Στη δημοσιότητα έδωσε η Ελληνική Αστυνομία, μετά από σχετική διάταξης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, τα στοιχεία ταυτότητας και τις φωτογραφίες έξι αλλοδαπών, κατηγορούμενων ως μελών εγκληματικής οργάνωσης, που διέπραττε συστηματικά διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων σε οικίες, σε διάφορες περιοχές της Αττικής.
Η συγκεκριμένη εγκληματική ομάδα εξαρθρώθηκε στις 13 Μαρτίου 2019 από το Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής.
Δείτε εδώ τα στοιχεία τους
Η συγκεκριμένη δημοσιοποίηση χρονικής διάρκειας έξι (6) μηνών, σύμφωνα με τη σχετική Εισαγγελική Διάταξη, αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων, στη διερεύνηση της συμμετοχής αυτών και σε άλλες αξιόποινες πράξεις καθώς και για τον εντοπισμό των διαφυγόντων τη σύλληψη.
Στο πλαίσιο αυτό, παρακαλούνται οι πολίτες να επικοινωνούν με τους τηλεφωνικούς αριθμούς 210-6476201 και 210-6476541 του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ιδιοκτησίας και 210-6411111 της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, για την παροχή οποιασδήποτε σχετικής πληροφορίας. Σημειώνεται ότι διασφαλίζεται η ανωνυμία και το απόρρητο της επικοινωνίας.
Πώς δρούσε η εγκληματική οργάνωση
Σύμφωνα με την ενημέρωση από την ΕΛΑΣ, η εν λόγω οργάνωση ήταν δομημένη στο πλαίσιο των Διεθνικών Εγκληματικών Ομάδων και Οργανώσεων του Ευρασιατικού Οργανωμένου Εγκλήματος, ανάμεσα στις οποίες εξέχουσα θέση κρατούν οι «κλέφτες στο νόμο» («VOR V ZAKONE» ή «Thieves In Law»). Οι φέροντες τον τίτλο «VOR V ZAKONE» αποτελούν τους καθοδηγητές των οργανώσεων και εμπνέουν τον σεβασμό του συνόλου των μελών της ομάδας. Κύριο χαρακτηριστικό των οργανώσεων αυτού του τύπου, αποτελεί η πίστη και η αφοσίωση στην «ομάδα», η οποία διασφαλίζεται από το γεγονός ότι τα μέλη της έχουν κοινή εθνική και οικογενειακή βάση.
Στην συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση, ο 38χρονος συλληφθείς, κατείχε τον τίτλο «VOR V ZAKONE» ή «Thief – in – Law», επιδεικνύοντας έντονη και σημαντική διεθνή δραστηριότητα, ενώ παράλληλα αποτελεί υψηλόβαθμο στέλεχος της Μαφίας. Ο ίδιος είχε τον απόλυτο έλεγχο της οργάνωσης και από αυτόν λαμβάνονταν όλες οι σημαντικές αποφάσεις, σχετικά με την δράση της ομάδας, τη διάπραξη των διαρρήξεων, τους στόχους, τα αφαιρεθέντα αντικείμενα και την περαιτέρω διάθεση τους. Συγκεκριμένα, κατεύθυνε τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και μετά από κάθε διάρρηξη, του παραδιδόταν μέρος του χρηματικού ποσού που οι φυσικοί αυτουργοί των διαρρήξεων αποκόμιζαν.
Μετά τον «VOR», ακολουθούσε ο «επιχειρησιακός αρχηγός» της οργάνωσης που ήταν ο 40χρονος συλληφθείς, ο οποίος είχε αναλάβει σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη για τις ενέργειες των μελών κατά την διάρκεια των διαρρήξεων. Ο συγκεκριμένος είχε δημιουργήσει με την σειρά του ένα «αυστηρό προφίλ», ώστε να ασκεί τον πλήρη έλεγχο στα υπόλοιπα μέλη και να ελέγχει την διαδικασία αφαίρεσης των αντικειμένων από τις οικίες στις οποίες εισέρχονταν. Επίσης, είχε αναλάβει την επικοινωνία με τον αρχηγό «VOR» της οργάνωσης και ήταν επί της ουσίας το «δεξί του χέρι». Παράλληλα, ήταν και ο οικονομικός διαχειριστής της οργάνωσης, αναλαμβάνοντας την κατανομή των κερδών από τις αξιόποινες πράξεις μεταξύ των μελών, αλλά και την εξασφάλιση του ποσοστού από κάθε αξιόποινη πράξη, που αναλογούσε στον αρχηγό.
