα απολύτως» ανέφερε η μάρτυρας έντονα φορτισμένη. «Κανένας δεν μας πήρε να μας πει μια κουβέντα παρηγοριάς όπως και κανείς εκείνο το βράδυ δεν έκανε τίποτα.» τόνισε και για
πρώτη φορά κατονόμασε δημοσίως τον άνθρωπο που της ζήτησε να κάνουν εκταφή χωρίς εισαγγελική παραγγελία για να μην μαθευτεί το λάθος.
«Εμείς δεν συμφωνήσαμε …» είπε με τον εισαγγελέα της έδρας να παρεμβαίνει αναφέροντας πως ίσως πρέπει να γίνουν ενέργειες οίκοθεν για αυτό που για πρώτη φορά σήμερα κατήγγειλε δημόσια η μάρτυρας.
«Δόξα τω Θεώ σώσαμε τα παιδιά αυτό μετράει»
H Ελισάβετ Σπυρίδη κλαίγοντας αφηγήθηκε στο δικαστήριο πώς με το σύζυγος της έγιναν ασπίδα για τα δυο τους εγγόνια προκειμένου να τα σώσουν από τις φλόγες στο Μάτι. «Δόξα τω θεώ σώσαμε τα παιδιά αυτό μετράει» ανέφερε συμπληρώνοντας πως ο σύζυγος της άντεξε στην εντατική 145 ημέρες. Ήταν το 100ο θύμα της φονικής πυρκαγιάς. Η μάρτυρας εξήγησε πως μαζί με το σύζυγος της ήρθαν από τη Βέροια στο Μάτι, σε ένα σπίτι 200 μέτρα από τη θάλασσα, για να κρατήσουν τα εγγόνια τους καθώς τα παιδιά τους δούλευαν. Η φωτιά τους αιφνιδίασε στο σπίτι. «Ήταν φρίκη, ήταν κόλαση» είπε και περιέγραψε πως αγκάλιασαν τα παιδιά και άρχισαν να τρέχουν προς τη θάλασσα. «Ο παππούς είχε τον εγγονό και εγώ την Ελισάβετ. Από ένα παιδί, αγκαλιασμένα για να τα προφυλάξουμε …Καήκαμε μέχρι να φτάσουμε στη θάλασσα. Μας πρόλαβε το θερμικό κύμα. Κανείς δεν μας ειδοποίησε» είπε κλαίγοντας σπαρακτικά. Μπήκαν στη θάλασσα μαζί με τα παιδιά. «Κατεβήκαμε σκαλιά…ο Θεός να τα κάνει, προς τη θάλασσα . Εκεί ήταν πολλοί στη θάλασσα. Δεν είχαμε τηλέφωνο, εγώ το έχασα, ο σύζυγος το άφησε στο αμάξι το οποίο κάηκε» είπε και συμπλήρωσε πως παρέμειναν στη θάλασσα τραυματισμένοι μέχρι τις 12 το βράδυ. Ενώ είχαν φρικτούς πόνους, όπως κατέθεσε η μάρτυρας, κατάφεραν με μεγάλη δυσκολία από τα βράχια να φτάσουν σε ξενοδοχείο της περιοχής και από εκεί μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο. Η μάρτυρας εξήγησε πως εξακολουθεί να περπατά με δυσκολία καθώς χειρουργήθηκε στα χέρια, τα πόδια και το λαιμό. «Από την φτέρνα μέχρι πάνω κάηκαν τα πόδια μου» ανέφερε χαρακτηριστικά σημειώνοντας πως έλαβε ψυχιατρική βοήθεια ενώ εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να έχει σοβαρά προβλήματα υγείας.
