Σε προκατάληψη, στο δυσμενές κοινωνικό και πολιτικό κλίμα σε βάρος του και «στη μεροληπτική και μονόπλευρη υπερπροβολή φημών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης» αποδίδει την εξέλιξη της υπόθεσης του ο Δημήτρης Λιγνάδης στην ένσταση ακυρότητας της προδικασίας που κατέθεσε λίγες ώρες πριν την απολογία του.
Ο κατηγορούμενος σκηνοθέτης βάλλει κατά του εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε σε βάρος του ενώ επιχειρηματολογεί υπέρ της απόλυτης ακυρότητας της άσκησης ποινικής δίωξης που τον βαρύνει.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, στην ένσταση που κατέθεσε μέσω του συνηγόρου του Αλέξη Κούγια, αναφέρεται αναλυτικά στα στοιχεία της δικογραφίας στρέφοντας τα βέλη του σε μηνυτές και μάρτυρες τους ισχυρισμούς των οποίων επιχειρεί να αποδομήσει.
Αν και το αίτημα του Δημήτρη Λιγνάδη, όπως εκτιμούν νομικοί κύκλοι, δεν μπορεί να «μπλοκάρει» την απολογία του κατηγορούμενου η οποία είναι προγραμματισμένη για αύριο το μεσημέρι, με τις αναφορές του δίνει το στίγμα της υπερασπιστικής γραμμής που θα ακολουθήσει όταν κληθεί να δώσει εξηγήσεις ενώπιον της ανακρίτριας.
«Δήθεν σεξουαλικές επαφές»
Ο κατηγορούμενος προβάλλει απόλυτη ακυρότητα λόγω άσκησης ποινικής δίωξης χωρίς προηγούμενη κλήση του υπόπτου προς παροχή εξηγήσεων (κατ’ άρθρο 244 παρ. 1 Κ.Π.Δ).
Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «Την 5/2/2021 υπεβλήθη από τον Βασίλειο Κ. μηνυτήρια αναφορά στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στην οποία ουσιαστικά δεν περιέγραψε κάποια αξιόποινη συμπεριφορά, αφού κατά τους ισχυρισμούς του, και αληθείς υποτιθέμενους, οι δήθεν σεξουαλικές επαφές μαζί του, έγιναν με τη συναίνεσή του ενώ ήταν ήδη 15 ετών και χωρίς να έχω την ιδιότητα του παιδαγωγού του. Σε κάθε δε περίπτωση το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρεται είναι μεγαλύτερο της εικοσαετίας από την ενηλικίωσή του και εν όψει των περί παραγραφής διατάξεων το περιεχόμενο της αναφοράς του ήταν ποινικά αδιάφορο.
Ο εισαγγελέας έλαβε ένορκη κατάθεση από μάρτυρα που πρότεινε ο Βασίλης Κ. Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε πως «κατά το χρονικό διάστημα 2014 έως 2016, δηλαδή σε ηλικία 16 προς 17 ετών, δήθεν είχε σεξουαλική σχέση μαζί μου με τη θέλησή του και ότι μια φορά εντός αυτού του χρονικού διαστήματος ανάμεσα σε πολλές άλλες σεξουαλικές επαφές μας υπήρξε και μια που κατά τους ισχυρισμούς του «δεν ήθελε».
Την ίδια ημέρα, όπως αναφέρεται στο αίτημα ακυρότητας, κατέθεσαν και δυο ακόμη μάρτυρες, ένας άνδρας και μια γυναίκα. Από τους μάρτυρες αυτούς ο ένας «δεν κατέθεσε τίποτα απολύτως σε βάρος μου, αφού δεν υπέπεσε στην αντίληψή του οποιαδήποτε μεμπτή συμπεριφορά μου προς οποιοδήποτε ανήλικο πρόσωπο».
Η δε γυναίκα μάρτυρας «απλώς και μόνο εξιστόρησε την ατυχή και εμμονική προσπάθειά της ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια και συγκεκριμένα από το έτος 2000 να συνάψει ερωτική σχέση μαζί μου, χωρίς ωστόσο να αντιληφθεί έστω και μια σεξουαλική επαφή μου με ή χωρίς συναίνεση με έστω και ένα ανήλικο πρόσωπο».
Αναφερόμενος δε στην δεύτερη μήνυση που κατατέθηκε σε βάρος του σημειώνει ότι στις 19/2 ο δικηγόρος Γιάννης Βλάχος κατέθεσε στην εισαγγελία την από 17/2 μήνυση έγκληση του (….) στην οποία σημειώνεται ότι «δήθεν τον Αύγουστο του έτους 2010 τέλεσα σε βάρος του το αδίκημα του βιασμού ενώ ο μηνυτής ήταν ηλικίας 14 ή 15 ετών, χωρίς αυτό να προκύπτει με ακρίβεια αφού αναφέρει μόνο το έτος της γεννήσεως του, το 1995».
Ο μηνυτής πρότεινε και έναν μάρτυρα ο οποίος εξετάστηκε από τον εισαγγελέα. Ο μάρτυρας αυτός τονίζει «επιβεβαίωσε τη γνωριμία μου με το μηνυτή, αλλά δεν αντελήφθη καμία σεξουαλική επαφή μου με η χωρίς συναίνεση είτε με το μηνυτή είτε με οποιαδήποτε άλλο πρόσωπο, περιέγραψε εντελώς διαφορετικά τις περιστάσεις, υπό τις οποίες με είχαν δήθεν συναντήσει είτε εντός είτε εκτός της οικίας μου και το κορυφαίο δεν γνώριζε έστω εκ διηγήσεως οποιαδήποτε περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης του μηνυτή, μολονότι προφανώς γνώριζε ότι έχει υποβληθεί μήνυση εναντίον μου και μάλιστα δεν ήταν και σίγουρος εάν ο μηνυτής με είχε συναντήσει ξανά μετά την τελευταία φορά που ο μάρτυρας και ο μηνυτής δήθεν με επισκέφθηκαν στο σπίτι μου».
Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι όταν ο σκηνοθέτης πληροφορήθηκε από τις 11/2 από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι έχει κατατεθεί σε βάρος μου μήνυση υπέβαλλε στην προϊστάμενη της εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών αίτηση για να κληθεί «προς παροχή εξηγήσεων και να λάβω αντίγραφα οποιασδήποτε δικογραφίας έχει σχηματιστεί σε βάρος μου, αναφέροντας και γνωστή και μόνιμη διεύθυνση της κατοικίας μου τα τελευταία δώδεκα χρόνια, προκειμένου να υπερασπισθώ τον εαυτό μου τόσο έναντι της εγκλήσεως όσο και έναντι της ακραίας δυσφήμισης μου από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εξ’ αιτίας της οποίας μάλιστα ήδη από τις 6/2 παραιτήθηκα από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, προκειμένου να μην βάλλεται δια του προσώπου μου ο σημαντικός αυτός θεσμός για τη χώρα και τον πολιτισμό της».
Δυστυχώς όμως ο εισαγγελέας απέρριψε το αίτημά μου και περάτωσε την ανάκριση χωρίς να με καλέσει σε εξηγήσεις και χωρίς μια απλή έρευνα στο internet να διασταυρώσει αν αντιστοιχούν στην αλήθεια οι ημερομηνίες διαφόρων γεγονότων και εκδηλώσεων που αναφέρονται στις μαρτυρικές καταθέσεις των δυο δήθεν παθόντων (όλες είναι λάθος) άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος μου για βιασμό κατά συρροή….. Με τον τρόπο αυτό όμως προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα κατά την άσκηση δίωξης εναντίον μου…»
«Έχουν να με δουν πολλά χρόνια»
Ο Δημήτρης Λιγνάδης χαρακτηρίζει παντελώς αβάσιμο το «αντεπιχείρημα ότι καλώς παραλείφθηκε η κλήση μου ως υπόπτου… επειδή «δήθεν προκύπτει σαφώς ότι ο ύποπτος είχε σχεδιάσει την τέλεση νέων αδικημάτων» αφού, όπως τονίζει «οι δυο πράξεις που μου αποδίδονται έχουν παλαιό χρόνο τέλεσης, ήτοι Αύγουστο 2010 και Αύγουστο 2015, οι δε μάρτυρες κατηγορίας δεν βρίσκονται σε πρόσφατη συναναστροφή μαζί μου, αλλά έχουν να με δουν πάρα πολλά χρόνια, βάσει των καταθέσεων τους από 5 έως 23 χρόνια, πολλοί εξ αυτών ζουν στο εξωτερικό και κατά συνέπεια δεν ήταν εις θέση να εισφέρουν είτε από προσωπική αντίληψη είτε παραπέμποντας σε κάποιο τρίτο πρόσωπο του περιβάλλοντος μου έστω και ένα πρόσφατο περιστατικό, εκ του οποίου να προκύπτει ότι “έχω σχεδιάσει” νέα εγκλήματα είτε ομοειδή με αυτά που μου αποδίδονται είτε διαφορετικά».
«Δεν υπάρχουν φωτογραφίες και μηνύματα»
Ο κατηγορούμενος σκηνοθέτης επισημαίνει πως στη δικογραφία δεν υπάρχουν «φωτογραφίες, ιατροδικαστικές εκθέσεις και μηνύματα είτε μέσω κινητού τηλεφώνου είτε από κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, εκ των οποίων θα καθίσταται δυνατή η επιβεβαίωση των καταγγελλομένων».
Παράλληλα, σημειώνει ότι δυο από τους μάρτυρες αναφέρονται «αόριστα σε φήμες που έχουν ακούσει σχετικά με εμένα για σχέσεις που υποτίθεται ότι είχε με ανήλικα αγόρια…»
Επιπλέον, τονίζει ότι στο ένταλμα δεν αναφέρεται κίνδυνος φυγής αλλά ότι «δήθεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις «ότι έχω σχεδιάσει» την τέλεση και άλλων ομοειδών σοβαρών αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων παθόντων, πλην όμως η ως άνω αιτιολογία δεν έχει καμία σχέση με την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 276 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Και αυτό διότι, όπως αναφέρεται – οι δυο πράξεις που του αποδίδονται έχουν παλαιό χρόνο τέλεσης, ήτοι Αύγουστο 2010 και Αύγουστο 2015, οι δε μάρτυρες κατηγορίας έχουν να με δoυν πολλά χρόνια και πολλοί εξ αυτών ζουν στο εξωτερικό και κατά συνέπεια δεν ήταν σε θέση να εισφέρουν «ένα πρόσφατο περιστατικό εκ του οποίου να προκύπτει ότι «έχω σχεδιάσει» να τελέσω νέα εγκλήματα.
Επίσης, τονίζει ότι δεν υπάρχει στη δικογραφία «ο δικός μου αντίλογος» και «συνεπώς η αβασάνιστη αποδοχή εκ μέρους της ανακρίτριας των περιστάσεων δήθεν τέλεσης των διωκόμενων αδικημάτων δεν οφείλεται σε ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων…» αλλά «σε προκατάληψη, στο δυσμενές για εμένα κοινωνικό και πολιτικό κλίμα και στη μεροληπτική και μονόπλευρη υπερπροβολή φημών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης».