Τον «οδικό χάρτη» για την αντιμετώπιση των αντιεμβολιαστών ή αρνητών που «στοχοποιούν δημοσίους λειτουργούς» καταγράφει σε εγκύκλιο του προς τους εισαγγελείς της χώρας ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας. Στόχος είναι, σύμφωνα με τον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό, η προστασία «ευσυνείδητων δημόσιων λειτουργών, που εκτίθενται στον κίνδυνο προσαγωγών και συλλήψεων» από «πρόσωπα εμφορούμενα από ιδέες αμφισβήτησης των παραδοχών της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας για τα εμβόλια κατά της πανδημίας του» που στρέφονται με εγκλήσεις και μηνύσεις κυρίως, κατά εκπαιδευτικών λειτουργών (δασκάλων και καθηγητών), ιατρών, νοσηλευτών και υπαλλήλων των εν γένει δομών υγείας αλλά και οι υποθέσεις  πλαστών πιστοποιητικών, που μπορεί να κατευθύνονται, εκτός άλλων και στην οικονομική εκμετάλλευση ανυποψίαστων  πολιτών.

Ο κ. Πλιώτας σημειώνει απευθυνόμενος στους συναδέλφους του πως υπάρχει «αδήριτη η ανάγκη και ασφαλώς συνιστά εισαγγελικό καθήκον και υποχρέωση να επιδεικνύετε ιδιαίτερη προσοχή στο χειρισμό τέτοιων υποθέσεων,  ήδη, από το πρώιμο στάδιο υποβολής, έγκλησης ή μήνυσης, προεχόντως, των προσχηματικών ή και κακόβουλων, απευθύνοντας σαφείς οδηγίες προς όλους τους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειάς σας.»

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με τις οδηγίες του, ουσιαστικά, βάζει μπλόκο στις συλλήψεις με την διαδικασία του αυτοφώρου μετά από μήνυση πριν ενημερωθεί ο εισαγγελέας. Μάλιστα, τονίζει πως ο ανακριτικός υπάλληλος πριν κάνει οποιαδήποτε κίνηση πρέπει να ενημερώσει τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό ο οποίος με τη σειρά του θα αξιολογεί  «την ύπαρξη ή μη ενδείξεων βασιμότητας και θα αξιοποιεί την εισαγγελική εμπειρία του για να διαγνώσει  και, τον τυχόν, προσχηματικό χαρακτήρα της καταγγελίας, ώστε να δώσει τις προσήκουσες ανάλογες κατευθύνσεις για τον περαιτέρω χειρισμό της». Ζητά μάλιστα κατά περίπτωση να ερευνάται αν εκ μέρους τους διαπράττονται συγκεκριμένα αδικήματα όπως απείθεια, διέγερση σε ανυπακοή, πρόκληση και προσφορά σε τέλεση πλημμελήματος, παράνομη βία και απάτη.

Συγκεκριμένα στην εγκύκλιο αναφέρεται ότι:

Τις τελευταίες  ημέρες, έλαβαν δημοσιότητα περιστατικά στα οποία εμφανίζονται πρόσωπα εμφορούμενα από ιδέες αμφισβήτησης των παραδοχών της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας για τα εμβόλια κατά της πανδημίας του κορoνοϊού COVID-19 («αντιεμβολιαστές», αρνητές της πανδημίας κ.λπ.),  να στρέφονται, κυρίως,  κατά εκπαιδευτικών λειτουργών (δασκάλων και καθηγητών), ιατρών, νοσηλευτών και υπαλλήλων των εν γένει δομών υγείας,  υποβάλλοντας  εναντίον τους εγκλήσεις  και μηνύσεις, με εμφανή την πρόθεση να  αποτρέψουν  την εφαρμογή και την τήρηση των μέτρων που  έχουν θεσμοθετηθεί από την πολιτεία για την αντιμετώπιση  της διάδοσης της νόσου. Η αρνητική  όμως αυτή τακτική μπορεί να επιφέρει πολλαπλές  αρνητικές  συνέπειες τόσο για τα καθών στρέφεται πρόσωπα αλλά και ευρύτερα για το  κοινωνικό σύνολο. Να αποτελέσει αφορμή αδικαιολόγητης προσωπικής ταλαιπωρίας  ευσυνείδητων δημόσιων λειτουργών, που εκτίθενται στον κίνδυνο προσαγωγών και συλλήψεων, να  διαταράξει  την  ομαλή  διεξαγωγή του εκπαιδευτικού έργου ή αναλόγως μιας δημόσιας υγειονομικής  υπηρεσίας  και ακόμη, με εξελισσόμενη την αλληλουχία των καταστάσεων, να συμβάλλει  στον κίνδυνο νόσησης  από  τον κορoνοϊό COVID-19,  δηλαδή  βλάβης της υγείας  ή  της ζωής   στο κοινωνικό περιβάλλον και  σ΄ αυτό  ακόμη το  ευαίσθητο μαθητικό περιβάλλον.

Κατόπιν των προαναφερθέντων, αδήριτη παρίσταται η ανάγκη  και ασφαλώς συνιστά εισαγγελικό καθήκον και υποχρέωση να επιδεικνύετε ιδιαίτερη προσοχή στο χειρισμό τέτοιων υποθέσεων,  ήδη, από το πρώιμο  στάδιο  υποβολής, έγκλησης  ή μήνυσης,   προεχόντως,  των προσχηματικών ή και κακόβουλων, απευθύνοντας  σαφείς οδηγίες προς όλους  τους  ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειάς σας.

Ειδικότερα:

Ι. Όταν ο ανακριτικός υπάλληλος λάβει έγκληση, μήνυση και εν γένει  καταγγελία  κατά  εκπαιδευτικού λειτουργού, ιατρού, νοσηλευτή ή εργαζομένου σε δομή υγείας, με περιεχόμενο που άπτεται των προηγουμένων, πάραυτα  θα ενημερώνει τηλεφωνικά τον αρμόδιο εισαγγελέα (εισαγγελέα υπηρεσίας – ποινικής δίωξης) και θα αναμένει τις  συγκεκριμένες οδηγίες του, χωρίς στο μεταξύ να προβαίνει σε ενέργεια εναντίον του μηνυόμενου  προσώπου, δηλαδή σε σύλληψη για αυτόφωρο αδίκημα ή και προσαγωγή του λόγω υπονοιών διάπραξης εγκληματικής ενέργειας (κατά τα άρθρα 74 § 1 εδ. θ και 95 ΠΔ 141/1991). Μετά τη λήψη των οδηγιών  θα  συμμορφώνεται  απολύτως με το περιεχόμενο αυτών.

ΙΙ. Ο Εισαγγελέας, αφού ενημερωθεί  για το επακριβές περιεχόμενο  της  καταμήνυσης, ζητώντας  ενδεχομένως και πλείονες  πληροφορίες για τις  ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή υποβλήθηκε και την αφορμή που την προκάλεσε, θα αξιολογεί (σύμφωνα με το δικονομικό καθήκον και τη λειτουργική αποστολή του) την ύπαρξη ή μη ενδείξεων βασιμότητας και θα αξιοποιεί την εισαγγελική εμπειρία του για να διαγνώσει  και, τον τυχόν, προσχηματικό χαρακτήρα της καταγγελίας, ώστε να δώσει τις προσήκουσες ανάλογες κατευθύνσεις για τον περαιτέρω χειρισμό της.  Τονίζεται   ότι  και στην περίπτωση ακόμη που καταγγέλλεται  φερόμενο  ως  επ΄ αυτοφώρω τελεσθέν πλημμέλημα, η  ρύθμιση του άρθρου 417 ΚΠΔ  παρέχει τη  δικονομική   δυνατότητα στον εισαγγελέα, να κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι  να μη εφαρμοστεί η  συνοπτική διαδικασία  του  αυτοφώρου  και να διατάξει,  συνακόλουθα,  να  μη  συλληφθεί  και  να μη προσαχθεί  ο  μηνυόμενος,  η  δε υποβολή – διαβίβαση της μήνυσης  ή  έγκλησης  να επακολουθήσει.  Ο εισαγγελέας, ως οιονεί «κυρίαρχος της ποινικής προδικασίας», θα λάβει υπόψη του και θα συνεκτιμήσει, εκτός των άλλων, τα κίνητρα της συμπεριφοράς του μηνυτή, καθώς και την ανάγκη έννομης προστασίας του μηνυόμενου, πιστού στο καθήκον, δημόσιου λειτουργού της εκπαίδευσης ή της υγείας, εν μέσω προσπαθειών της πολιτείας και της κοινωνίας να αντιμετωπισθεί η πανδημία του κορωνοϊού.

ΙΙΙ. Υπενθυμίζονται και τα διαλαμβανόμενα σε προγενέστερες, πρόσφατες, εγκυκλίους  μας  και, ιδίως, η επιβαλλομένη προσπάθεια εξιχνίασης τυχόν «κυκλωμάτων» που αναπτύσσουν την εγκληματική δραστηριότητα αναφορικά  με  την  παραγωγή πλαστών ή ψευδών κατά περιεχόμενο πιστοποιητικών εμβολιασμού ή νόσησης. Επισημαίνομε δε ακόμη και την ανάγκη ελέγχου  της δημιουργίας πυρήνων προπαγάνδας και δράσης από  επιτήδειους υπαίτιους που με το περίβλημα αντιεμβολιαστικών θεωρήσεων και ιδεών, δρασκέλισαν ήδη το κατώφλι της νομιμότητας και εκδήλωσαν ή θα  επιχειρήσουν να αναπτύξουν δραστηριότητες με συμπεριφορές απτόμενες των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (πρβλ. άρθρα 169, 183, 186, 330, 386 κ.ά.), που μπορεί να κατευθύνονται, εκτός άλλων και στην οικονομική εκμετάλλευση ανυποψίαστων  συνανθρώπων μας.

Τέλος, αναντίρρητα είναι σεβαστή η ελευθερία και αναφαίρετο το δικαίωμα του καθενός να έχει τις προσωπικές  απόψεις και ιδέες του για τα εμβόλια κατά του κορονοϊού COVID-19, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι θεωρήσεις αυτές του παρέχουν, επ’  ουδενί, το δικαίωμα να  τις εκδηλώνει με αντικοινωνική συμπεριφορά και να τις μετουσιώνει προβαίνοντας  σε πράξεις που υπερβαίνουν τα όρια του νόμου και  εμπίπτουν στο  πεδίο  εφαρμογής των κυρωτικών κανόνων του ποινικού δικαίου.