Απάντηση στα βασανιστικά «γιατί» ψάχνουν οι συγγενείς των ανθρώπων που χάθηκαν μέσα στις φλόγες στο Μάτι. Μέσα από τις μαρτυρίες τους, ενώπιον του δικαστηρίου, αναβιώνουν οι στιγμές φρίκης που τους σημάδεψαν για πάντα όπως στην περίπτωση της Ελένης Παπαποστόλου που συγκλόνισε περιγράφοντάς πώς ο ιερέας πατέρας της άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στη θάλασσα, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά για να ζητήσει συγχώρεση.
Η γυναίκα ανάφερε πως αναζήτησαν δίοδο για να βγουν στη θάλασσα προκειμένου να γλιτώσουν από τη φωτιά που τους περικύκλωνε. «Ήταν σαν κόλαση» είπε χαρακτηριστικά και περιέγραψε πως μαζί με τους δικούς της κατάφεραν να καθίσουν σε έναν ύφαλο. «Ο πατέρας μου ήταν ψύχραιμος, ήταν πάντα ένας βράχος. Λέγαμε δίπλα είναι το λιμάνι της Ραφήνας, δεν πανικοβληθήκαμε. Λέγαμε κάποιος θα έρθει» είπε φανερά φορτισμένη και συνέχισε: «Οι καπνοί γίνονταν πιο έντονοι. Φωνάζαμε για βοήθεια αλλά τίποτα. Κάποια στιγμή άρχισαν να ακούγονται εκρήξεις, λες και ήσουν σε πεδίο μάχης. Μετά τα πάντα σκοτείνιασαν, δεν έβλεπες τη μύτη σου. Δεν ξέραμε που βρισκόμασταν. Η θάλασσα αγρίεψε, μεγάλη θαλασσοταραχή. Πάρα πολύς αέρας, πάρα πολλά κύματα. Πάρα πολύς καπνός. Φωνάζαμε βοήθεια, η μάνα μου ήταν με τον πατέρα μου γαντζωμένη. Ήμασταν στο έλεος. Δε χωριστήκαμε καταφέραμε και μείναμε εκεί και οι τρεις μας. Οι γονείς μου προσεύχονταν. Καθίσαμε περίπου μια ώρα από τότε που μπήκαμε στο νερό να παλεύουμε.».
Η μάρτυρας αναφέρθηκε, με δάκρυα στα μάτια, στη στιγμή που κατάλαβε πως ο πατέρας της δεν θα τα κατάφερνε. «Είδα τον πατέρα μου να κάνει εμετούς. Σήκωσε τα χέρια και ζήτησε συγχώρεση από το θεό, κατάλαβε. Ένας ρόγχος και μετά εξέπνευσε. Έκανα τη κίνηση να του κλείσω τα μάτια. Τον γυρίζω ανάποδα. Φορούσε το ράσο. Δένω το ράσο με τη μάνα μου και της ζητώ να κρατηθεί από εμένα, θα πηγαίναμε κόντρα στα κύματα. Πώς βρήκε τη δύναμη; Μου είπε “συνέχισε”. Δεν θα τον αφήναμε…» είπε.
Και συνέχισε: «… Δεν υπήρχε καμία βοήθεια. Κολυμπούσαμε. Η μητέρα μου από τη μια μεριά και πατέρας στη μέση. “Μαμά ένας νεκρός” είπε ένα παιδάκι δίπλα μας για τον πατέρα μου. Η μάνα μου έλεγε “παιδί μου άφησε μας, άφησε με να πάω με τον πατέρα σου“. Κρύωνε. Της είπα “αν σε αφήσω θα πνιγώ”. Κάποια στιγμή είδαμε τα φώτα της Ραφήνας. (…).
«Η μητέρα μου σπαρτάραγε, είχε σπασμούς»
Η μάρτυρας κατέθεσε πως ένα καΐκι τους πλησίασε και τους βοήθησε. «Εποχιακοί ψαράδες, αυτά τα παιδιά μάζεψαν κόσμο από τη θάλασσα. Σηκώσανε το πατέρα μου του έκαναν τις πρώτες βοήθειες. Η μητέρα μου σπαρτάραγε, είχε σπασμούς. Μας έφεραν κουβέρτες και νερά. Φτάσαμε στο λιμάνι της Ραφήνας, μας πήραν το ονόματα μας, ο πατέρας μου ήταν τυλιγμένος σε μια κουβέρτα. Ένας Αιγύπτιος έκανε την προσευχή του, σεβάστηκε το νεκρό. Δεν υπήρχε όμως κανείς να τον παραλάβει». Ο γολγοθάς δεν είχε τέλος για την οικογένεια τους, σύμφωνα με τη γυναίκα, η οποία σημείωσε πως το κράτος ήταν ανύπαρκτο.
