Ο Βασίλης Ζούλιας βρέθηκε το βράδυ της Τετάρτης (4/1) καλεσμένος στην εκπομπή της ΕΡΤ «Κεραία» και τη Ρέα Βιτάλη. Ο σπουδαίος σχεδιαστής αναφέρθηκε στην εξάρτησή του στα ναρκωτικά, μίλησε για τον δρόμο προς την απεξάρτηση και τις αλλαγές που είδε στη ζωή του και στις σχέσεις με τον πατέρα του.
Αφού ξενάγησε πρώτα τη Ρέα Βιτάλη στο σπίτι του που είναι εμπνευσμένο από τη δεκαετία του ’60, έκατσαν στο μπαλκόνι του, έβαλαν το χαμομήλι τους και ξεκίνησαν την εξιστόρηση του παρελθόντος.
Ξεκίνησε από τον χωρισμό των γονιών του, που για τα δεδομένα της εποχής ήταν αρκετά προχωρημένο.
«Στην Άνδρο έγινε ο ολοκληρωτικός χωρισμός των γονιών μου. Υπάρχει η μνήμη της αναχώρησης και ήταν μέρα που έμοιαζε με βράδυ. Η θεία μου η Μαριγώ είχε ένα θυρωρείο στην Αλεξάνδρας 66 με τον θείο μου τον Γιάννη που δεν είχε χέρια. Η θεία μου, καταπληκτική και δυναμική γυναίκα, που τον αγαπούσε από πριν ήθελε να τον πάρει. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν το καταφύγιο μας. Η κ. Φραγκουδάκη και τα παιδιά της είχαν μία βίλα στην Αγία Παρασκευή και ένα σπίτι στην Μετσόβου και εκεί δούλευε η μητέρα μου. Και με έβαζε στο τραπέζι και με μάθαινε πώς να τρώω με πιρούνι και μαχαίρι. Μας αγαπούσαν πολύ. Σε αυτά τα σπίτια με τις τόσες αντιθέσεις, υπήρχε αγάπη αλλά και μπέρδεμα γιατί δεν ήξερα που ανήκω.
Είναι θαυμάσιο ότι τώρα έχουμε καταπληκτική σχέση με τον πατέρα μου. Τον συνάντησα κάποια στιγμή κατά την πορεία της ανάρρωσής μου και τώρα έχουμε μια καλή σχέση. Η μητέρα μου επέλεξε να καθαρίζει σπίτια για να με μεγαλώσει. Κάποτε είχα ντροπή και πλέον είμαι πολύ υπερήφανος.
Ο κ. Μάκης ήταν ένα προξενιό και η μητέρα μου με αντιμετώπισε ως ώριμο άντρα και μου είπε “Θα πάμε σε ένα ζαχαροπλαστείο να φάμε γλυκό και να γνωρίσεις έναν κύριο”. Μετά με ρώτησε εάν θα ήθελα να γίνει πατέρας μου και να μείνουμε όλοι μαζί. Και της είπα απευθείας ναι, γιατί το ήθελα. Ήθελα να νιώσει η μητέρα μου την ευτυχία», ανέφερε αρχικά.
Στη συνέχεια θυμήθηκε το πρώτο του μεθύσι σε ηλικία 8 ετών, τις απόπειρες αυτοκτονίας, αλλά και το πόσο έντονη ήταν η σεξουαλικότητά του αφού ήρθε σε επαφή με τα ναρκωτικά.
«Το πρώτο μου μεθύσι το είχα 8-9 χρονών και πέρασα τόσο άσχημα τότε και είπα δεν θα ξαναπιώ. Ήμουν ένα παιδί που είχε θέματα, είχε πόνο μέσα του. Και μάλιστα, μία από τις πιο όμορφες στιγμές με την μητέρα μου τώρα τελευταία είναι όταν μου είπε πώς δεν μπόρεσε να είναι πραγματικά κοντά μου όταν ήμουν μικρός. Υπήρχε μία έλλειψη μέσα μου και ένας πόνος. Όταν πήρα τα πρώτα χάπια αισθάνθηκα ότι καταλαγιάζει λίγο ο πόνος μέσα μου. Και είπα αυτό ήταν, θα παίρνω αυτό και θα νιώθω καλύτερα. Και έτσι ξεκίνησαν όλα τα υπόλοιπα μετά. Έκλεψα ρούχα, με έπιασαν και από την ντροπή και μαζί με τον υπόλοιπο ψυχισμό, πήγα στο Market και έκοψα τις φλέβες μου. Και είδαν το αίμα κάτω από τις πόρτες και με πήγαν στο νοσοκομείο.
Η σεξουαλικότητα μου τότε ήταν όπως όταν τρίβονται τα σκυλιά μεταξύ τους. Τόσο νόμιζα ότι μου άξιζε!».
