Την εικόνα του αυτοκινήτου του Γιώργου Ρουπακιά το οποίο συνοδευόταν από μηχανάκια «με ανθρώπους που φορούσαν μαύρα» και κατευθυνόταν προς το Κερατσίνι περιέγραψε, κατά τη διάρκεια της απολογίας του, 42χρονος κατηγορούμενος ο οποίος φέρεται να συμμετείχε στο τάγμα εφόδου τη βραδιά της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως δεν αναγνώρισε κανέναν από τους συγκατηγορουμένους του πλην του Γιώργου Ρουπακιά σημειώνοντας, όμως, πως θεώρησε» ότι οι άνθρωποι με τον Ρουπακιά ήταν κάποιοι από τα γραφεία γιατί φορούσαν μαύρα».
Ο κατηγορούμενος έδωσε τη δική του εκδοχή για το λόγο που βρέθηκε το μοιραίο βράδυ να ακολουθεί την πομπή και αρνήθηκε την εμπλοκή του στην δολοφονία του άτυχου μουσικού. «Μετά έκανα το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου, πήρα τηλέφωνο τον Ρουπακιά. Τα ανθρώπινα λάθη πληρώνονται ακριβά… Δεν κρύβομαι, δεν έχω να κρύψω κάτι».
Όπως είπε ήταν αποδέκτης του μηνύματος – κάλεσμα το οποίο πίστεψε πως αφορούσε το μοίρασμα φυλλαδίων ή το ξεφόρτωμα κάποιου φορτηγού με τρόφιμα ωστόσο όταν πήγε μαζί με τον ξάδελφο του στα γραφεία της τοπικής της Νίκαιας ήταν κλειστά. «Ο ξάδελφος μου χτύπησε το κουδούνι κανείς δεν απάντησε οπότε φύγαμε. Δεν επικοινωνήσαμε με κανέναν…».
Ο κατηγορούμενος περιέγραψε πως ενώ κατευθύνονταν προς τα σπίτια τους είδαν τυχαία το αυτοκίνητο του Γιώργου Ρουπακιά και αποφάσισαν να το ακολουθήσουν θεωρώντας ότι εκείνος γνώριζε τον προορισμό τους.
Μαζί του ήταν και κάποιες μηχανές… «Τον είχα σε απόσταση δυο φαναριών και προσπαθούσα να τον προλάβω. Είδα τέσσερις – πέντε μηχανές να προπορεύονται του αυτοκινήτου. Φορούσαν κράνη. Θεώρησα ότι κάποιοι από τα γραφεία γιατί φορούσαν μαύρα. Τους ακολούθησα με την προϋπόθεση ότι πάμε για να μοιράσουμε τρικάκια, δεν γνώριζα κάτι άλλο…», ισχυρίστηκε και παραδέχτηκε πως ακόμη και αν έχανε τον Ρουπακιά θα ακολουθούσε τα μηχανάκια. Ο 42χρονος συνεχίζοντας την αφήγηση του ισχυρίστηκε πως κάποια στιγμή έχασε την οπτική επαφή που είχε με τον Γιώργο Ρουπακιά. «Δεν το είδα να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο», ανέφερε χαρακτηριστικά συμπληρώνοντας πως όταν διαπίστωσαν πως υπήρχε αστυνομία αποφάσισαν με τον ξάδελφο του να φύγουν. Ωστόσο, λίγα λεπτά αργότερα μετά, από δική του προτροπή, επέστρεψαν καθώς θεώρησαν ότι ίσως χρειαζόταν να «χωρίσουμε κάποιο δικό μας άνθρωπο» αφού την ώρα που έφευγαν είδαν αστυνομικούς να «τραβάνε κάποιον».
Πρόεδρος: Άνθρωποι που δεν είχατε δει προθυμοποιηθήκατε να τους βοηθήσετε ενώ ήταν εκεί η αστυνομία; Γιατί γυρίσατε, αυτό είναι το ερώτημα.
Κατηγορούμενος: Απλά σκέφτηκα ανθρωπιστικά.
Πρόεδρος: Αυτό είναι αόριστο, ποιον πήγατε να χωρίσετε;
Κατηγορούμενος: Δεν κατάφερα καν να φτάσω. Δεν είδα κανέναν. Φαντάστηκα ότι ήταν γνωστοί από τα γραφεία. Ακολούθησα τον Ρουπακιά αν δεν έβλεπα το αμάξι του δεν θα ήμουν καν εκεί.
