Τις αγωνιώδεις προσπάθειες που έκανε για να εντοπίσει την κόρη του , Μαργαρίτα και το εγγονάκι του μέσα στις φλόγες στο Μάτι περιέγραψε καταθέτοντας στο δικαστήριο ο Χαράλαμπος Διονυσιώτης.
Ο μάρτυρας αφού αγόρασε, όπως είπε, παπούτσια και κάλτσες άρχισε να αναζητά την οικογένεια του με την οποία δεν μπορούσε να επικοινωνήσει τόσο ο ίδιος όσο και ο πυροσβέστης γαμπρός του καθώς η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη. «Καίγονταν ξύλα, κολόνες της ΔΕΗ , σπίτια…Φώναζα το όνομα της κόρης μου …Δεν έπαιρνα απάντηση και έφευγα . Εκείνη την ώρα συνάντησα και τον πρώτο νεκρό.Ήταν ένας καμένος άνθρωπος….Συνέχισα …Έφτασα στο Κόκκινο Λιμανάκι . Είχα τυλίξει το πρόσωπο μου με μια φανέλα βρεγμένη» περιέγραψε και συνέχισε πως συνεχίζοντας προς την Αργυρά Ακτή είδε δεκάδες καμένα αυτοκίνητα καμένα.
«Τα αθλητικά παπούτσια που φορούσα κολλούσαν στην άσφαλτο. Κατέβηκα στην Αργυρά Ακτή που μου είπε ο γαμπρός μου ότι ήταν εκεί…Φώναξα αλλά δεν πήρα απάντηση.Την ώρα που πήγαινα να φύγω άκουσα μια φωνή από τη θάλασσα “εδώ είναι η Μαργαρίτα”. Δεν ήταν η φωνή της κόρης μου. Δεν μπορεί μου είπε να βγει έξω….Ήταν πίσσα σκοτάδι… Ζήτησα βοήθεια από ένα παλληκάρι» κατέθεσε και συνέχισε «Μπήκαμε μέσα είδα την κόρη μου να έχει αγκαλιά το μωρό και υπήρχε και ένας Ρουμάνος πυροσβέστης διασώστης που έκανε μαλάξεις στο παιδί …».Ο μάρτυρας κατέθεσε πως πήρε την τραυματισμένη κόρη του αγκαλιά για να την μεταφέρουν. «Την ώρα που φεύγαμε είδα δύο σκάφη, μια ψαρόβαρκα και ένα φουσκωτό, που προσπαθούσαν να περισυλλέξουν άτομα που είχαν ανάγκη. Δεν είδα κανένα σκάφος του λιμενικού. Περνούσε ένα εθελοντικό πυροσβεστικό φορτηγάκι. Πείσαμε τα παιδιά να πάρουν το μωρό με το διασώστη για να πάνε το μωρό στο Παίδων. Εγώ κάθισα με το κορίτσι μου μια περιμένω τον γαμπρό μου να φέρει το αυτοκίνητο» κατέθεσε συγκινημένος και αναφέρθηκε στη στιγμή που στον Παίδων διαπίστωσαν πως «Το παιδί είχε τελειώσει…». «Οι γιατροί μας είπαν «αργήσατε». Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Αν υπήρχε παρουσία να συνδράμουν όσους είχαν ανάγκη το παιδί θα είχε φτάσει νωρίτερα στο νοσοκομείο και σήμερα να υπήρχε ανάμεσα μας. Γύρισα ξανά στο Μάτι στη μία τη νύχτα …Η Μαργαρίτα ήταν διασωληνωμένη» είπε δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι δεν υπήρχε βοήθεια, μόνο καμένη γη . «Και αυτοί που ήταν καμένοι και ίσως να είχαν μια στάλα ζωή να τους μεταφέρουν να φύγουν με αξιοπρέπεια και όχι να φύγουμε πεσμένοι μέσα στη γη…. Να πεθάνουν στο νοσοκομείο με αξιοπρέπεια…» είπε φορτισμένος και απευθυνόμενος στους δικαστές ανέφερε: «Η οικογένεια μου δεν ζει υπάρχει απλά και περιμένουμε τη δικαίωση των παιδιών μας και όσων έφυγαν και των ανθρώπων που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή τους με δυο λόγια δικαίωση»..