«Η έγνοια μου ήταν να πάω να σώσω τα παιδιά και τους γονείς μου»
O γιος της Ελισάβετ Σπυρίδη , Κωνσταντίνος αφηγήθηκε στο δικαστήριο πως όταν έμαθε για τη φωτιά έψαξε τρόπο για να φτάσει στο Μάτι καθώς ανησύχησε για τους γονείς και τα παιδιά του. «Η έγνοια μου ήταν να πάω να σώσω τα παιδιά και τους γονείς μου. Με σταμάτησαν με τη βία να μην πάω γιατί μου έλεγαν ότι θα πεθάνω. Εγώ μέσα στον πανικό μου δεν κατάλαβα τι μου έλεγαν…» ανέφερε και πρόσθεσε πως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ένιωσε ανίκανος να σώσει τα παιδιά του. Ο μάρτυρας κατέθεσε πως μια φίλη τους ειδοποίησε πως τα παιδιά και οι γονείς του είναι ζωντανοί. «Έκατσα στην άμμο κάτω και πήρα την πρώτη μου ανάσα» ανέφερε φορτισμένος ξαναζώντας τη στιγμή.
«Ο πατέρας μου, όπως έμαθα, αρνήθηκε να μπει πρώτος εκείνος στο ασθενοφόρο και να πάρει τα παιδιά. Οι γιατροί δεν τον άκουσαν καθώς η δίκη του κατάσταση ήταν πιο βαριά» είπε συγκινημένος ο μάρτυρας και συνέχισε περιγράφοντας πως η πρώτη εικόνα από τα παιδιά του που αντίκρισε ήταν «δυο μαύρα πράγματα». «Αλλά εκείνη την ώρα έβλεπα δύο Αγγέλους .Μου αρκούσε που ήταν ζωντανά …» είπε φορτισμένος και συμπλήρωσε «Οι γονείς μου θυσιάστηκαν πραγματικά για να σώσουν τα παιδιά». Ο μάρτυρας κατέθεσε πως στον Ευαγγελισμό αντίκρισε εικόνες που θύμιζαν «σκηνικό πολέμου».
«Ο πατέρας μου ήταν όλος καμένος .Ο γιος μου ήταν καμένος στα πόδια τους αγκώνες και τα αυτιά του. Σε όλα τα σημεία δηλαδή που ο παππούς δεν μπορούσε να τον προστατέψει. Ο πατέρας μου πήρε όλο το θερμικό φορτίο. Τότε συνειδητοποίησα τι πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι» είπε συγκλονίζοντας. Στην συνέχεια ο μάρτυρας αναφέρθηκε στον γολγοθά που ακολούθησε προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία των παιδιών και των γονιών του.
«Ο πατέρας μου δεν τα κατάφερε .Η μητέρα μου κατάφερε να είναι μαζί μας» είπε σημειώνοντας «Δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Κανένας δεν ήξερε τίποτα…»
«Η μόνη της παρηγοριά ήταν ότι σώσανε τα παιδιά»
Στη βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και η κόρη της Ελισάβετ Σπυρίδη, Αικατερίνη η οποία μίλησε για τις ώρες αγωνίας που έζησαν αλλά και τον πατέρα της που βίωσε τον απόλυτο πόνο μέχρι να φύγει από τη ζωή.
«Ήταν μαύρος .Μόνο τα μάτια του ξεχώριζαν» ανέφερε και περιέγραψε πως λίγο πριν μπει στην εντατική είχε σπασμούς και εφιάλτες ενώ συνεχώς αναζητούσε το εγγόνι του. «Σηκώθηκε και βγήκαν οι γάζες από την πλάτη και είδα μια πλάτη χωρίς δέρμα. Και έλεγα πως ξαπλώνει για να κοιμηθεί;» είπε η μάρτυρας συμπληρώνοντας «Ο πατέρας μου είχε πολύ μεγάλη ταλαιπωρία ,να φωνάζει για να αντέξει τον πόνο εκείνη την ώρα. Η μητέρα μου ήταν καμένη χέρια πόδια, ήταν ακινητοποιημένη . Μετά από δύο μήνες κατάφερε να κινήσει το χέρι της για να μπορέσει να φάει λίγη κρέμα. Η μαμά μου βρήκε μετά από δυόμισι μήνες από το νοσοκομείο για να μην κινδυνεύσει από τα μικρόβια. Χάσαμε τον πατέρα μου. Στην κηδεία του πατέρα μου όλοι βουβοί με κλάματα και η μάνα μου σε καροτσάκι να θέλουν να τη συλλυπηθούν να της πιάσουν το χέρι και εκείνη να πονά. Η μόνη της παρηγοριά ήταν ότι σώσανε τα παιδιά».
