Η εφημερίδα «Πατρίς» σας αποκαλύπτει τις καταθέσεις που δείχνουν το μαρτύριο που ζούσε η 17χρονη Νικολέτα στα χέρια του δολοφόνου της, τουλάχιστον 5 μήνες πριν το έγκλημα στο Περιστέρι.
«Τον είχα δει και με τα μάτια μου πολλές φορές να τη χτυπάει. Σε συζητήσεις που έκανα με τη Νικολέττα μου έλεγε ότι το τελευταίο διάστημα δεν περνάει καθόλου καλά μαζί του και ότι τη χτυπούσε και χωρίς λόγο. Ήθελε να τον χωρίσει αλλά φοβόταν την αντίδραση του. Στην αδερφή μου επίσης δεν άρεσε ότι ο Σάνι κάπνιζε χόρτο και ότι γενικά είχε πολλά νεύρα», είπε η αδερφή της άτυχης κοπέλας.
Στις αρχές περιέγραψε ότι ο Σάνι αν και κατοικούσε σε διαφορετικό σπίτι με τον αδερφό του στο Περιστέρι πολλές φορές έμενε τα βράδια που δεν δούλευε η Νικολέττα στο σπίτι τους ενώ είχε φέρει και κάποια ρούχα στο σπίτι τους.
Για τη μοιραία ημέρα είπε στους αστυνομικούς: «Χθες το βράδυ ήταν η τελευταία φορά που μίλησα με τη Νικολέττα διότι δεν πήγα σπίτι και έμεινα στο σπίτι του φίλου μου. Το απόγευμα περίπου στις πέντε η ώρα προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί της στο τηλέφωνο καλούσε αλλά δεν το σήκωνε. Συνέχισα να προσπαθώ μέχρι τις έντεκα περίπου το βράδυ.
Στις οχτώ περίπου με πήρε η μαμά μου τηλέφωνο γιατί ανησύχησε που δεν πήγε η αδερφή μου για δουλειά και μάλιστα έστειλε και κάποια παιδιά από τη δουλειά να της χτυπήσουν το κουδούνι στο σπίτι για να δούνε γιατί δεν απαντάει. Περίπου στις έντεκα το βράδυ πήγα με το φίλο μου στο σπίτι μας για να δω τι γίνεται». Λίγα λεπτά αργότερα αποκαλύπτεται η τραγική δολοφονία.
Σύμφωνα με την κατάθεση της μεγαλύτερης αδερφής της Νικολέττας το θύμα γνώρισε το δράστη μέσω κοινής παρέας. «Στον Σάνι δεν άρεσε ότι η αδερφή μου τους τελευταίους πέντε μήνες πήγαινε και βοηθούσε τη μητέρα μας στη δουλειά της οπότε και ξεκίνησαν τα προβλήματα στη σχέση τους».
«Μου είπε ότι βρήκε δουλειά στη Θεσσαλονίκη»
Οι αστυνομικοί από την πρώτη στιγμή που μπήκαν στο σπίτι κατάλαβαν ότι ο δολοφόνος ήταν γνωστός του κοριτσιού. Δεν βρήκαν ίχνη παραβίασης ενώ έλειπε και το κινητό της κοπέλας. Όταν κάλεσαν για κατάθεση τον αδερφό του εκείνος τους είπε για τις κινήσεις του δράστη αμέσως μετά το έγκλημα:
«Ο Σάνι δεν είναι καλό παιδί δεν πάει στη δουλειά πίνει μπύρες και τσιγάρα και δεν στέλνει λεφτά στην οικογένειά μας στο Πακιστάν. Γι’ αυτό δεν ήθελα να μιλάμε κάθε ημέρα.
Προχθές τη Δευτέρα πήγα το πρωί στη δουλειά μου. Περίπου στις 17:30 το απόγευμα γύρισα σπίτι μου. Μόλις μπήκα στο σπίτι με φώναξε ο Σάνι. Ήταν έξω από το σπίτι και φώναξε το όνομά μου. Φορούσε μία καφέ μπλούζα και νομίζω και ένα παντελόνι. Στην πλάτη είχε μία τσάντα και στο χέρι μία βαλίτσα με ροδάκια. Ο Σάνι μου ζήτησε να του δώσω 100 ευρώ γιατί ήθελε να φύγει να πάει σε ένα χωριό στη Θεσσαλονίκη γιατί εκεί βρήκε μια δουλειά. Δεν μου είπε σε ποιο χωριό θα πήγαινε ούτε εγώ τον ρώτησα. Τον ρώτησα που είναι η Νικολέττα και μου είπε ότι θα πάει και αυτή μαζί του. Του είπα ότι δεν έχω 100 ευρώ μου ζήτησε 50 και του είπα πάλι ότι δεν έχω. Τελικά δεν του έδωσα τίποτα. Αυτός έφυγε και εγώ μπήκα μέσα στο σπίτι.