Κατά τη διάρκεια των διαρρήξεων, ο 40χρονος και 41χρονος συλληφθέντες βρίσκονταν εντός των οικιών, ερευνούσαν τους χώρους και αφαιρούσαν αντικείμενα. Ένας εξ αυτών, βρισκόταν σε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με τους τσιλιαδόρους, προκειμένου να έχει άμεση ενημέρωση αν πλησιάσει κάποιος από τους ενοίκους της πολυκατοικίας ή αστυνομικοί. Οι κλοπές διαπράττονταν πάντα, με την παρουσία του επιχειρησιακού αρχηγού.
Τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης ήταν εγκληματίες επιπέδου δρόμου και ενεργούσαν με διακριτούς ρόλους (φυσικοί αυτουργοί, τσιλιαδόροι, κατοπτεύοντες). Ο επιχειρησιακός αρχηγός της ομάδας συμπεριλάμβανε την 32χρονη συλληφθείσα στις κλοπές, υπολογίζοντας στην ικανότητά της, ως τσιλιαδόρου περιμετρικά των πολυκατοικιών – στόχων, χωρίς να κινεί υποψίες, αλλά και να αποκρύπτει πάνω της τα διαρρηκτικά εργαλεία τα οποία μετέφερε από και προς τα σημεία των διαρρήξεων. Ήταν αυτή που επικοινωνούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της διάπραξης των διαρρήξεων με τους φυσικούς αυτουργούς αυτών, ώστε να προλάβει να τους ειδοποιήσει σε περίπτωση που θα προσεγγίσει κάποιος στην πολυκατοικία.
Στις διαρρήξεις, τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν πάντα συγκεκριμένη μεθοδολογία. Προκειμένου να εντοπίσουν τους στόχους τους, μετέβαιναν στην επιλεγμένη περιοχή πρωινές ώρες, σε ημέρες κατά τις οποίες λειτουργούσε λαϊκή αγορά και επομένως οι ένοικοι απουσίαζαν από τις οικίες τους.
Πήγαιναν στην περιοχή με Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, τα οποία ήταν καταχωρημένα είτε στα στοιχεία τους, είτε στα στοιχεία έτερων ομοεθνών τους και τα στάθμευαν πάντα πλησίον της οικίας στόχου, ώστε να είναι σε θέση να διαφύγουν άμεσα μετά την διάρρηξη. Σε ειδικά διαμορφωμένες κρυψώνες εντός των αυτοκινήτων, απέκρυπταν τα διαρρηκτικά εργαλεία και τα κλοπιμαία, έτσι ώστε να καθιστούν δυσχερή τον εντοπισμό τους από τις αστυνομικές αρχές, σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου.
Χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα (για παράδειγμα μοίρασμα διαφημιστών φυλλαδίων, καρτών περιποίησης νυχιών κ.λπ.), αποκτούσαν πρόσβαση στην κεντρική είσοδο των πολυκατοικιών. Στη συνέχεια και αφού πρώτα βεβαιώνονταν ότι οι ένοικοι απουσιάζουν από το διαμέρισμα, παραβίαζαν τον ομφαλό της κλειδαριάς, τις περισσότερες φορές χωρίς να αφήνουν ίχνη και εισέρχονταν σε αυτό. Κατείχαν ιδιαίτερη τεχνογνωσία και εξειδίκευση σχετικά με τις κλειδαριές ασφαλείας συγκεκριμένου τύπου και χρησιμοποιούσαν κλειδιά πασπαρτού, σπρέι και διάφορα άλλα αυτοσχέδια διαρρηκτικά εργαλεία, προκειμένου να τις παραβιάσουν.
