«Είναι κρίμα να καταστραφεί ένας άνθρωπος για κάτι που δεν έχει κάνει. Δεν έχω ξαναπάει σε πορεία». Με τα λόγια αυτά ο 22χρονος κατηγορούμενος, για απόπειρα ανθρωποκτονίας του αστυνομικού στη Νέα Σμύρνη, επιχείρησε απολογούμενος να πείσει ανακρίτρια και εισαγγελέα για την αθωότητα του.
Ωστόσο, ο νεαρός, ο οποίος τοποθετείται από τις Αρχές στο σημείο της επίθεσης καθώς εντοπίστηκε εκεί το πορτοφόλι του, οδηγήθηκε στην φυλακή αν και αρνήθηκε κατηγορηματικά την εμπλοκή του υποστηρίζοντας πως πήγε στην πλατεία της Νέα Σμύρνης για βόλτα με ένα φίλο του.
Ο νεαρός στην απολογία του περιέγραψε πώς την ημέρα εκείνη βρέθηκε μετά τη δουλειά του στη Νέα Σμύρνη για να κάνει format στον υπολογιστή του θείου του.
«Στον θείο μου έφτασα στις 16.00 με 4 παρά 10. Πήγα εκεί με το μετρό. Εκείνη την ώρα μίλησα και με το φίλο μου τον Ζ. για τον υπολογιστή, μου είπε ότι ήθελε να πάει στην πλατεία, μου πρότεινε αν ήθελα να πάω και εγώ και επειδή ήμουν ήδη κοντά του είπα να έρθει να με πάρει. Στο σπίτι του θείου μου ήταν και η θεία μου και ο ξάδερφος μου. Ο Ζ. ήρθε και με πήρε γύρω στις 18.00 με 18.30 με το μηχανάκι» ανέφερε ο κατηγορούμενος.
Αναφερόμενος στην άφιξη του στην πλατεία ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως είδε πολλές οικογένειες ώσπου είδαν ένα μηχανάκι της ομάδας ΔΕΛΤΑ.
«Φτάσαμε στην πλατεία, εκεί μας περιμένει και ένας άλλος φίλος ο Γ.Μ. Τότε άρχισε πολύς κόσμος να πηγαίνει προς την Αγία Φωτεινή και ακολουθήσαμε τον κόσμο με κατεύθυνση προς την Πλαστήρα. Είχε πολύ κόσμο και καλό κόσμο, δηλαδή οικογένειες. Όπως πηγαίναμε στην Πλαστήρα στις 19.00 με 19.30 ακούσαμε ξαφνικά θορύβους, είδαμε μηχανάκι της ομάδας Δέλτα και αρχίσαμε να τρέχουμε. Τον φίλο μου το Ζ. τον έχασα στη συμβολή των οδών Αγία Φωτεινή και Πλαστήρα και συνέχισα δεξιά στην Πλαστήρα και αμέσως δεξιά μπήκα στο πρώτο στενό. Τον ξανά βρήκα μετά από 10 λεπτά στην Αγίας φωτεινής. Του είπα ότι δε βρίσκω το κινητό μου και το πορτοφόλι μου» είπε.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κάλεσε από το κινητό του φίλου του τον δικό του αριθμό και το σήκωσε ένας άνδρας, ενημερώνοντας τον πως το έχει στην κατοχή του.
«Πήρα στο κινητό μου το σήκωσε ένας κύριος, ονόματι Γιάννης και μου είπε ότι έχει το κινητό μου και να πάω να το πάρω από Πλαστήρα 52 στη Νέα Σμύρνη. Πήρα τους γονείς μου να έρθουν να με πάρουν από την BP που είχαμε σταματήσει και να πάμε όλοι μαζί να πάρουμε το κινητό μου. Πήγαμε, πήρα το κινητό μου τελικά από τον κύριο Γιάννη, τον ρώτησα για το πορτοφόλι μου και εκείνος μου είπε ότι άκουσε μια διμοιρία των ΜΑΤ να λέει ότι βρήκε ένα πορτοφόλι» τόνισε ο κατηγορούμενος.
Μάλιστα, περιέγραψε πως «δεν αγχώθηκε» που βρήκαν τα ΜΑΤ το πορτοφόλι του, αλλά αντιθέτως, όπως είπε: «Πήγα στο τμήμα, ρώτησα για το πορτοφόλι μου, μου είπαν έλα επάνω να το πάρεις και με συνέλαβαν. Τους ρώτησα γιατί και μου είπαν ότι επειδή το πορτοφόλι βρέθηκε στο σημείο των επεισοδίων. Εγώ από την αρχή είπα στην αστυνομία ότι πήγα στην συγκέντρωση με ένα φίλο μου το Γιώργο χωρίς να με ρωτήσουν παραπάνω στοιχεία του και ότι στο Αστυνομικό Τμήμα πήγα με τους γονείς μου για να πάρω το πορτοφόλι μου. Στο πορτοφόλι μου είχα 125 € και κάτι ψιλά και στο τμήμα βρέθηκαν μόνο τα 5 € και κάτι ψιλά. Το περιστατικό με τον αστυνομικό δεν το είδα, το έμαθα μετά από τα βίντεο που κυκλοφορούσαν. Δεν έχω καμία ανάμειξη σε όλο αυτό».