Δεν μιλήσαμε πολύ γιατί όπως σας είπα δεν θέλω να έχω πολλές σχέσεις με τον Σάνι. Από τότε δεν τον ξαναείδα. Από τον φίλο μου τον Αλί έμαθα ότι ο αδερφός μου πήγε μετά από εμένα στο σπίτι του. Χθες το μεσημέρι έμαθα ότι η Νικολέττα πέθανε. Χθες το βράδυ με πήρε τηλέφωνο από το Πακιστάν ο μπαμπάς μου και μου είπε ότι ο Σάνι έκανε αυτό το πράγμα στην κοπέλα. Δεν ξέρω από που το έμαθε ο μπαμπάς μου. Στη Θεσσαλονίκη ξέρω ότι είχε πάει παλιά και μία φορά είχε πάει με τη Νικολέττα.
Νομίζω ότι έχει κάποιους φίλους εκεί αλλά δεν ξέρω να σας πω πως τους λένε και που μένουν. Με την Νικολέττα δεν ξέρω αν μάλωναν. Η αδερφή της μου είχε πει κάποια στιγμή ότι μάλωναν».
Ο αδερφός του δράστη ενημέρωσε τις αρχές ότι ο δολοφόνος ήρθε στην Ελλάδα το 2017 ενώ είχε γνωρίσει και ο ίδιος την άτυχη κοπέλα: «Ήταν μία χαρά κοπέλα και αγαπούσε το Σάνι. Και ο Σάνι την αγαπούσε. Ήθελε να φέρει την κοπέλα να μένει στο σπίτι. Πριν από 8 μήνες περίπου είχαν μείνει σε αυτό το σπίτι μαζί με εμάς για μία εβδομάδα περίπου. Επειδή δεν ήταν σωστό να μείνει η κοπέλα στο σπίτι που μένουν άντρες είπα στο Σάνι να φύγουν από το σπίτι. Έτσι πήγαν να μείνουν σε ένα σπίτι μαζί με τη μαμά της Νικολέττας και την αδερφή της».
«Μου είπε ότι φεύγει για δουλειά στην Ιταλία»
Ένας από τους φίλους του δολοφόνου, ο άνθρωπος που τον είδε στο σταθμό Λαρίσης πριν φύγει με το τρένο κατέθεσε στις αρχές λίγες ώρες μετά το έγκλημα:
«Χθες το μεσημέρι γύρω στις 15:00 με πήρε τηλέφωνο ο Σάνι και μου ζήτησε να τον πάω με το μηχανάκι στο σταθμό Λαρίσης για να βγάλει εισιτήρια για να φύγει για τη Θεσσαλονίκη. Εγώ του είπα ότι έχει πολύ ήλιο και δεν θα βγω ακόμα του είπα ότι θα πάω με το μηχανάκι μου σε ένα συνεργείο στη Νίκαια για να το φτιάξω και δεν μπορούσα να τον πάω.
Τότε αυτός μου είπε περίπου 15 λεπτά πριν τελειώσω να τον πάρω τηλέφωνο για να πάει στο σπίτι μου να τον πάρω με το μηχανάκι μου να τον πάω στο σταθμό Λαρίσης για να φύγει. Περίπου στις 17:05 με πήρε ξανά τηλέφωνο ο Σάνι για να πάω να τον πάρω.
Εγώ επειδή ήμουν στο συνεργείο του είπα ότι δεν μπορούσα. Στις 18:10 με πήρε ξανά τηλέφωνο και μου είπε ότι είχε αφήσει μία βαλίτσα και ένα σάκο με ρούχα στο σπίτι μου μέσα στην αυλή και ότι ήθελε να βάλω τα ρούχα από τη βαλίτσα στο σάκο και να τον πάρω και να τον πάω να του τον δώσω στο σταθμό γιατί είχε πάει εκεί και σε 10 λεπτά θα έφευγε το τρένο .Δεν ξέρω πως είχε πάει ο Σάνι στο σταθμό.
Εγώ έκανα αυτό που μου είπε. Πήρα το σάκο και τον πήγα με το μηχανάκι στο σταθμό Λαρίσης. Στο σταθμό πήγα μαζί με ένα άλλο παιδί που μένουμε στο ίδιο σπίτι. Εγώ τον ρώτησα γιατί ήθελε να φύγει για Θεσσαλονίκη και ο Σάνι μου είπε ότι ο πατέρας του του πρότεινε να πάει στην Ιταλία να δουλέψει γιατί τα πράγματα εκεί είναι καλύτερα και θα μπορούσε να βρει καλύτερη δουλειά από εδώ στην Ελλάδα. Στην Ιταλία μου είπε ότι πήγαινε με τα πόδια μέσα από σύνορα. Εμένα δεν μου έκανε εντύπωση αφού ο Σάνι και το προηγούμενο διάστημα μου είχε πει ότι σκεφτόταν να πάει στην Ιταλία.
Πολλά παιδιά από το Πακιστάν έχουν φύγει για Ιταλία και τον προηγούμενο καιρό. Δεν τον ρώτησα παραπάνω πράγματα ή αν είχε γίνει κάτι. Ούτε τι θα έκανε με την κοπέλα του που είχε εδώ στην Ελλάδα τον ρώτησα. Δεν είχαμε τόσο καλές σχέσεις για να έχω το θάρρος να τον ρωτήσω κάτι τέτοιο. Εγώ του άφησα το σάκο και έφυγα. Ο Σάνι ήταν μόνος του στο σταθμό».