Η συγκεκριμένη ομάδα είχε ως λεία από την εγκληματική της δραστηριότητα κυρίως χρήματα, κοσμήματα, ασημικά και ρολόγια, ενώ αφαιρούσαν και ηλεκτρονικές συσκευές, φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές καθώς και κινητά τηλέφωνα. Τα αντικείμενα που αφαιρούσαν από τις οικίες, τα πωλούσαν σχεδόν αμέσως σε ενεχυροδανειστήριο της Αθήνας, αποκομίζοντας μεγάλα οικονομικά οφέλη. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις, μετέφεραν τα κλοπιμαία και εκτός χώρας και πιο συγκεκριμένα στη χώρα καταγωγής τους, όπου εκεί είχαν την δυνατότητα να πετύχουν το μεγαλύτερο για αυτούς δυνατό οικονομικό όφελος.
Στο πλαίσιο της οικονομικής έρευνας και ανάλυσης που διενεργήθηκε, προέκυψε ότι η εγκληματική οργάνωση επεδίωκε και διέπραττε συστηματικά τη νομιμοποίηση των εσόδων που αποκόμιζε από την εγκληματική της δραστηριότητα. Τα μέλη της ήταν άεργοι, δεν είχαν κανένα νόμιμο εισόδημα και μοναδική πηγή εσόδων τους αποτελούσαν οι εγκληματικές τους δραστηριότητες. Συναλλάσσονταν κυρίως με μετρητά, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ώστε να είναι αδύνατος ο εντοπισμός των οικονομικών τους «ιχνών». Επίσης, επεξεργάζονταν διάφορες τεχνικές, ώστε να αποκρύπτουν από τις φορολογικές Αρχές της Χώρας την προέλευση της περιουσίας τους.
Πιο συγκεκριμένα, προέβαιναν συστηματικά στην μετατροπή των προϊόντων που αποκόμιζαν (χρήματα, κοσμήματα κ.λπ.) από τις διαρρήξεις, προσκομίζοντάς τα και ανταλλάσσοντάς τα σε ενεχυροδανειστήρια του κέντρου των Αθηνών. Στη συνέχεια, μοιράζονταν τα χρήματα που εισέπρατταν, διατηρώντας παράλληλα ένα ποσό για το «ταμείο» της οργάνωσης.
Μέρος των κλοπιμαίων και των εσόδων τους που αποκόμιζαν από την εγκληματική τους δραστηριότητα, τα έστελναν σε συγγενικά και φιλικά τους πρόσωπα στο εξωτερικό, με σκοπό την απόκρυψη της παράνομης προέλευσης τους, χρησιμοποιώντας εταιρίες μεταφοράς χρημάτων.
Τα μέλη της οργάνωσης, μέχρι και τη σύλληψή τους, είχαν καθημερινή επαφή μεταξύ τους, είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνικά, προβαίνοντας παράλληλα στο σχεδιασμό και υλοποίηση των αξιόποινων πράξεων καθώς και στη διανομή των κερδών. Σημείο συνάντησης της ομάδας αποτελούσαν καταστήματα και εστιατόρια στο κέντρο των Αθηνών, όπου σύχναζαν αποκλειστικά και μόνο ομοεθνείς τους. Τα καταστήματα αυτά ήταν δύσκολο να τα προσεγγίσουν οι Αστυνομικές Αρχές, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τους δράστες ή από έτερους συνεργούς τους, προσφέροντας με αυτό τον τρόπο την ασφάλεια που τα μέλη της οργάνωσης επιζητούσαν.
Σε όλα τα στάδια των δραστηριοτήτων τους, λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα και κάρτες SIM, καταχωρημένες σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών, ελαχιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο κάθε κίνδυνο αποκάλυψης, εντοπισμού και σύλληψής τους.
Ενδεικτικό του επαγγελματισμού της ομάδας είναι το γεγονός ότι τα μέλη της οργάνωσης, για να πετύχουν τον σκοπό τους, σχεδίαζαν να προβούν μέχρι και σε πλαστικές επεμβάσεις στα δάχτυλά τους, με σκοπό να αλλοιώσουν τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα για να είναι σε θέση να αποπροσανατολίσουν τις Αρχές σε περίπτωση σύλληψης τους, «αποκρύπτοντας» με αυτόν τον τρόπο το εγκληματικό τους παρελθόν.
Παράλληλα, προέβαιναν σε εικονικούς γάμους με Έλληνες ή Ευρωπαίους υπηκόους, προκειμένου να αποκτήσουν την νόμιμη διαμονή στην ελληνική επικράτεια ή στο έδαφος Schengen, καθώς και τα προνόμια που αυτή συνεπάγεται.