Παραδέχθηκε ότι νοιάζονταν τόσο πολύ να φαίνονταν άψογος εξωτερικά, όμως μέσα του ένιωθε πολύ άσχημα, βάζοντας πολλές φορές τον εαυτό του και τη μητέρα του σε μπελάδες. Περιέγραψε τη σύλληψή του, αλλά και το πως ένας γιατρός που έτυχε να βρίσκεται στη δίκη του του έσωσε τη ζωή όταν επιχείρησε να αυτοκτονήσει.
Οι περιγραφές εκείνης της περιόδου είναι αρκετά έντονες, ωστόσο, ο ίδιος τις αντιμετωπίζει σαν μία ταινία κάποιου άλλου ανθρώπου.
Παρόλα αυτά, κατάφερε να μπει σε πρόγραμμα απεξάρτησης και να βγει από αυτό τον Γολγοθά που βίωνε, αν και έχει καταλήξει πώς όλο αυτό το έκανε γιατί ένιωθε μέσα του μία απέραντη θλίψη.
«Έχει συμβεί να πάω στο Κολωνάκι να υπογράψω και αντί για στυλό έβγαζα την σύριγγα. Μάλιστα, στην κ. Κατραβά και έπαθε σοκ! Το καλοκαίρι του 1987 στο Κολωνάκι, κάθισα στο κρεβάτι μου και της είπα να μου κάνει ένεση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ανακούφιση που είχα νιώσει. Είχα ανέβει λίγες μέρες πριν σε ταράτσα και ήθελα να πέσω. Όταν μπήκα στο πρόγραμμα απεξάρτησης και με κάλεσε η σπόνσοράς μου να της πω το πρώτο μου βήμα, έμενε σε εκείνο το σπίτι. Με τη φίλη μου είχαμε ακούσει ότι υπήρχε πρέζα κρυμμένη και είχα πάει με φτυάρια με τη φίλη μου να το βγάλουμε.
Η μητέρα μου ήταν στεναχωρημένη με εμένα, της έδινα μόνο πίκρες. Σαν να ήθελα να την εκδικηθώ κάπως με την χρήση μου. Είχα πάει μία φορά στο σπίτι και της είπα ότι θέλω να τα κόψω και στο δωμάτιο χτυπιόμουν στο κρεβάτι, είχα σπάσει μία γυάλα με χρυσόψαρα. Ξεκίνησαν σιγά σιγά οι συλλήψεις. Μία μέρα είχα φωτογράφηση και είπα ότι πάω να πάρω ένα ρούχο από την πλατεία. Το είχα στο στόμα και το έβαλα στην τσέπη και έρχονται δύο και μου βάζουν χειροπέδες. Η Βουγιουκλάκη μου έστειλε καλό δικηγόρο τότε για να με γλιτώσει.
Δεν έμπαινε η τελεία. Αυτό το πιάσιμο ήταν πολύ τραυματικό γιατί βρέθηκα στην ασφάλεια με χειροπέδες, σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους που δεν ήξερα και αναρωτιόμουν τι κάνω εκεί. Την δεύτερη φορά που με έπιασαν, περίμενα 4 μέρες μαρτυρικές για να βγω. Είπα στη μητέρα μου να μου φέρει συγκεκριμένα ρούχα και εμφανίστηκα στο δικαστήριο σαν τον Αλ Καπόνε. Δεν ήθελα ούτε να πάω φυλακή, αλλά ούτε να γυρίσω στη ζωή που είχα έξω, δηλαδή στην χρήση. Ο αστυνομικός για να χαιρετήσω τη μητέρα μου, μου έβγαλε τις χειροπέδες και αμέσως πήδηξα στο κενό και για καλή μου τύχη ήταν ένας γιατρός και μου έσωσε τη ζωή. Πρώτη κουβέντα ήταν “γ@@@το ζω” και η δεύτερη κουβέντα ήταν στη μητέρα μου “το παλτό το μάζεψες;”.
Η τελεία ήρθε αργότερα. Κάθε φορά που έπινα μετά από αυτό, ένιωθα μεγάλη απογοήτευση. Η τελεία έγινε το βράδυ που η φίλη μου με πήρε από το χέρι και με πήγε σε κάποιες ομάδες απεξάρτησης. Είμαι 15 μέρες με μεθαδόνη και 28η του 1992 είπα το μεγάλο “όχι”. Τότε είχα βγει από ένα κλαμπ χωρίς να πιω και η Ακαδημία μου φαινόταν σαν Παρίσι. Δεν σταμάτησα ποτέ να πηγαίνω σε αυτό το πρόγραμμα. Έχω μία εθισμένη προσωπικότητα. Είμαι ο Βασίλης και είμαι ναρκομανής», εξομολογήθηκε.