Στο «μικροσκόπιο» του αρμόδιου δικαστικού Συμβουλίου εξακολουθεί να βρίσκεται η νέα διαφωνία που προέκυψε μεταξύ ανακρίτριας και εισαγγελέως οι οποίες χειρίζονται την έρευνα στον Άρειο Πάγο για την υπόθεση Novartis με κεντρικό πρόσωπο τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης.

Το Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου θα αποφασίσει για τον τρόπο που θα ληφθούν οι καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων που αποτέλεσε και το σημείο της διαφωνίας μεταξύ ανακρίτριας και εισαγγελέως.

Η κατάθεση των μαρτύρων είχε «παγώσει» πριν από περίπου ένα μήνα όταν η εισαγγελέας Βασιλική Θεοδώρου διαφώνησε με την ανακρίτρια Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου εκφράζοντας τη θέση ότι οι προστατευόμενοι μάρτυρες πρέπει να εξεταστούν με τα πραγματικά τους στοιχεία και όχι με τις κωδικές ονομασίες «Αικατερίνη Κελέση» και «Μάξιμος Σαράφης».

Σε μια πρόταση που αριθμεί 46 σελίδες η εισαγγελική λειτουργός απεύθυνεται στο αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο ζητώντας οι μάρτυρες να καταθέσουν με το ονοματεπώνυμο τους «για την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας στην υπόθεση του πρώην υπουργού Δημ. Παπαγγελόπουλου και λοιπών».

Η κ. Θεοδώρου στην πολυσέλιδη πρόταση της επιχειρηματολογεί υπέρ της θέσης της υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει καμία ουσιαστική συνάφεια μεταξύ της υπόθεσης Novartis και αυτής με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο και κάνει λόγο για «εφεύρημα και αυθαίρετη νομική κατασκευή».

«Δεν μπορεί οι υπό προστασία μάρτυρες να είναι στο διηνεκές και για οποιαδήποτε άλλη υπόθεση υπό καθεστώς απαραβίαστης προστασίας, γιατί έτσι θα απαξιωθεί ο θεσμός των μαρτύρων δημοσίους συμφέροντος» αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Θεοδώρου επισημαίνοντας πως «σε ένα κράτος δικαίου, αναμφίβολα πρέπει να προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον και να αποτρέπεται η λεηλασία του δημόσιου χρήματος, εξίσου πρέπει να έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα ο κάθε πολίτης και πολύ περισσότερο τα δημόσια πρόσωπα να προστατεύσουν την τιμή και την υπόληψή και την αξιοπρέπεια τους από την “ανθρωποφαγία”. Άλλωστε, η προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείου να δυσχεραίνεται η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και επέρχεται σημαντικός περιορισμός βασικών αρχών».

Επιπλέον, η εισαγγελέας διατυπώνει τη θέση πως οι συγκεκριμένοι μάρτυρες δεν έπρεπε να έχουν καταθέσει υπο καθεστώς προστασίας ούτε στο πλαίσιο της έρευνας της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς. Μάλιστα, αιτιολογώντας την από αυτή αναφέρει ότι οι μάρτυρες δεν κατέθεσαν κάτι το ουσιώδες, δεν πιθανολογήθηκε κίνδυνος εκφοβισμού η αντεκδίκησης σε βάρος τους από τα δέκα πολιτικά πρόσωπα ενώ σημειώνει ότι είχαν εξεταστεί στις ΗΠΑ και ως εκ τούτου απέβλεπαν σε ίδιο όφελος.

«Τόσο αυτοί που ζητούσαν να τεθούν υπό προστασία όσο και η Εισαγγελέας Διαφθοράς θα έπρεπε να αιτιολογούν σε ποια στοιχεία θεμελιώνουν τον κίνδυνο των μαρτύρων…” αναφέρει και προσθέτει ότι ” επειδή δεν μπορούσαν να επικαλεστούν κάτι από όλα αυτά, γιατί οι καταγγελλόμενοι ήταν πολιτικά πρόσωπα ( υπουργοί, πρώην πρωθυπουργοί, διοικητής Τράπεζας Ελλάδος) ανέγραψαν, οι αιτούντες μάρτυρες να τεθούν υπό προστασία και οι εισαγγελείς ανέφεραν μόνον τα στοιχεία του νόμου».

Υπενθυμίζεται ότι η ανακρίτρια του Ειδικού Δικαστηρίου Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου είχε διαφορετική άποψη καλώντας τους δύο μάρτυρες με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά και τα γνωστά τους ψευδώνυμα.