Συνταγματική κρίθηκε και η περικοπή των επικουρικών συντάξεων σύμφωνα με απόφαση του Α Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας, με νέα απόφαση τους ήρθαν να συμπληρώσουν εκείνη του Δικαστηρίου που πριν από λίγες ημέρες είπε «ναι» στην περικοπή των κυρίων συντάξεων λόγω των «εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών».

Ωστόσο και σε αυτή την απόφαση σημειώθηκε σοβαρή μειοψηφία στην οποία περιλαμβάνεται και ο πρόεδρος του Τμήματος Νίκολαος Σακελλαρίου.

Λόγω της σπουδαιότητας του θέματος το ζήτημα παραπέμφθηκε για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Συγκεκριμένα, η αυξημένη, 7μελής, σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Όλγα Σύγουρα, με την υπ΄ αριθμ. 3663/2014 απόφασή της, έκρινε κατά πλειοψήφια (3 υπέρ και 2 κατά) ότι οι περικοπές των κυρίων συντάξεων δεν είναι ατνισυνταγματικές ούτε προσκρούουν στην ΕΣΔΑ.

ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ

Η πλειοψηφία των συμβούλων Επικρατείας αναφέρει ότι επιτρέπεται στον νομοθέτη να προβαίνει στις αναγκαίες εκείνες επεμβάσεις σε περίπτωση «εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για τη διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών».

Κατά συνέπεια, συνεχίζει η πλειοψηφία των δικαστών: «Το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητα του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση τους, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται, ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος».

Παράλληλα, η πλειοψηφία αναφέρει ότι «η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτή, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος.

ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ

Αντίθετα, η μειοψηφία της σύνθεσης του Α΄ Τμήματος, κατ΄ αρχάς αναφέρει ότι «ακόμη και όταν επικρατούν στη χώρα λίαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται πέραν της διενέργειας εκτεταμένων πάσης φύσεως διαρθρωτικών μεταβολών στο κράτος και η ταυτόχρονη επιβολή για την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας αυστηρών φορολογικών και άλλης φύσεως μέτρων, που συνεπάγονται ιδιαίτερα σημαντικές επιβαρύνσεις για τους διοικουμένους, προκειμένου να είναι δυνατό να θεωρηθούν συνταγματικά ανεκτές επεμβάσεις του νομοθέτη στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του (διαρθρωτικές εν γένει μεταβολές στους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, ανακαθορισμός των προϋποθέσεων για τη χορήγηση των πάσης φύσεως παροχών κ.λπ.), αυτόθροος συνέπεια των οποίων είναι ο περιορισμός της εκτάσεως και του ύψους των πάσης φύσεως ασφαλιστικών παροχών, πρέπει οι επεμβάσεις να επιχειρούνται μετά από σχεδιασμό, τηρουμένων των επιμέρους διατάξεων του Συντάγματος και μετά από σχεδιασμό, πρέπει δηλαδή να επιχειρούνται με ορθολογικό τρόπο, που να αποτυπώνεται σε μια προηγούμενη, συνολική μελέτη που να έχει καταρτισθεί επί τη βάσει συγκεκριμένων στοιχείων και μετά από στάθμιση των συνολικών επιπτώσεων, που έχουν οι επεμβάσεις αυτές στις παροχές των ασφαλισμένων».

Ακόμη, υπογραμμίζει η μειοψηφία: «Απαιτείται οι επεμβάσεις του νομοθέτη στο ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας να είναι αιτιολογημένες, υπό την έννοια ότι πρέπει να προκύπτει ότι επιχειρούνται μετά από προηγούμενη συνεκτίμηση των συνολικών οικονομικών ή άλλων, άμεσων ή έμμεσων, επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί στους ασφαλισμένους και μετά από διαρκή αποτίμηση, ιδίως επί διαδοχικών επεμβάσεων, των επιπτώσεων που συνεπάγονται, σωρευτικά, στο βιοτικό τους επίπεδο, επί τη βάσει μιας προηγούμενης, συνολικής μελέτης και με την επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, που να αντλούνται από οικονομικές, αναλογιστικές, στατιστικές κ.ά. μελέτες, οι οποίες πρέπει να έχουν εκπονηθεί από ανεξάρτητες αρχές, όπως η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, η Ελληνική Στατιστική Αρχή κ.λπ.».

Και καταλήγει η μειοψηφία στο συμπέρασμα: «Η κρατική χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα να μειωθεί σε επίπεδο που να μην εξασφαλίζεται η παροχή ικανοποιητικού επιπέδου κοινωνικής ασφαλίσεως. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα, ακόμα και υπό τις παρούσες λίαν δυσμενείς για την Χώρα οικονομικές συνθήκες, η υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, στην οποία σημειωτέον ότι η συμβολή των ασφαλιστικών οργανισμών ήταν προ της κρίσεως πολύ σημαντική, να μετακυληθεί από το Κράτος – το οποίο ήταν και παραμένει υπεύθυνο για τη χάραξη της εκάστοτε ακολουθούμενης ασφαλιστικής πολιτικής και την άσκηση της δέουσας εποπτείας στους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως – καθ’ ολοκληρίαν ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της στους ασφαλιστικούς οργανισμούς».

Η υπόθεση έφτασε στο ΣτΕ μετά από προσφυγή συνταξιούχων της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος που διεκδικούσαν αποζημίωση για την ζημιά που υπέστησαν από τις περικοπές των επικουρικών συντάξεων τους που έγινε το 2011 από τα ασφαλιστικά Ταμεία (ΕΤΑΤ ήδη ΕΤΕΑ) τους στο πλαίσιο της μνημονιακής πολιτικής τις οποίες χαρακτήριζαν αντισυνταγματικές και αντίθετες στην ΕΣΔΑ.