Στο Αστυνομικό Μέγαρο της Θεσσαλονίκης όπου μετήχθησαν και κρατούνται μετά την επεισοδιακή τους σύλληψη, τα ξημερώματα, στην Ιερισσό Χαλκιδικής, αναμένεται να απολογηθούν οι δύο άνδρες που κατηγορούνται για την καταδρομική επίθεση στο εργοτάξιο της «Ελληνικός Χρυσός» στις Σκουριές τον περασμένο Φεβρουάριο.
Η απόφαση αυτή ελήφθη από τον προϊστάμενο της εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης Παναγή Γιαννάκη μετά τις συντονισμένες κινητοποιήσεις εκατοντάδων κατοίκων της βορειοανατολικής Χαλκιδικής που συγκεντρώθηκαν από νωρίς στα δικαστήρια του Πολυγύρου, όπου επρόκειτο να απολογηθούν οι δύο συλληφθέντες στον εκεί ανακριτή. Όπως έγινε γνωστό, ήδη ο ανακριτής και η εισαγγελέας Χαλκιδικής κατευθύνονται προς τη Θεσσαλονίκη για να παραστούν στη διαδικασία. Πάντως, το πιθανότερο είναι οι δύο κατηγορούμενοι, ηλικίας 44 και 33 ετών, να ζητήσουν και να πάρουν προθεσμία για να απολογηθούν τις επόμενες μέρες, ώστε να λάβουν γνώση του κατηγορητηρίου.
Οι δύο άνδρες, οι οποίοι φέρονται ως εκ των βασικών κατηγορουμένων για την εμπρηστική επίθεση, συνελήφθησαν τα ξημερώματα μέσα στα σπίτια τους στην Ιερισσό έπειτα από επεισοδιακή αστυνομική επιχείρηση.
Σε βάρος τους είχαν εκδοθεί σχετικά εντάλματα από τις αρμόδιες ανακριτικές αρχές -κι έπειτα από την προηγούμενη απαγγελία κακουργηματικής δίωξης από την εισαγγελία Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής- καθώς, σύμφωνα με δικαστικές πηγές, θεωρήθηκαν ως ύποπτοι φυγής ενόψει της κλήτευσής τους σε απολογία.
Η εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης πραγματοποιήθηκε λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα, όταν αστυνομικοί της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης μαζί με άνδρες των ΕΚΑΜ και παρουσία δύο Πταισματοδικών που προϊσταντο της επιχείρησης, μετέβησαν στα σπίτια των κατηγορουμένων.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., οι κατηγορούμενοι «αρνήθηκαν να συμμορφωθούν στις επανειλημμένες κλήσεις των αστυνομικών να επιτρέψουν την είσοδο στα σπίτια τους», γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα οι δυνάμεις της Αστυνομίας να υποχρεωθούν να εισέλθουν «με βίαιο τρόπο» στα σπίτια προκειμένου να κάνουν τις συλλήψεις.
Κάτοικοι της Ιερισσού κατήγγειλαν ότι οι αστυνομικοί, κατά την έφοδο που πραγματοποίησαν, έσπασαν τις πόρτες των σπιτιών, μπήκαν στο εσωτερικό και συνέλαβαν τους δύο άνδρες, μπροστά στα έντρομα μάτια των συζύγων και των παιδιών τους.
Η ΕΛ.ΑΣ. στην ανακοίνωσή της κάνει λόγο για καθ’ όλα νόμιμη επιχείρηση, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι «οι αστυνομικές δυνάμεις ενήργησαν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Η επιχείρηση αυτή πάντως προκάλεσε την έντονη αντίδραση των κατοίκων της Ιερισσού που σηκώθηκαν στο «πόδι». Λίγο μετά τη σύλληψη των δύο ανδρών και υπό τους ήχους των καμπάνων του χωριού, κάτοικοι κατευθύνθηκαν προς το αστυνομικό τμήμα της Ιερισσού, που, κατά πληροφορίες, εκείνη την ώρα δεν υπήρχε αστυνομικός και τα έκαναν «γυαλιά καρφιά». Όπως έγινε γνωστό, οι εισβολείς «ξήλωσαν» έπιπλα και «σήκωσαν» έγγραφα από το εσωτερικό του αστυνομικού τμήματος, τα οποία στη συνέχεια μετέφεραν έξω και τα πυρπόλησαν. Την ίδια ώρα, άλλοι κάτοικοι έβαλαν φωτιές σε λάστιχα, στήνοντας πρόχειρα οδοφράγματα.
Εκατοντάδες κάτοικοι της Ιερισσού και των γύρω χωριών της βορειοανατολικής Χαλκιδικής από νωρίς το πρωί μετέβησαν στον Πολύγυρο Χαλκιδικής για να διαμαρτυρηθούν για την αστυνομικό «έφοδο» και να συμπαρασταθούν στους δύο συλληφθέντες.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, οι δύο κατηγορούμενοι φέρονται μεταξύ των «πρωταγωνιστών» της καταδρομικής εμπρηστικής επίθεσης που σημειώθηκε τα ξημερώματα της 17ης Φεβρουάριου στις εγκαταστάσεις της εταιρείας εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές. Η συμμετοχή τους στην επίθεση, σύμφωνα με την Αστυνομία, ταυτοποιήθηκε κατά την προανάκριση, καθώς στον πρώτο βρέθηκε γενετικό υλικό σε μάλλινο σκούφο κοντά στο σημείο της επίθεσης, ενώ στο σπίτι του δεύτερου εντοπίστηκε καραμπίνα που όπως προέκυψε από την βαλλιστική εξέταση χρησιμοποιήθηκε κατά την επίθεση.
Πριν από δύο εβδομάδες η εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής Μαγδαληνή Γαλάταλη είχε ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος συνολικά είκοσι ατόμων για την συγκεκριμένη επίθεση. Η δίωξη αφορούσε συνολικά επτά κακουργήματα και έντεκα πλημμελήματα. Μεταξύ των κατηγοριών είναι αυτές της εγκληματικής οργάνωσης, της απόπειρας ανθρωποκτονίας, της κατοχής εκρηκτικών υλών, της έκρηξης και του εμπρησμού. Οι κατηγορίες δεν ήταν προσωποποιημένες, έργο το οποίο επρόκειτο να αναλάβει ο ανακριτής.