«Πλήρη αδιαφορία για τα πάντα»
Η κόρη του, Μαργαρίτα έφυγε από τη ζωή στις 3 Αυγούστου και η μητέρας της Μαρία μίλησε στους δικαστές για το τάμα της στον Άγιο Εφραίμ ζητώντας του να κάνει ένα θαύμα.
Μητέρα Μαργαρίτας, Μαρία Διονυσιώτη
«Ο άνδρας μου, μου είπε η Μαργαριτούλα μας δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη μας» είπε μιλώντας για τη στιγμή που έμαθε πως η κόρη της δεν άντεξε. «Αυτοί που έφυγαν βασανίστηκαν πόνεσαν. Μαρτύρησαν και μαζί τους μαρτυρήσαμε και εμείς. Η ζωή μας έχει αλλάξει. Δεν είναι τίποτα ίδιο. Η Μαργαριτούλα μας έκανε ασπίδα το κορμί της για να σώσει το μπέμπη της. Έχει καεί η ψυχή μου μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Έτσι νιώθουν όλοι όσοι χάσαμε τους δικούς μας ανθρώπους…» είπε επαναλαμβάνοντας πως δεν είχαν καμία βοήθεια. «Πλήρη αδιαφορία για τα πάντα. Μέσα σε λίγη ώρα όλα χάθηκαν γιατί κάποιοι δεν φρόντισαν να μας προστατεύσουν» είπε και συμπλήρωσε «Όσοι έφταιξαν πρέπει να τιμωρηθούν στο βαθμό που έφταιξε ο καθένας.
Με δάκρυα στα μάτια η μητέρα της Μαργαρίτας μίλησε για το γράμμα που υπαγόρευσε η κόρη της λίγο πριν διασωληνωθεί στο οποίο ευχαριστούσε το σύζυγο της για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε αλλά και για τους γονείς της και τους έστελνε την αγάπη της.
«Αυτό το έδωσαν στον σύζυγό της από το γραφείο κίνησης του Ευαγγελισμού. Αυτό το χαράξαμε σε μια πλακέτα και είναι το φυλαχτό μας. Ο διασώστης μας είπε ότι δεν έχει δει πιο δυνατό άτομο καθώς αν και ήταν καμένη σε μεγάλο βαθμό δεν τους άφηνε να τη διασωληνώσουν αν δεν υπαγόρευε το γράμμα» είπε ραγίζοντας καρδιές.
«Κατάλαβα ότι ήταν ώρα μηδέν»
Η εγκαυματίας Δήμητρα Καστορίδα περιέγραψε στο δικαστήριο πώς κατάφερε να περάσει ανάμεσα σε φλεγόμενα δέντρα για να καταφέρει να φτάσει στη θάλασσα.
«Κατάλαβα ότι ήταν ώρα μηδέν γιατί έβλεπα ότι είχε πιάσει φωτιά και μπροστά μου» ανέφερε χαρακτηριστικά η μάρτυρας η οποία έντονα φορτισμένη ανέφερε ότι ακόμη και τώρα βλέπει εφιάλτες από το μοιραίο εκείνο βράδυ όταν μαζί με άλλους ανθρώπους έδωσαν αγώνα επιβίωσης μεσοπέλαγα. «Προσπαθούσαμε να δίνουμε ο ένας κουράγιο στον άλλο» είπε και μίλησε για μια γυναίκα «που κρατούσε το παιδί της στο βράχο και ζητούσε βοήθεια γιατί το παιδί της δεν ήξερε μπάνιο» και στη συνέχεια την έχασε από το οπτικό της πεδίο αλλά και ένα ηλικιωμένο καρκινοπαθή που τους παρότρυνε να τον αφήσουν για να σωθούν. «Από το καιόμενο δέντρο που στροβιλίστηκε έβαλα το κεφάλι μου στο νερό και αισθάνθηκα ότι είχαν καεί οι βλεφαρίδες» κατέθεσε και συμπλήρωσε πως ψαράδες ήταν αυτοί που την έσωσαν όπως και μια κοπέλα με την οποία παρέμεινα η μια δίπλα στην άλλη για πολλές ώρες. Εκείνη «την τράβηξαν και από τα μαλλιά» για να καταφέρουν να την ανεβάσουν στη βάρκα ανέφερε.