«Έβλεπα εικόνες που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου»
Με δάκρυα στα μάτια η Μαρία Κωστοπούλου περιέγραψε στο δικαστήριο τη στιγμή που τα παιδιά της 10 και 8 ετών σήμερα, της τηλεφώνησαν, ενώ προσπαθούσαν να γλιτώσουν με τη βοήθεια του παππού και της γιαγιάς, λέγοντας πως κινδυνεύουν.
«Μου είπαν καιγόμαστε» είπε και αναφέρθηκε στις ώρες αγωνίας που έζησε μέχρι που ο σύζυγος της την ενημέρωση πως εντοπίστηκαν. «Στο άκουσμα ότι είναι καλά ανακουφίστηκα» κατέθεσε και συμπλήρωσε πως έπαθε σοκ όταν έφτασε στον Ευαγγελισμό την ώρα που έφερναν τον πεθερό της σοβαρά τραυματισμένο. «Έβλεπα εικόνες που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου… Περνούσαν καμένοι άνθρωποι και δεν μπορούσα να καταλάβω πως έγινε αυτό. Μετά έφεραν την πεθερά μου. Με κοίταξε και μου είπε «τα παιδιά είναι εντάξει τα φέραμε» κατέθεσε φορτισμένη και συνέχισε λέγοντας πως στο Παίδων αντίκρισε τα παιδιά της «μαυρισμένα, με φουσκάλες παντού». «Είχα ανοίξει τα χέρια μου για να τα πάρω αγκαλιά και φοβόμουν που να ακουμπήσω. Μόλις βγήκαμε τα παιδιά από το νοσοκομείο ζήτησα βοήθεια ψυχιάτρου. Αισθανόμουν ότι κάτι θα συμβεί στα παιδιά. Όλοι μας είχαμε αλλάξει μετά από αυτό. Ο πεθερός μου ακόμα και στη ΜΕΘ όταν μιλούσαμε για τα παιδιά φώτιζαν τα μάτια του» ανέφερε συγκινημένη.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ολοκληρώθηκε η κατάθεση της Ζωής Κωνσταντοπούλου, έχει καταθέσει μηνυτήρια αναφορά για την υπόθεση.
«Η υπόθεση αυτή έχει, θέλουμε δεν θέλουμε, δύο πλευρές. Η μια είναι η πλευρά της διάπραξης των αδικημάτων και η άλλη της λυσσαλέας προσπάθειας συγκάλυψης που αφορά το ίδιο το έγκλημα και τις ευθύνες επιμέρους εμπλεκομένων με πρώτους εκείνους που συμμετείχαν στην κακοπαιγμένη παράσταση ενώπιον των καμερών που προσπαθούσαν να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη ότι δεν υπάρχουν νεκροί και να αποπροσανατολίσουν τους πολίτες και ιεραρχούσαν την ώρα της μεγάλης τραγωδίας το να σώσουν εαυτόν από την κατακραυγή» ανέφερε η μάρτυρας και συνέχισε «Προσπαθούσαν να αποσείσουν τις ευθύνες τους. Ήταν αναπόφευκτο αυτοί οι 104 άνθρωποι να καούν, να πνιγούν να πεθάνουν; Εγώ υποκλίνομαι στη δύναμη τους να στέκονται να έρχονται εδώ και να αφηγούνται τα γεγονότα».