Στην τελική ευθεία μπήκε η δίκη του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ και των δυο γιων του που συνελήφθησαν στις 18 Δεκεμβρίου 2019 στο σπίτι τους στο Κουκάκι κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης ειδικών δυνάμεων για εκκένωση διπλανής κατάληψης.
Ο κατηγορούμενος σκηνοθέτης και ο ένας από τους δυο γιούς, καθώς ο δεύτερος απουσίαζε στο εξωτερικό, έδωσαν τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την ημέρα.
«Απολογούμαι για την αφέλεια μου να πιστεύω ότι η ελληνική αστυνομία είναι για να μας προστατεύει. Απολογούμαι απέναντι στα παιδιά μου για την αφέλεια μου να ανοίγω την πόρτα στους αστυνομικούς, να ανεβαίνω στην ταράτσα μου για να μας παίρνουν σιδηροδέσμιους και τόσα χρόνια να λένε για μας πολιτικοί, δημοσιολογούντες, ο καθένας το μακρύ και το κοντό του» ήταν τα πρώτα λόγια του Δημήτρη Ινδαρέ όταν κλήθηκε να απολογηθεί και απευθυνόμενος στους δικαστές είπε: «Όλη μας η ελπίδα γι’ αυτή την τρέλα είσαστε εσείς, η Δικαιοσύνη».
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως είχε ενημερώσει, χωρίς αποτέλεσμα, τις αρχές για την κατάσταση που επικρατούσε στο κτίριο δίπλα από το σπίτι του καθώς όλα αυτά τα χρόνια «κόσμος μπαινόβγαινε, γίνονταν εκδηλώσεις» και ο ίδιος φοβόταν μην προκληθεί κάποια φωτιά.
Αναφερόμενος στην επιχείρηση εκκένωσης τη χαρακτήρισε «εντυπωσιακή». «Ξυπνήσαμε από φασαρία, χαμό, ένταση και καπνούς. Ήταν τρομακτική επιχείρηση, είχαν ένα τροχό που τάχα μου δεν έπαιρνε μπροστά για να μπουν από την άλλη πλευρά» περιέγραψε και συνέχισε λέγοντας πως απομάκρυνε το αυτοκίνητο του και επιστρέφοντας «είδα βροχή από αντικείμενα, επικίνδυνα».
«Αισθανόμουν ότι οι αστυνομικοί κινδυνεύουν. Βγήκαμε μπαλκόνι και ο γιος μου τράβηξε το βίντεο και του λέω, δεν είναι ωραίο αυτό που κάνεις! Μάλιστα, μετά μου είπε «αν με είχες αφήσει να το τραβήξω, θα είχε τελειώσει η εμπλοκή μου» ανέφερε και στη συνέχεια μίλησε για τη στιγμή που το κουδούνι του σπιτιού τους χτύπησε.
«Νομίζαμε θα έχει τραυματιστεί αστυνομικός και δεν θα είχαν πού να τον ακουμπήσουν, τόσο ηλίθιος ήμουν» είπε και περιέγραψε πως ήρθε αντιμέτωπος με έναν αστυνομικό «σαν Ρόμποκοπ». Όπως είπε ανέβηκε στην ταράτσα μαζί με τον γιο του και ρώτησε αν πέρασε κανένας από εκεί. «Μου είπαν «κάνε πέρα να περάσουμε», με γράπωσαν με τη βία, φάγαμε το ξύλο της αρκούδας και με κατηγορούν ότι αντιστάθηκα, ότι έβρισα. Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, ήταν σαν μαύρη θύελλα».
«Περιμέναμε να μας πουν «συγγνώμη λάθος» και εκείνοι μας ανακοίνωσαν το κατηγορητήριο», είπε και κατέληξε στο ότι «το ίδιο το ελληνικό κράτος μας έβγαλε στο κλαρί, δεν βρίσαμε, δεν δείραμε, δεν αμυνθήκαμε, είναι μια παράνοια».
Ο γιος του σκηνοθέτη Ιάσονας, στην απολογία του, μίλησε για τη στιγμή που οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες. «Μου πίεσαν το κεφάλι με τις μπότες στο δάπεδο, είδα τον 56χρονο πάτερα μου να τρώει κλοτσιά με το πάνω μέρος της μπότας στο κεφάλι. Ήμουν σαστισμένος από τη βία που μας ασκήθηκε. Η μάνα μου έντρομη με το νυχτικό να φωνάζει “τι κάνετε;” Και να της απαντάνε: “φύγε από δω μωρή γιατί θα σε πετάξω κάτω από τη σκάλα”. Δεν έχω ξαναζήσει τέτοια βαρβαρότητα» ανέφερε χαρακτηριστικά και εκτίμησε πως προχώρησαν στη σύλληψη τους γιατί τους είχαν ξυλοκοπήσει.
«Αφού δεν βρήκαν ενόχους, συνέλαβαν οποίους βρήκαν μπροστά τους» σημείωσε.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη με την εισαγγελική πρόταση επί της ενοχής ή όχι των κατηγορουμένων.