«Δε μπόρεσα να αποχαιρετίσω τον πατέρα μου, να του πω αυτά που ήθελα, να τον χαϊδέψω. Τον κράτησαν πέντε – έξι ώρες, κάνανε πλειστηριασμό τα γραφεία τελετών. Ούτε σε ψυγείο, ούτε σε σάκο. Όλη την εβδομάδα περιμέναμε να μας πουν. Μια το πήγαιναν στο Σχιστό μια στο Γουδί. Πηγαινοφέρνανε και τις σορούς εκτός ψυγείου; “Δώστε τον μας να τον θάψουμε” τους λέγαμε. Μας απαντούσαν ότι χρειάζεται ταυτοποίηση. Μα εμείς τον παραδώσαμε» κατέθεσε η μάρτυρας η οποία πρόσθεσε πως τελικά αδελφός της έδωσε dna για να γίνει η ταυτοποίηση. «Εκείνη την ημέρα δεν δούλεψε τίποτα. Όλοι όσοι είχαν το συντονισμό δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες στην κρίση σας» είπε απευθυνόμενη στους δικαστές.
«Μια ζωή θα μας κυριεύει αυτό το “γιατί”»
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η Μαρία Τσέκου που στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι έχασε το σύζυγο της ο οποίος έμεινε πίσω για να βοηθήσει ένα γείτονα τους με κινητικά προβλήματα.
Η γυναίκα και τα δυο παιδιά της τα οποία , επίσης, κατέθεσαν στο δικαστήριο ανέφεραν πως ο άνθρωπός τους έφυγε από τη ζωή μετά από είκοσι ημέρες νοσηλείας καθώς «είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 25% εσωτερικά».
«Μια ζωή θα μας κυριεύει αυτό το “γιατί”. Γιατί να μην γίνει μια εκκένωση, γιατί δεν υπήρξε ενημέρωση. Σε αντίθεση με τη Κινέττα εμάς τον κόσμο τον έσπρωχναν μέσα προς το Μάτι. Απλά η φωτιά έσβησε στη θάλασσα. Δεν έγινε απολύτως τίποτα» ανέφερε η κόρη του θύματος, Χρυσάνθη.
Στη συνέχεια ο Εμμανουήλ Πατελάρος μίλησε για την απώλεια της μητέρα του. Ο μάρτυρας είπε πως υποτίμησε την κατάσταση και όταν στο τηλέφωνο η μητέρα του του είπε πως έχει πολύ καπνό και δεν ήξερε τι να κάνει εκείνος τη συμβούλευσε «να κατέβει υπόγειο να κλείσει και τα μάτια». «Στις 6 ξαναπήρα δεν απαντούσε… Θυμάμαι την είχα ρωτήσει αν ακούει κάτι σειρήνες, περιπολικά. Όχι μου απάντησε. Ψάχναμε να τη βρούμε. Δώσαμε dna και ταυτοποιήθηκε. Η σορός της είχε βρεθεί απανθρακωμένη δυο δρόμους πιο πέρα» ανέφερε.
Η Κασσιανή Πολίτου η οποία έχασε, επίσης, την μητέρα της στις φλόγες ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να εξηγήσει πώς έγινε το κακό. «Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα ήταν μόνοι τους. Και αυτό δυσχέρανε τη θέση τους» κατέθεσε και πρόσθεσε: «Δεν καταλαβαίνω πως έγινε όλο αυτό». Όταν ένας εκ των κατηγορουμένων είπε στην μάρτυρα: «Εγώ περισυνέλεξα τον πατέρα σας, να σας πω» εκείνη του απάντησε: «Δεν θέλω να το συζητήσω».
Η Ιλόνα Σαρίεβα έχασε και εκείνη την 56χρονη μητέρα της στο Μάτι όπου είχε πάει για μπάνιο στο εξοχικό μιας φίλης της. «Μια γειτόνισσα μου είπε ότι μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια» κατέθεσε η μάρτυρας ενώ στη συνέχεια ο Μιχαήλ Σκαραμαγκάς, ο οποίος έχασε και τους δυο γονείς του, εμφανώς φορτισμένος στην κατάθεση του περιέγραψε πως «βρέθηκα σε ένα πόλεμο».
«Έχασα τους γονείς μου, το σκυλί μου, το σπίτι και καταστράφηκε όλη η περιοχή. Και έχω μια αίσθηση μήπως φταίω κιόλας…» ανέφερε χαρακτηριστικά σημειώνοντας πως το σπίτι τους ήταν νόμιμο, 200 μέτρα από τη Μαραθώνος. «Βρήκα τον πατέρα μου να σκάβει το χώμα να κάνει λαγούμι να κρυφτεί…Δυο ημέρες μετά τους βρήκανε με τη μητέρα μου» είπε και συνέχισε: «Όταν πήγα στο σπίτι να τους βρω είδα μια άλλη γυναίκα να καίγεται. Έπαθα σοκ. Πάνω στη Μαραθώνος δεν υπήρχε κλαδάκι καμένο, γιατί την κλείσανε; Είδα μετά τη γυναίκα να την έχουν σκεπάσει με τα σεντόνια…Κρύψανε πολλά, έμαθα ότι τους σβήνανε με πυροσβεστήρα και όταν τους ανασύρανε μετά μένανε κόκκαλα. Ο πατέρας μου ήταν 2 μέτρα και η σακούλα που τον βάλανε πολύ μικρή, η άλλη ήταν άδεια… Τι κηδεία να κάνω; Εγώ με τον αδελφό μου ήμασταν. Ακόμη εγώ δεν είμαι καλά…».