Ο Ανδρέας Βεργιώτης και η σύζυγος του Άρτεμις Γιώτσα καταθέτοντας έκαναν λόγο για κομφούζιο σημειώνοντας πως δεν υπήρχε βοήθεια από την πολιτεία. «Αν είχε γίνει ενημέρωση ένα τέταρτο νωρίτερα επιτρέψτε μου να πω ότι δεν θα είχε γίνει τίποτα» κατέθεσε ο κ. Βεργιώτης και συμπλήρωσε πως στη συνέχεια έμαθε πως μια Γερμανίδα πλήρωσε τη βενζίνη σε ένα καΐκι για να βοηθήσει ανθρώπους.
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και ο Ίων Καρακουκάλης ,ο οποίος στην πύρινη λαίλαπα έχασε τη σύζυγό του.
«Ήταν εγκλωβισμένοι και ήταν σε κατάσταση τραγική, φόβου και τρόμου. Δεν έχει υπάρξει ένας που να έχει αναλάβει την παραμικρή ευθύνη παρά το γεγονός ότι χάσαμε δικούς μας ανθρώπους» ανέφερε.
Κλαίγοντας η Ιωάννα Καρακουκάλη, περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που έζησε το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018, προσπαθώντας να βοηθήσει την εγκλωβισμένη στη φωτιά μητέρα της, από τηλεφώνου.
«Πριν το κλείσουμε τότε, μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει και δεν μου ξαναμίλησε. Δε μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν ζωντανή μέχρι εκείνη την ώρα, ότι ήταν 48 ετών έκανε προσπάθεια να μείνει στη ζωή και δεν έκανε κανείς προσπάθεια να τη βοηθήσει» είπε. Ο σύζυγος της κ. Πολύμνιας Κοσσορα ήταν έναν από τους 26 νεκρούς που βρέθηκαν καμένοι στο οικόπεδο Φράγκου. « Ο άντρας μου ήταν ένας από αυτούς που είχαν εκτραπεί από τη λεωφόρο χωρίς να έχουν καμία δουλειά εκεί.» ανέφερε και συμπλήρωσε Έ»χασε τη ζωή του αναίτια, λόγω της εγκληματικής διαχείριση της φωτιάς από τις αρχές. Μια αρχή να είχε κάνει τη δουλειά της δεν θα είχαμε τόσα θύματα».
Ο Γεώργιος Μίχας, έχασε στη φονική πυρκαγιά, το γιο του Βίκτωρα, 23 ετών. Η σορός του ξεβράστηκε στην ακτή μια εβδομάδα αργότερα.
«Ήρθαν και με βρήκαν στο λιμάνι. Κάθομαι στο παγκάκι και έρχεται η μαμά του Βίκτωρα και κάθεται στην αγκαλιά μου και μου λέει πάει ο Βίκτωρας … Με το που μου το λέει αυτό, την πετάω από πάνω μου. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ αυτό. Πήρα το άλλο μου παιδί αγκαλιά που ήταν σαν ζωντανή νεκρή. Δεν μπορούσα να το δεχθώ. Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένεια μου διαλύθηκε. Δε μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό.Το παιδί βρέθηκε στη θάλασσα μόνο του» κατέθεσε κλαίγοντας.