«Παρά τα όσα έχουν γραφτεί και λεχθεί για την υπόθεση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδίως εξαιτίας των όσων επακολούθησαν του συμβάντος, δεν είμαι ούτε δολοφόνος ούτε αδίστακτος κακοποιός, αλλά ένας σοκαρισμένος, φοβισμένος, ανώριμος και άμυαλος νέος 18 ετών, ο οποίος βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτοφανή γι’ αυτόν κατάσταση που ούτε προέβλεψε ούτε μπορούσε να διαχειριστεί», σημειώνει, μεταξύ άλλων, στο εκτενέστατο απολογητικό του υπόμνημα ο ένας εκ των δύο κατηγορουμένων για τη διπλή δολοφονία στη Μάνη του Κωνσταντίνου Σγούρου και του Γιάννη Κομμάτη.
Δηλώνει ακόμη ότι αρνείται τις κατηγορίες, όπως του αποδίδονται, «όχι επειδή δήθεν είμαι κάποιος αμετανόητος και σκληρός εγκληματίας, αφού έχω μετανοήσει ειλικρινά, αποδοκιμάζω αυτό που συνέβη και ντρέπομαι για τη δοκιμασία, στην οποία έχω υποβάλει τις οικογένειες των θυμάτων, αλλά και τη δική μου οικογένεια. Η αθωότητά μου συνίσταται στο γεγονός ότι δεν πυροβόλησα οιονδήποτε εκ των θανόντων, ούτε είπα ποτέ στον συγκατηγορούμενό μου να πυροβολήσει τους θανόντες ούτε συναποφάσισα μαζί του εκ των προτέρων να σκοτωθούν οι θανόντες, ούτε συναίνεσα σε κάτι τέτοιο, ούτε το θέλησα, ούτε προέβλεψα ότι αυτοί θα σκοτώνονταν, ούτε είχα οποιοδήποτε συμφέρον ή ωφέλεια από το θάνατό τους, ώστε να τον επιδιώξω ή να τον αποδεχθώ».
Αναφερόμενος στον Κ. Σγούρο υποστηρίζει πως «εκμεταλλευόταν τη ματαιοδοξία και τις επιθυμίες των νέων, για να κερδίζει χρήματα από τη διακίνηση των ουσιών, αλλά και την προώθηση των ίδιων των αθλητών στους διαγωνισμούς, όπου διακυβεύονται οικονομικά συμφέροντα λόγω των επάθλων και των χορηγών εταιριών που παρασκευάζουν τα αναβολικά. Στην αρχή πλησίαζε τα θύματά του φιλικά, παρουσιαζόταν ως ειδήμων, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και σταδιακά τους οδηγούσε στην απόλυτη εξάρτηση, απομυζώντας τους οικονομικά».
Για τα όσα εκτυλίχθηκαν το βράδυ του φονικού, ο 18χρονος περιγράφει: «Πλησιάζοντας το Σγούρο, αυτός με έπιασε από το σβέρκο αγριεμένος, με έβαλε ανάμεσα σε αυτόν και το φίλο του και μου είπε “προχώρα”. Προχωρήσαμε περίπου 30 μέτρα. Καθώς προχωρούσαμε, άκουσα πίσω μου βήματα γρήγορα και νευρικά, κοίταξα λοξά και είδα το Ν. να μας ακολουθεί με την καραμπίνα στα χέρια. Γεμάτος φόβο έτρεξα προς τα πλάγια και εν συνεχεία προς τα πίσω, ξεφεύγοντας από το Σγούρο, και τότε ο Ν. άρχισε να πυροβολεί τον Κομμάτη και μετά το Σγούρο. Όλα έγιναν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ήδη από τον πρώτο πυροβολισμό εγώ βρέθηκα σε κατάσταση σοκ και δεν μπορούσα να κινηθώ άλλο ούτε να φωνάξω, υπό την επίδραση του τρόμου αλλά και του εκκωφαντικού ήχου των πυροβολισμών που έκανε το κεφάλι μου να βουΐζει έντονα, προκαλώντας μου αίσθημα ναυτίας. Έπεσα στο έδαφος, γιατί ζαλιζόμουν και δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, και έκανα εμετό. Κοίταξα το Ν. και τον είδα και αυτόν εντελώς χαμένο και πανικόβλητο να απευθύνεται σε αυτούς που είχε πυροβολήσει και να τους λέει “συγγνώμη βρε φίλε”».
Σε σχέση με τα όσα έκαναν οι δύο νεαροί μετά τη διπλή δολοφονία προκειμένου να κρύψουν τα ίχνη του εγκλήματος, ο 18χρονος κάνει λόγο για «ενέργειες που μέσα στον πανικό και την αφέλειά μας νομίζαμε προς στιγμήν ότι θα εμπόδιζαν την αποκάλυψη του συμβάντος». «Ήμασταν και οι δύο σοκαρισμένοι, δεν κοιμηθήκαμε καθόλου, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε σε κανέναν και πιστεύω ότι ήταν θέμα χρόνου τελικώς να μιλήσουμε για το συμβάν είτε στους γονείς μας είτε και απευθείας στην αστυνομία, ακόμη και αν δεν εντοπίζονταν τόσο σύντομα τα πτώματα των θανόντων», σημειώνει.
Διαβάστε ολόκληρη την απολογία, την οποία δημοσιεύει το patrastimes.gr