Οι μαρτυρίες για τον «Ινδιάνο»
Ένας ακόμη από τους κατηγορούμενους που δεν κατάφερε να πείσει για την αθωότητα του και οδηγήθηκε στην φυλακή ήταν ο 30χρονος αποκαλούμενος Ινδιάνος. Ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε τις μαρτυρίες τριών προσώπων για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι δεν έχει σχέση με την επίθεση σε βάρος του αστυνομικού.
Ο οδηγός που μεταφέρει τους εργαζόμενους της αποθήκης της εταιρείας ηλεκτρονικών ειδών όπου εργάζεται ο κατηγορούμενος, στην κατάθεση του αναφέρθηκε αναλυτικά στις ώρες που συνάντησε τον κατηγορούμενο σημειώνοντας πως ήταν ο μοναδικός που μετέφερε από την αποθήκη.
«Τον παρέλαβα στο σχόλασμα του από την αποθήκη στον Ασπρόπυργο γύρω στις 18.00 και κατέβηκε στην Ελευσίνα, στο ύψος της εταιρείας ηλεκτρονικών ειδών γύρω στις 18.20. Ήταν ο μόνος εργαζόμενος που είχα να μεταφέρω από την αποθήκη. Την επόμενη μέρα, όταν έχασε για να την παραλάβω πάλι, είδα τρεις αστυνομικός με πολιτικά να τον συλλαμβάνουν. Τον είδα σαστισμένο. Τίποτα άλλο δεν έχω να προσθέσω» τόνισε στην κατάθεση του ο μάρτυρας.
Ένας συνάδελφος του, αλλά και η έγκυος σύζυγός του κατέθεσαν ότι βρισκόταν με τον κατηγορούμενο σε άλλο σημείο της Αθήνας την ώρα της επίθεσης σε βάρος του αστυνομικού.
Ο κατηγορούμενος τελευταίες εβδομάδες είχε βάρδια 10.00 με 18.00 το απόγευμα. Στις 9 Μαρτίου είχα άδεια. Την ίδια ημέρα στις 11.00 π.μ. Τον πήρα τηλέφωνο, ήταν στη δουλειά και του είπα αν θέλει μετά τη δουλειά να έρθει για καφέ και να συναντηθούμε στο παρκάκι δίπλα από το σπίτι. Ήρθε τελικά στις 18.30 με 19.00 παρά. Ήταν και γυναίκα μου μαζί και ένας ακόμη φίλος μου. Έκατσε μαζί μας καμιά ώρα. Στις 19.15 πήγαμε προς το σπίτι μου και στις 19.30 περίπου ο κατηγορούμενος έφυγε και μου είπε ότι θα έπαιρνε λεωφορείο και θα πήγαινε στο σπίτι του. Από κει και πέρα δε γνωρίζω τίποτα» ανέφερε ο μάρτυρας και συνέχισε:
«Την επόμενη μέρα δεν πήγα πάλι στη δουλειά, ούτε ο κατηγορούμενος ξέρω αν πήγε στη δουλειά. Την ημέρα σύλληψης του τον αναζήτησα στο κινητό αλλά το είχε κλειστό. Στις 11 Μαρτίου μου έστειλε μήνυμα η αδερφή του και μου είπε ότι τον συνέλαβαν. Εγώ δεν έχω κανένα λόγο να πω ψέματα για τον κατηγορούμενο. Είναι καλό παιδί και τον αγαπάω πολύ. Είναι ευγενικός, μορφωμένος και συνεσταλμένος. Δεν τον έχω ακούσει ποτέ να βρίζει. Έχω πέσει από τα σύννεφα γι’ αυτό που έγινε» .
Την ίδια περιγραφή έκανε και η έγκυος σύζυγος του μάρτυρας αναφέροντας: «Στις 9 Μαρτίου το απόγευμα είχαμε βγάλει με τον άντρα με το σκυλάκι μας βόλτα στο παρκάκι. Μετά ήρθε και ένας φίλος του και επίσης ο άντρας μου μου είπε ότι θα ερχόταν ο κατηγορούμενος, με τον οποίο είχε μιλήσει το πρωί. Στις 18.30 με 19.00 παρά ήρθε ο κατηγορούμενος στο παρκάκι. Φορούσε μία μαύρη φόρμα από κάτω φουσκωτό αμάνικο γιλέκο και μέσα ένα σκουρόχρωμο φούτερ.
Τα τρία αγόρια μαζεύτηκαν, έριξαν μια βολή στην μπασκέτα και μετά πήγαμε σπίτι. Στις 19.15 ξεκινήσαμε να πάμε στο σπίτι όλοι μαζί εκτός από τον τρίτο φίλο του που είχε ήδη φύγει. Καθίσαμε λίγο έξω από το σπίτι, τους κέρασα πορτοκαλάδα, μετά πήγα στην κουζίνα και στις 19.30 με 20.00 παρά έφυγε ο κατηγορούμενος. Την επόμενη μέρα ο άντρας μου δεν πήγε στη δουλειά και κάλεσε τον κατηγορούμενο στο κινητό, αλλά δεν απαντούσε. Δεν θα έλεγα κάποιο ψέμα, γιατί στην κατάσταση που είμαι στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης μου, δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να έρθω εδώ».