Ο κατηγορούμενος περιέγραψε ένταση και οχλαγωγία άλλα «όχι ξύλο» και περίπου 50-60 άτομα, κάποιοι φορούσαν μαύρα, στο δεξί πεζοδρόμιο της Τσαλδάρη. Όταν, όμως, κλήθηκε να απαντήσει αν αναγνώρισε κάποια από τα πρόσωπα απάντησε αρνητικά διευκρινίζοντας πως στον τόπο του εγκλήματος δεν είδε ούτε τον Ρουπακιά. Ο ίδιος και ο ξάδελφος του , όπως είπε , έφυγαν όταν άκουσαν κάποιον να φωνάζει από μακριά «σπάστε αστυνομία».
Πρόεδρος: Ενώ βρεθήκατε στο χώρο δεν είδατε ούτε το αυτοκίνητο, ούτε τον Ρουπακιά, μόνο τον κόσμο στο πεζοδρόμιο.
Κατηγορούμενος: Δεν θυμάμαι ώρες δεν μπορούσα να τρέχω και να κοιτάζω το ρολόι μου…
Πρόεδρος: Αυτά δεν γίνονται κάθε μέρα.
Κατηγορούμενος: Σίγουρα δολοφονίες δεν γίνονται κάθε μέρα.
Συνεχίζοντας την απολογία του περιέγραψε πως επέστρεψε στο σπίτι του και πριν πέσει για ύπνο τηλεφώνησε στον Γιώργο Ρουπακιά ο οποίος του είπε πως βρίσκεται στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων γιατί έγινε μια φασαρία και του ζήτησε να μιλήσει με τον πυρηνάρχη της Νίκαιας για να τον ενημερώσει. «Το λάθος μου ήταν ότι επικοινώνησα μετά», ανέφερε.
Πρόεδρος: Γιατί πήρατε το Γιώργο;
Κατηγορούμενος: Γιατί τον είχα μπροστά μου σε ολόκληρη τη διαδρομή, είχα οικειότητα μαζί του. Έκανα και μια ακόμη κλήση στον πυρηνάρχη γιατί μου το ζήτησε ο Γιώργος αλλά δεν πρόλαβα να του πω κάτι μου το έκλεισε. Προφανώς γινόταν χαμός εκείνη την ώρα με τις μεταξύ τους επικοινωνίες.
Η πρόεδρος επεσήμανε πως καταγράφονται και άλλες επικοινωνίες με τον Γιώργο Ρουπακιά με τον κατηγορούμενο να λέει πως παρέμειναν αναπάντητες υπογραμμίζοντας πως για το έγκλημα έμαθε την επόμενη ημέρα.
«Σοκαρίστικα, δεν το πίστευα έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Φοβήθηκα και δεν μίλησα σε κανέναν. Έκλαιγα… δεν πίστευα ότι ο Ρουπακιάς είχε κάνει τέτοιο πράγμα οι οικογένειες μας είχαν έρθει κοντά τον τελευταίο καιρό», ανέφερε συμπληρώνοντας πως έμαθε λίγες ημέρες αργότερα από φίλη του που εργάζεται στα δικαστήρια πως εκδόθηκε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης και από την σαστιμάρα του έσπασε το κινητό.
Εισαγγελέας: Ποιο συμπέρασμα βγάζετε εκ των υστέρων;
Κατηγορούμενος: Δεν ξέρω γιατί έγιναν όλα αυτά το λάθος μου ήταν ότι επικοινώνησα με τον Ρουπακιά , με έναν άνθρωπο που δεν ήξερα τι είχε κάνει.
Εισαγγελέας: Υπήρχε εντολή;
Κατηγορούμενος: Όχι δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα. Δεν ήξερα τον Παύλο Φύσσα.
Ο κατηγορούμενος χαρακτήρισε τον εαυτό του αφελή. «Θα μπορούσα να μην είχα πάρει τηλέφωνο και να μην είμαι σε αυτή την υπόθεση μόνο και μόνο για μια κλήση» είπε ενώ υπονόησε πως οι αρχές επέτρεψαν στον Ρουπακιά να κρατήσει το τηλέφωνο του ‘για να γίνουν κάποιες κλήσεις».
Ο 42χρονος δέχτηκε την αμφισβήτηση της έδρας για τους ισχυρισμούς του καθώς σε πολλές περιπτώσεις ήρθαν σε αντίθεση με όσα είχε αναφέρει στην ανάκριση. «Εγώ λέω την αλήθεια» απάντησε ο κατηγορούμενος με την πρόεδρο να σχολιάζει «τότε ή τώρα;».
Με την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας η υπεράσπιση υπέβαλε αίτημα για ηχογράφηση των πρακτικών της δίκης, όπως προβλέπει ο νέος Ποινικός Κώδικας στα κακουργήματα, και το δικαστήριο επιφυλάχθηκε.