Να κριθεί ένοχος και για τις δυο απόπειρες βιασμού για τις οποίες κατηγορείται ο Πέτρος Φιλιππίδης ζήτησε η εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου η οποία συνεχίζει την αγόρευση της. Η εισαγγελέας Στέλλα Στόγια, αφού εισηγήθηκε την αθώωση, λόγω αμφιβολιών, του κατηγορούμενου ηθοποιού για την κατηγορία του βιασμού κατ εξακολούθηση αναφέρθηκε στη δεύτερη καταγγέλλουσα.
«Η δεύτερη καταγγέλλουσα ήταν πολύ χαρούμενη που θα συνεργάζονταν με ένα μεγάλο καλλιτέχνη. Ο κατηγορούμενος την οδήγησε ένα άδειο θέατρο και στη συνέχεια επιχείρησε να τη βιάσει. Εκείνη προσπάθησε να τον αποφύγει, έκανε μια προσχηματική συνομιλία με τη μητέρα της, την οποία αντιλήφθηκε ο κατηγορούμενος και συνέχισε.
Η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε όχι επειδή με δίκη του βούληση τη σταμάτησε, αλλά γιατί όπως κατέθεσε η καταγγέλλουσα “ξενέρωσε”. Τα καταγγελλόμενα περιστατικά είναι τα ίδια σε όλες τις καταθέσεις της» είπε η εισαγγελική λειτουργός. Αναφερόμενη δε στον ισχυρισμό της υπεράσπισης ότι η γυναίκα ήθελε με την καταγγελία της να εκδικηθεί τον ηθοποιό επειδή δεν πήρε ρόλο, η εισαγγελέας σχολίασε: «Αν ήταν συναινετικό αυτό που έγινε γιατί δεν πήρε το ρόλο; Γιατί στη συνέχεια δε συνεργάστηκαν ποτέ; Γιατί δεν έπαιξε στις δυο σειρές του mega;». Όπως σημείωσε, η υπεράσπιση επιχείρησε να τρώσει την αξιοπιστία της, υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων ότι η δεύτερη καταγγέλλουσα απαντούσε στα τηλέφωνα του κατηγορουμένου και στα όσα ερωτικά της έλεγε.
Η εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή του ηθοποιού και για τη δεύτερη απόπειρα βιασμού σε βάρος συναδέλφου του το 2014 μέσα στο αυτοκίνητο του στο Παλαιό Ψυχικό.
«Η καταγγέλλουσα κατά την κατάθεση της είχε πάθει κρίση εκείνη τη στιγμή. Έκανε σαν αγρίμι και προσπαθούσε να αποτρέψει τον κατηγορούμενο από το εγκληματικό σχέδιο του, που ήταν να του κάνει πεολειχία. Μέσα στον πανικό της τής είχε μείνει η εντύπωση πως ήταν κλειδωμένη η πόρτα. “Είναι εκείνη η στιγμή που λες, πως δεν το έκανα! Γιατί δεν δοκίμασα να ανοίξω; Και τα βάζεις με τον εαυτό σου” μας κατέθεσε εδώ στο δικαστήριο. Η θέση του κατηγορουμένου απέναντι στην κατηγορία είναι πως υπήρχε ερωτική διάθεση.
Αν η συναίνεση έχει συναινετικά γιατί δεν τον αναζήτησε αργότερα; Γιατί δεν επιδιώκει να τον συναντήσει ξανά; Έγινε λόγος για το ημερολόγιο της. Πώς είναι δυνατόν είπε η υπεράσπιση για αυτό που της συνέβη να μη γράψει κάτι; Και γιατί να γράψει; Γιατί να καταγράψει κάτι φρικτό που της συνέβη. Οι σελίδες εκείνες τις ημέρες είναι κενές. Είναι ενδεικτικό κι αυτό» ανέφερε η εισαγγελέας.
Την αθώωσή του για τον βιασμό κατ’ εξακολούθηση ζήτησε η εισαγγελέας
Προηγουμένως, η εισαγγελέας είχε ζητήσει να αθωωθεί από την κατηγορία του βιασμού κατ’ εξακολούθηση.
«Εκτιμώντας όλο το αποδεικτικό υλικό αδυνατώ καταλήξω στο τι ακριβώς συνέβη. Έχω αμφιβολίες. Μπορεί να συνέβησαν τα γεγονότα όπως τα λέει η καταγγέλλουσα στο δικαστήριο, αλλά το δικαστήριο δε μπορεί να καταδικάσει με αμφιβολίες. Οι διαφοροποιήσεις στις καταθέσεις της πρώτης καταγγέλλουσας δεν είναι λεπτομέρειες. Υπάρχουν αμφιβολίες για το τι ακριβώς συνέβη. Για τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό θα προτείνω να τον κηρύξει αθώο» σημείωσε στην αγόρευση της η εισαγγελέας Στέλλα Στόγια.
Η εισαγγελική λειτουργός εστίασε στο γεγονός ότι η μαρτυρία της πρώτης καταγγέλλουσας είναι το μόνο μέσο που υπάρχει. «Οφείλουμε να ελέγξουμε την αξιοπιστία της μαρτυρίας όταν είναι το μόνο αποδεικτικό μέσο που υπάρχει» τόνισε και συνέχισε λέγοντας: «Για τον πρώτο καταγγελλόμενο βιασμό η καταγγέλλουσα είχε καταθέσει ότι υπήρχε χειραγώγηση. “Υπήρχαν πράγματα που έλεγες για τον κατηγορούμενο… απλώς με συμπαθεί πολύ. Ήταν στο όριο” είχε καταθέσει η καταγγέλλουσα» ανέφερε η εισαγγελέας υπογραμμίζοντας ότι δήλωσε στον κατηγορούμενο ότι θέλει να φύγει αλλά και πως δεν αντιλήφθηκε ότι η πράξη που έγινε σε βάρος της συνιστούσε βιασμό.
Στη συνέχεια η εισαγγελέας αναφέρθηκε στο δεύτερο περιστατικό βιασμού επικαλούμενη τις αναφορές της νεαρής γυναίκας για την συνάντηση με τον ηθοποιό. «Η καταγγέλλουσα είπε πως πήγε με βαριά καρδιά θεωρώντας πως θέλει να επανορθώσει ο κατηγορούμενος… Η καταγγέλλουσα στην ανακρίτρια είχε καταθέσει ότι ενθουσιάστηκε ασχέτως με ότι είχε γίνει, ενθουσιασμό που επιβεβαίωσε και η μητέρα της. Γεννώνται ερωτηματικά. Βεβαίως ήταν χαρούμενη στην προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης. Όμως μια γυναίκα που έχει υποστεί τέτοια πράξη επουδενί δεν πηγαίνει χαρούμενη στο βιαστή της. Είπε ότι «έτσι έχουμε γαλουχηθεί στο θέατρο». Μέχρι ποια συμπεριφορά; Μέχρι της διάπραξη κακουργήματος και μάλιστα από αυτά με τη μεγαλύτερη απαξία; Κατά την άποψη της ομιλούσας, όχι».
Η εισαγγελέας εντόπισε αντιφάσεις στις καταθέσεις την πρώτης καταγγέλλουσας εστιάζοντας στο γεγονός ότι το δεύτερο περιστατικό βιασμού της το θύμισε φίλο της και αναφέρθηκε στο στάδιο της ανάκρισης. «Σε ερωτήσεις προς την καταγγέλλουσα για τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στις καταθέσεις της, εκείνη υποστήριξε: «Ήταν όλα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Όταν μου τα θύμισε ο Παναγιώτης (φίλος της), ήταν σαν να άνοιξε αυτή την πόρτα». Η καταγγέλλουσα σε τρία διαφορετικά όργανα κατέθεσε διαφορετική αποτύπωση των γεγονότων. Άλλα στο ΣΕΗ, άλλα στον εισαγγελέα, άλλα στην ανάκριση. Γιατί δεν είπε στον εισαγγελέα όσα είπε στον ανακριτή. Η καταγγέλλουσα προσήλθε στον εισαγγελέα για να καταγγείλει όσα υπέστη, όχι να τα χαρακτηρίσει νομικά. Το τόσο σοβαρό γεγονός το καταθέτει πρώτη φορά στην ανακρίτρια. Αν το είχε καταθέσει στον εισαγγελέα θα είχα διαφορετική τοποθέτηση, δεχόμενη ότι στο ΣΕΗ ήθελε να καταγράψει μια καταγγελία. Ανακάλυπτε όμως κάτι νέο σε κάθε επόμενο στάδιο…
«Με το βιαστή σου δε μπορείς να κανείς χιούμορ»
Η εισαγγελέας αναρωτήθηκε αν «ήταν ένα περαστικό που της είχε ξανασυμβεί; Ήταν το συνήθως συμβαίνον; Η πρώτη καταγγέλλουσα υποβάθμισε τα γεγονότα λέγοντας ότι αυτά συμβαίνουν στο θέατρο. Αν ήταν έτσι για ποιο λόγο το απώθησε ως γεγονός;» και συμπλήρωσε ότι όλοι οι επιστήμονες που εξετάσθηκαν συμφώνησαν ότι «το βίωμα του βιασμού δεν μπορεί να σβήσει από τη μνήμη του θύματος».
Η πρώτη καταγγέλλουσα είναι ηθοποιός και γνωρίζει τους κανόνες της υποκριτικής, επεσήμανε η εισαγγελέας και ανάφερε φράσεις της όπως «στο θέατρο ματώνουμε». «Σε κανένα επαγγελματικό χώρο δεν μαθαίνουν οι δάσκαλοι στους νέους καλλιτέχνες να ανέχονται εγκλήματα. Συμπεριφορές ναι, πίεση ναι, αλλά όχι κακουργήματα ή κακοποιητικές συμπεριφορές» ανέφερε χαρακτηριστικά και συνέχισε λέγοντας ότι της προκάλεσε εντύπωση πως σε αίτημα για αναπαράσταση η πρώτη καταγγέλλουσα είπε: “Θα δεχτώ να γίνει αναπαράσταση αν το κάνει ο ίδιος. Μπορεί;”. Στη συνέχεια είπε ότι ήταν χιούμορ και ειρωνεία και πως το θεωρεί αναχρονιστικό. Επιτρέψτε μου όμως ότι με το βιαστή σου δε μπορείς να κανείς χιούμορ. Θα εκτιμηθεί και η συμπεριφορά του θύματος. Το θύμα δεν απολογείται για τη συμπεριφορά του, αλλά αξιολογείται η κατάθεση του».
Για την εισαγγελική λειτουργό καταλυτικές ήταν οι καταθέσεις της Θάλειας Ματίκα και της Ζέτας Μακρυπούλια. «Δεν επιβεβαίωσε τη σύζυγο του κατηγορουμένου για το περιστατικό της βάπτισης. Δεν αναγνώρισε καν την καταγγέλλουσα στο δικαστήριο. Αν είχε ειπωθεί κάτι τέτοιο θα το θυμόταν εξαιτίας και της στενής σχέσης που είχε τότε με την κα. Νίνου. Αντίστοιχα η κα. Κοτσοβούλου δεν επιβεβαίωσε ότι την κάλεσε στο θέατρο για να αναλάβει ρόλο στην παράσταση, ισχυρισμό που επιβεβαίωσε και η Ζέτα Μακρυπούλια» τόνισε η εισαγγελέας.